Η Μοσχούλα Μένδρη απόφοιτη πια της Ακαδημίας Εμπορικού Ναυτικού κι ο νους της ταξιδεύει τώρα, πριν μπαρκάρει, σε μια  απέραντη θάλασσα. Ο πατέρας της, ο αδελφός της, οι άνδρες συγγενείς της, όλοι τους ναυτικοί απ’ το νησί, της είχαν πάρει τα μυαλά με φανταστικές και αληθινές ιστορίες με τρίαινες και Ποσειδώνες, με νεράιδες και δελφίνια. Η Μοσχούλα σκέφτηκε ότι τώρα πια το σπίτι της θα είναι πάνω σε πλοία που οργώνουν γαλάζιους ορίζοντες. Θα παλεύει νυχθημερόν με πυξίδες και ραντάρ, με τυφώνες και καταιγίδες και θα ερευνούσε τα βάθη και τους ουρανούς.

Η μάνα της την παρατηρούσε αλλοπαρμένη, σκεφτική  και κουνούσε το κεφάλι της με περίσκεψη. Της έλεγε «που θα πας βρε κόρημ στις μαύρες θάλασσες κορίτσι πράμα, κάτσε εδώ να κάνεις μια ωραία οικογένεια, στο κάτω-κάτω παντρέψου έναν καπετάνιο να σε ταξιδεύει που και που». Δεν ήθελε ν’ ακούσει τίποτε η επίδοξη πλοιαρχίνα. Ούτε λέξη για σταδιοδρομία στην ξηρά. «Τι λες βρε μάνα, εγώ ξενύχτησα τέσσερα χρόνια διαβάζοντας να τελειώσω  την Ακαδημία, να φύγω  απ’ αυτόν τον ξερότοπο, και συ μου λες  να ριζώσω στα κατσάβραχα;

Χτύπησε πολλές  ναυτιλιακές πόρτες η Μόσχα, δεν άνοιγαν όμως εύκολα. Μόλις την έβλεπε ο υπεύθυνος πληρωμάτων, είχε κιόλας έτοιμη την απάντηση: «Τι λες βρε κοπέλα μου, εσύ μπορείς να κάνεις καριέρα ως τοπ-μοντελ, ως τηλεπαρουσιάστρια, ως ηθοποιός, ως.. ως.. με τέτοια σωματικά προσόντα. Άμα σε βάλω στο καράβι, θα μου διαλύσεις όλο το πλήρωμα. ΠΥΡ-ΓΥΝΗ ΚΑΙ ΘΑΛΑΣΣΑ. Το ‘ χεις ακούσει; Πάνω-κάτω όλοι το ίδιο επαναλάμβαναν. Η Μοσχούλα όμως το ‘χε βάλει πείσμα να γίνει πλοίαρχος του εμπορικού ναυτικού. Είχε όμως πλήρη άγνοια τι την περίμενε. Έμπαινε σε ένα κατ’ εξοχήν ανδρικό επάγγελμα γεμάτο καρχαρίες. Επιμονή και πείσμα ήταν τα όπλα της και τα κατάφερε. Μια μέρα χτύπησε το κουδούνι μιας άλλης ναυτιλιακής πόρτας κι αυτή τη φορά της άνοιξαν. Φορούσε  ένα φαρδύ για τις αναλογίες της τζην παντελόνι, ριχτή πουκαμίσα, τσάντα κινέζικη του ενός ευρώ, ψεύτικο τατουάζ με γοργόνα στο μπράτσο, περούκα με πολύ κοντά μαλλιά, ύφος λεσβίας κι εντελώς αμακιγιάριστη. Περάστε της λέει ο ασχολούμενος με τη σύνθεση αξιωματικών. «Σας ακούω κυρία μου, ωραία, έχετε και προϋπηρεσία στο ψαροκάικο του πατέρα σας; πολύ καλό αυτό. Λοιπόν δόκιμος  Γ’ πλοίαρχος  με μισθό 3000 ευρώ και σε 24 μήνες υπηρεσία προάγεστε σε Β’ πλοίαρχο. Ναυτολογείστε στο γκαζάδικο ΣΑΛΑΜΑΝΔΡΑ ΙΙ, φεύγει από Πειραιά σε πέντε ημέρες, πηγαίνετε να ετοιμάσετε τα χαρτιά σας και μην ξεχνάτε ότι  θα έχετε ρότα για Περσικό Κόλπο για φόρτωση με καύσιμα, και κάτι άλλο, θα περάσετε κι από Σομαλία απ’ τη δυναστεία των Σομαλών, θα τους έχετε ακουστά υποθέτω…Θα είναι ενδιαφέρον το ταξίδι σας…Ο τύπος αυτός είχε σκοπό να με τρομοκρατήσει δεν τα κατάφερε όμως. Του ‘χε μιλήσει κάποιος θείος μου που τον γνώριζε να μου παρουσιάσει την κατάσταση κάθε άλλο παρά παραδεισένια. Εγώ όμως δέχτηκα, είπα κι ευχαριστώ που με προσλαμβάνουν. Ναυτολογήθηκα λοιπόν  και είπα arrivedercdi Ελλάδίτσα μου.

Οι πρώτες εντυπώσεις μου ήταν άψογες. Όπως είχα ονειρευτεί το ταξίδι μου. Όλοι οι αξιωματικοί με καλωσόρισαν θερμά και  πριν προλάβω να ζητήσω κάτι, ήταν στα χέρια μου. Με λίγα λόγια μου φέρονταν με το γάντι. Ήταν το πρώτο μου εκπαιδευτικό ξεκίνημα. Σε λίγες μέρες η ευεξία μου και ο ενθουσιασμός μου άρχιζε ν’ αλλάζει. Όταν πήγαινα στις τραπεζαρίες άκουγα αισχρά πειράγματα και πονηρά υπονοούμενα. Προσπαθούσα να ντύνομαι όσο πιο σεμνά μπορούσα, αυτό όμως δεν άλλαζε την κατάσταση με τα κατώτερα πληρώματα. Κλεινόμουν στην καμπίνα μου πολλές ώρες διαβάζοντας, είχα πολλές ώρες μοναξιάς και όταν είχαμε άγρια θάλασσα ξερνοβολούσα σα τη γάτα. Λίγες μέρες μετά κοιτάχτηκα στον καθρέφτη και δεν γνώριζα τον εαυτό μου, κίτρινη σα λεμόνι, κι από φαγητό δεν πήγαινε τίποτα κάτω. Ένα απόγεμα που δεν είχα υπηρεσία, με κάλεσε ο γραμματικός στην καφετέρια. Μόλις με είδε τρόμαξε. «Μοσχούλα δεν σε αναγνωρίζω, αδυνάτισες, χλώμιασες, τι έπαθες βρε κορίτσι μου;» -Τίποτε του λέω, θα συνηθίσω.

«Όχι» μου λέει, «σε λίγες μέρες φτάνουμε Πειραιά, θα σε βγάλω έξω, και θα ξαναμπείς στο γυρισμό μας όταν συνέλθεις λίγο». Κρατήθηκα μη χιμήξω να τον λυντσάρω. «Τι λες  πλοίαρχέ μου, έχεις κανένα παράπονο από την υπηρεσία μου, δεν βγαίνω με τίποτε» απαντώ. «Ωραία, θα σου δώσω βιταμίνες και θα μου υποσχεθείς ότι θα τρως λίγο περισσότερο. Πάρε και καμιά ντραμαμίνη για τον εμετό». Ήταν όμορφο και καλό παλικάρι, άρχισα να τον συμπαθώ, μου συμπαραστέκεται σαν αδελφός. Νομίζω ότι κι εγώ δεν του είμαι αδιάφορη παρά τα χάλια  με τις ναυτίες μου. Ο γραμματικός του πλοίου μας λοιπόν άκουγε στο όνομα Κωνσταντίνος, μ’ αρέσει αυτό το όνομα.

Κοντεύαμε πια Πειραιά. Είχα συνέλθει αρκετά. Η στολή μου δεν σούρωνε πια επάνω μου είχα αρκετή όρεξη  και εκτελούσα τα καθήκοντα του Δόκιμου με μεγαλύτερη όρεξη. Ο Κωνσταντίνος με φρόντιζε παρά τα πειράγματα των συναδέλφων του. Κι εγώ ανταποκρινόμουν και κολακευόμουν για τα κομπλιμέντα που μου πέταγε που και που. Δεν άργησε να ανθίσει μια όμορφη σχέση μαζί του που με βοηθούσε  να περνάω τις ώρες της μοναξιάς πιο ανθρώπινες.

Δέσαμε επιτέλους  κάβους στις μπίντες του λιμανιού. Ο Πειραιάς μου φάνηκε παράδεισος παρά το σκουπιδαριό που είχε να μαζευτεί εδώ και βδομάδες. Με βρήκε ο Κωνσταντίνος βγαίνοντας «Ε, για που το βαλες κυρά υποπλοιαρχίνα; Δεν έχω καιρό να επισκεφτώ την Ανδρο, θα μείνω Αθήνα, είσαι για μια βόλτα και μετά για φαγητό στην Πλάκα; Άλλο που δεν ήθελα. Ο.Κ. είπα, φύγαμε.

Μετά το φαγητό μου λέει ο γραμματικός μου «Ακου Μοσχούλα, η θάλασσα δεν είναι για γυναίκες σαν κι εσένα, εσύ μπορείς  να τη γνωρίσεις με άλλο τρόπο, πιο ανώδυνα ας πούμε.. «Δηλαδή;» ρώτησα. Να παντρέψουμε και θα σε παίρνω μαζί μου όποτε κι όσο θέλεις. Έμεινα έκπληκτη, ίσως να είχα σκεφτεί κάτι τέτοιο, όμως όχι τόσο γρήγορα. Δεν απάντησα, χίμηξα και τον αγκάλιασα, φιληθήκαμε  για πρώτη φορά με τέτοια λαχτάρα και αγάπη. Ήμουν ευτυχισμένη, ναι αγαπούσα  τον Κωνσταντίνο πολύ, ίσως γιατί ήταν παιδί της Θάλασσας. Αγάπησα πρώτα τη θάλασσα  γι’ αυτό αγάπησα τον Κωνσταντίνο μετά.

Η ευχή της μάνας μου πραγματοποιήθηκε. Παντρεύτηκα τον γραμματικό μου μόλις ήλθε από το ταξίδι του λίγο πριν τα Χριστούγεννα. Δεν πιστεύω ότι πρόδωσα τη Θάλασσα απεναντίας τώρα γίναμε φίλες γιατί δεν τη ανταγωνίζομαι επαγγελματικά, πηγαίνω όποτε θέλω κι όσο θέλω κι ονειρευόμαστε μαζί.

Καλά Χριστούγεννα σ’ όλους τους ναυτικούς μας.

Ειρήνη Φάνια Παπιδά

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ

Η andriakipress.gr δημοσιεύει κάθε σχόλιο το οποίο είναι σχετικό με το θέμα. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι υιοθετεί τις απόψεις αυτές. Διατηρεί το δικαίωμα να μην δημοσιεύει συκοφαντικά, υβριστικά, ρατσιστικά ή άλλα σχόλια που προτρέπουν σε άσκηση βίας. Επίσης, σχόλια σε greeklish και κεφαλαία δεν θα δημοσιεύονται, ενώ η andriakipress.gr, όταν και όπου κρίνει, θα συμμετέχει στον διάλογο.

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.