Φέτος  τον  15Αύγουστο  όπως  το  συνηθίζω  τα  τελευταία  χρόνια,  βρέθηκα  και  πάλι  στο  δικό  μου  χωριό  τού  Βραχνού. Μακριά  από  τον  εκνευριστικό  θόρυβο  και  την ξέφρενη  ζωή  της  Αθήνας,  μακριά  από  την  τρομοκρατία  των  δελτίων  ειδήσεων  των  ιδιωτικών  καναλιών,  μακριά  από  κάθε  είδους  ρυπάνσεις  και  μποτιλιαρίσματα.

Το  χωριό  μου  στέκεται  όρθιο  πολύ  ψηλά  πάνω  στα  βράχια  τού  Γερακώνα,  σαν  κάθεσαι  στο  δώμα  τού  σπιτιού  μου  και  κοιτάς  κάτω  και  ολόγυρα,  έχεις  την  αίσθηση  ότι  βρίσκεσαι  σε  αεροπλάνο  λίγο  πριν  την  προσγείωση,  ότι  θα  περάσεις  πάνω  από  το  λεμονόδασος  των  Λειβαδίων  για  να  προσγειωθείς  κάπου  εκεί  στο  Παραπόρτι  η  στο  Νειμποριό.

Απόψε  βρίσκομαι  εδώ  στο  δώμα  τού  πατρικού  μου  σπιτιού,  μια  φεγγαροβραδιά  και  μια  απέραντη  ησυχία  πλανάτε  πάνω  και  μέσα  στο  χωριό.  Ακουμπισμένος  με  τούς  αγκώνες  στο  πεζούλι,  αγναντεύω  το  πέλαγος  και  φυσικά  αναπολώ  όπως  τότε  πού  ήμουν  στην  μέση  τού  ωκεανού,  ακουμπισμένος  στην  βαρδιόλα  της  γέφυρας  του  καραβιού.

Σε  τέτοιες  κάλμα  στιγμές  και  λίγα  βήματα  πριν  τα  70  μου,  αν  είσαι  η  ήσουν  ναυτικός  θες  δεν  θες  θα  νοσταλγείς  και  θα  αναπολείς  τα  όμορφα  εκείνα  χρόνια  πού  πέρασαν.

Γεννήθηκα  σ’ αυτό  το  σπίτι  το  1941.  Ήταν  6  Δεκεμβρίου  τού  1960  ανήμερα  της  ονομαστικής  μου  εορτής  όταν  παράτησα  ότι  τότε  εκεί  αγαπούσα,  για  να  πάρω  τον  μονόδρομο  που  με  το  χέρι  του  απλωμένο  μας  έδειχνε  ο  Αφανής  Ναύτης  της  Καμάρας,  σε  όλους  εμάς  πού  τα  χρόνια  εκείνα  τελειώναμε  το  Γυμνάσιο  Άνδρου.  Αν  θυμάμαι  καλά  2-3  κατάφεραν  να  το  σκάσουν  προς  την  στεριά,  όλοι  οι  άλλοι  τραβήξαμε  στην  θάλασσα. Από  την  ημέρα  εκείνη  όλοι  οι  ορίζοντες  ανοίχτηκαν  εμπρός  μου. Πάτησα  σε  όλες  τις  χώρες  και  σε  όλα  τα  λιμάνια  τού  κόσμου.  Σε  χώρες  με  καθεστώτα  Δημοκρατικά,  Καπιταλιστικά,  Κομμουνιστικά,  Σοσιαλιστικά,  Χουντικά,  παντού  χωρίς  κανένα  εμπόδιο,  χωρίς  κανένα  πρόβλημα. Η  ναυτική  μου  πείρα  με  δίδαξε  ότι  μπορείς  να  πατήσεις  σε  όλα  τα  μήκη  και  πλάτη  τού  κόσμου  χωρίς  κανένα  εμπόδιο. Συμβαίνει  άραγε  το  ίδιο  και  στην  στεριά; Θα το δούμε αμέσως ποιό κάτω αφού προηγουμένως  κάνω  μία  σύντομη  σύγκριση  τού  χθες  με το  σήμερα  στο  χωριό  μου.

Το Χωριό μου άλλαξε  πολύ. Στα 70 αυτά  χρόνια  5-6 όμορφα νέα σπίτια  προστέθηκαν  στα  ήδη  55  υπάρχοντα. Τα  υπάρχοντα  στην  προσπάθεια  να  προσαρμοστούν  στις  σημερινές  ανθρώπινες  ανάγκες,  έγιναν πολυτελέστερα. Το  δημοτικό  σχολείο  πέθανε, έγινε  σύλλογος πολιτιστικός.  Χωρίς  δασκάλα,  χωρίς  παιδιά,  χωρίς  θρανία,  χωρίς  κουδούνι  κανένα  σχολείο  δεν  έζησε  ποτέ. Η  πλάστιγγα  της  Θείας  Ειρήνης  και  του  Μπάρμπα -Αντώνη  δεν  ζυγίζουν  πια,  τα  δύο  μπακάλικα  κατέβασαν ρολά. Μπουνιές  των  πρεφαδόρων πάνω  στα  τραπέζια  δεν  ακούγονται  πια,  πήγαν  άλλοι  (πάσο)  κατά  την  χαρτοπαιχτική  διάλεκτο; Τα  δύο  καφενεία  τού  χωριού  μου  δεν  υπάρχουν  πια. Οι  δρόμοι  του  χωριού  μου  λάμπουν,  δεν  είναι  όπως  παλιά.  Αγελάδες  και  γαϊδούρια  δεν  κυκλοφορούν,  εκτός  από  έναν  τού  καλού  μου  γείτονα  που  για  τα  εγγονάκια  μου  είναι ο μονάκριβός τους φίλος. Παιδιά  δεν  τρέχουν  πια  στους  δρόμους  δεν  παίζουν  μπάλα,  κρυφτό,  κυνηγητό.  Χάθηκαν οι  δύο  ομάδες  του  Μέσα  και  του  Έξω  χωριού. Μες  το  καταμεσήμερο  μανάδες  πια  δεν  ξεφωνίζουν  για  να  μαντρώσουν,  να  ταΐσουν,  να  κοιμίσουν  εκείνα  τα  ξυπόλυτα,  μυξιάρικα  αλλά  αχόρταγα  για  παιχνίδι  παιδιά. Έσβησαν  λάμπες  πετρελαίου  και  λυχνάρια,  γριούλα  σαν  την  γιαγιά  μου  την Ζαφείρα  με  το  φαναράκι  και  το  μπαστούνι  της  τα  βράδια  κούτσα-κούτσα  να  περπατά  δεν  θα  ξανασυναντήσεις  πια.  Το  χωριό  μου  σήμερα  έχει  άπλετο  ηλεκτρικό  φωτισμό. Βραχνιώτες  με  σταμνί  στον  ώμο  μην  ψάχνεις  δεν  θα  συναντήσεις  πια.  Το  χωριό  μου  σήμερα  έχει  άφθονο  νερό  πού  όμως  δεν  φθάνει  για  να  ξεπλύνει  το  παρατσούκλι  πού  μας  έμεινε  (Τσιμπλοβραχνιώτες). Οι  φούρνοι  γκρέμισαν  κι  αν  κάποιοι  γλύτωσαν,  σταμάτησαν  να  ψήνουν  πια. Κοτέτσια,  κέλλες  χάθηκαν  στον  χρόνο,  ασβέστη  το  χωριό  μου  δεν  μοσχοβολά  πια. Ονόματα  σε  κορμούς  δένδρων,  σε  πλάκες,  σε  τοίχους  θα  διαβάσεις  και  σήμερα  αρκετά,  μιας  άλλης  όμως  δική  μας  αλλά  και  ποιό  παλιάς  γενιάς. Βουβάθηκαν  οι  ρεματιές  στα  Κεραμιά,  τ’  αηδόνια  τα  Συνετιανά  δεν  κελαηδούν  πια. Ελεύθερα  προχώρα  στων  δρόμων  τις  στροφές,  κανένα  ζευγαράκι  ή  κρυφό  ραντεβουδάκι  δεν  πρόκειται  να  τρομάξεις  σε  κάποια  γωνιά.  Κι’  αν  κάποιο  ανέλπιστα  αντικρίσεις  να  ξέρεις  θα  είναι  δυστυχώς  κάποιο  ζευγάρι  Αυγουστιάτικο  αποδημητικό.

Το  Χωριό  μου  άλλαξε  πολύ,  δεν  είναι  πια  χωριό-χωριό,  είναι  κατά  την  γνώμη  μου  ένα  ας  πούμε  πολυτελές  προάστιο  της  Χώρας  Άνδρου  με  λίγους  κατοίκους  τον  περισσότερο  χρόνο  και  overload  τον  Ιούλιο, Αύγουστο.

Τι  όμως  δεν  άλλαξε  σ’ αυτό  το  χωριό; Ο  Άγιος  Δημήτριος  ευτυχώς,  που  χάρις  στον  καλό  μας  Παπά  Δημήτρη  λειτουργεί  έστω  και  Κυριακή  παρά  Κυριακή   και  η  ΕΜΠΑΣΗ  τού  χωριού. Στην  σκέψη  αυτή  η  κάλμα  βραδιά  έγινε  εφιάλτης.

Για  να  μπεις  στο  χωριό  μου  εν  έτη  2010  χρειάζεσαι  ΑΔΕΙΑ!!!  Μια  ανηφοριά  85  μέτρων  με  89  τσιμεντένια  σκαλοπάτια  σε  περιμένει  για  καλωσόρισμα.   Αν  δεν  στο  επιτρέψουν  τα  πόδια  σου  είτε  γιατί  είσαι  ηλικιωμένος,  είτε  γιατί  είσαι  άρρωστος,  η  έγκυος,  η  έχεις  μωρά  παιδιά,  αν  τα  χέρια  σου  και  η  πλάτη  σου  δεν  σηκώνουν  τσάντες,  βαλίτσες  κ.τ.λ. στου  Βραχνού  δεν  πας.

Αν  τώρα  ανήκεις  σε  μια  από  τις  κατηγορίες  αυτές  και  αποφασίσεις  να  μην  πειθαρχήσεις  στην  απαγόρευση  πού  σού  επιβάλουν  τα  ΠΟΔΙΑ  σου  και  οι  δυνάμεις  σου  και  περάσεις  την  ΕΜΠΑΣΗ,  να  είσαι  σίγουρος  ότι  εκεί  πού  θα  σε  ακουμπήσουν  αυτοί  πού  θα  σε  ανεβάσουν,  είτε  σηκωτό,  είτε  ξαπλωτό,  εκεί  θα  μείνεις.  Να  είσαι  σίγουρος  ότι  θα  γίνεις  ζητιάνος  και  βάρος  των  γειτόνων  σου  και  το  χειρότερο  από  όλα  θα  χάσεις  και  την  αξιοπρέπειά  σου.

Αν  σε  βοηθήσουν  στην  Αθήνα  να  γυρίσεις  σηκωτό  η  ξαπλωτό  σίγουρα  θα  ξέρεις  ότι  ποτέ  πια  δεν  θα  ξαναγυρίσεις. Αν  δεν  ανήκεις  στις  κατηγορίες  αυτές,  αλλά  σε  μια  μεσόκοπη  ηλικία,  θα  το  σκεφτείς  να  ξαναπάς  και  μόνον  από  μεγάλη  ανάγκη. Είναι  ίσως  απίστευτο  δυστυχώς  όμως  αληθινό, εν  έτη  2010  βρισκόμαστε  ακριβώς  στην  εποχή  της  ΞΥΛΙΝΗΣ  ΣΚΑΛΑΣ.

Θυμάμαι  ήταν  γύρω  στο  1959,  ήμουν  μαθητής,  όταν  γλίστρησε  στις  τσιμεντένιες  σκάλες  τού  σπιτιού  του  ο  Μπάρμπα  Πέρος.  Έπρεπε  να  τον  κατεβάσουμε  στην  χώρα  στου  κ. Σηκιώτη  για  ακτίνες.  Τον  ξαπλώσαμε  σε  μια  ξύλινη  σκάλα  4  μέτρων  αφού  προηγουμένως  οι  γυναίκες   είχαν  στρώσει  μια  στρατιωτική  κουβέρτα  για  να  μην  κόβονται  πολύ  τα  πλευρά  του.   Τότε  υπήρχαν  και  χέρια  να  σηκώσουν  την  σκαλάρα. Ευτυχώς  και  για  εκείνον  και  για  εμάς  οι  ακτίνες  έδειξαν  κάταγμα  και  επομένως  όχι  επιστροφή  Βραχνού  αλλά  Αθήνα.  Έτσι  γλύτωσε  το  μαρτύριο  και  τον  διπλό εξευτελισμό της ξύλινης  σκάλας. Σήμερα  η  ξύλινη  σκάλα  αντικαταστάθηκε  από  κάποιο  φορείο η από κάποια  καρέκλα. Τι αλλάζει όμως; Η  απίστευτη  αδιαφορία,  ανευθυνότητα,  αναλγησία  της  εκάστοτε  υπεύθυνης  Αρχής,  έχει  δώσει  το  δικαίωμα  εξαιτίας  της  ανηφοριάς  αυτής,  να  μας  κουμαντάρουν  στο  χωριό  μου  τα  πόδια  μας.

Μία  ανηφοριά  πού  σ’ οποιοδήποτε  άλλο  μέρος  η  νησί  αν  υπήρχε,  θα  ήταν  υποθέτω  υπόθεση  μιας  μπολντοζιάς  για  να  μετατραπεί  σε  αυτοκινητόδρομο.

Η  Μητέρα  μου  έφυγε  από  κοντά  μας  τον  φετινό  Γενάρη  σε  ηλικία  101  ετών.  Στα  94  έπεσε,  έσπασε το ισχίο της, κατάφερε  και  άντεξε  το  χειρουργείο,  δεν  κατάφερε όμως να ξαναπάει στο χωριό της που τόσο νοσταλγούσε  κα  αγαπούσε.  Μπορούσε  να  πάει,  περπατούσε  με  βοήθεια. Δεν  πήγε  γιατί  δεν  δεχόταν  να  γίνει  βάρος,  να ανέβει  το χωριό  σηκωτή  η  ξαπλωτή. Η  μητέρα  μου  ήταν  πάρα  πολύ  αξιοπρεπής. Το ίδιο αξιοπρεπείς  ήταν  και  τόσοι  άλλοι  ηλικιωμένοι  χωριανοί  μου,  οι  οποίοι  στερήθηκαν το νησί τους, το  χωριό  τους  εξαιτίας  αυτής  της  ανηφοριάς  και  βρίσκονται  σήμερα  σκορπισμένοι  στα  διάφορα  νεκροταφεία  της  Αθήνας  και  όχι  μόνο. Το  χωριό  ερημώνει,  αδειάζει  από  κατοίκους  γιατί  στο  φεύγα  είναι  εύκολο  είναι  πολύ  κατηφορικό,  ενώ  αντίθετα στο  γύρνα,  είναι  πολύ  ανηφορικό,  δύσκολο  και  άρα  απαγορευτικό.

Η  επιστολή  μου  αυτή  απευθύνεται  και  σε  όλους  τούς  Κυρίους  πού  ζήτησαν την  ψήφο  μας  Τοπική  Αυτοδιοίκηση,  Δήμαρχος  Άνδρου,  Έπαρχος,  Νομάρχης  Κυκλάδων,  Υπουργός  Προστασίας  τού  Πολίτη,  μετεκλογικά  Με  Ακούει  Κανείς;

 Με  εκτίμηση

 Νικόλαος .Σ. Νέρης

Συνταξιούχος  Πλοίαρχος  Ε.Ν.

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ

Η andriakipress.gr δημοσιεύει κάθε σχόλιο το οποίο είναι σχετικό με το θέμα. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι υιοθετεί τις απόψεις αυτές. Διατηρεί το δικαίωμα να μην δημοσιεύει συκοφαντικά, υβριστικά, ρατσιστικά ή άλλα σχόλια που προτρέπουν σε άσκηση βίας. Επίσης, σχόλια σε greeklish και κεφαλαία δεν θα δημοσιεύονται, ενώ η andriakipress.gr, όταν και όπου κρίνει, θα συμμετέχει στον διάλογο.

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.