Τα Αντριώτικα… είναι τα ταξίδια στη μνήμη, στην Άνδρο των Αντριωτών …με τ και όχι με δ… των νεώτερων Ανδρίων.

Τα Αντριώτικα... Τα Ταξίδια
Photo: .lifo.gr

Tου ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΑΝΑΚΗ

Τώρα που  το μεσοκαλόκαιρο με τους καύσωνες να μας καβουρντίζουν η ανάγκη για διακοπές γίνεται περισσότερο από ποτέ αναγκαιότητα. Εξ άλλου θέλοντας και μη ο νους πάει στις προετοιμασίες των διακοπών, στις ακρογιαλιές , στον ήλιο, στα αντιηλιακά, στο μπιμπίκιασμα  της επιδερμίδας την ώρα που βγαίνεις από το νερό και αναζητάς μια πετσέτα, στο ράπισμα της άμμου όταν οι ετήσιοι άνεμοι μαστιγώνουν τη θάλασσα και τα κύματα ανταριάζουν, στη ραστώνη του αράγματος στη καρέκλα  μιας ταβέρνας να διώχνεις τις επίμονες λητζές που υπερίπτανται στα υπολείμματα μιας ντοματοσαλάτας, την γλυκιά κατά κυριολεξία-ανάμνηση μιας κουταλιάς βανίλιας να έχει καταδυθεί σε ένα παγωμένο ποτήρι νερό….

Μα …αλήθεια τι είπα;

Για ένα  υποβρύχιο να το γλύφεις λίγο λίγο για να μη τελειώσει αυτή η εφήμερη γευστική απόλαυση!

Ε…λοιπόν ευκαιρία να αναπολήσω τις διακοπές στην Άνδρο των παιδικών και εφηβικών μου χρόνων.

Αυτή η αναδρομή αφιερώνεται σε όλους τους παλαιούς αλλά και στούς νέους  Ανδριώτες φίλους και συναδέλφους. 

ΤΑ ΤΑΞΙΔΙΑ

Έχουν εντυπωθεί βαθιά στο μυαλό και τη ψυχή μου τα πρώτα ταξίδια για το Κόρθι της Άνδρου. Έχει αποδειχθεί επιστημονικά, ότι οι άνθρωποι αρχίζουν να έχουν μνήμη στην ηλικία που μιλούν. Οι μνήμες  μου λοιπόν αρχίζουν από τα δυο μου χρόνια, όταν πια είχα αρχίσει να μιλάω, με άλλα λόγια περί το 1952. Το ταξίδι στην Άνδρο ήταν συνυφασμένο με μια βαβούρα που το κρεσέντο της κορυφωνόταν λίγο πριν καταφθάσει το αγοραίο ταξί έξω από την πόρτα της οδού Ξενοκράτους 35 που ήταν το σπίτι μας. Τότε κατεβαίναμε με τις βαλίτσες, αυτές τις μεγάλες τις δερμάτινες με τα λουριά και με τις πιο μικρές αυτές τις καρό που ήταν από ύφασμα. Εκτός από τα προσωπικά μας είδη, η γιαγιά η Αζλέτα μας αγγάρευε να κουβαλήσουμε και έξτρα κούτες με ρούχα για τους συγγενείς της στη Πίσω Μεριά και στα Αηπάτια. Το ταξί φορτωμένο με μας και τα συμπράγκαλά μας, έφτανε στο λιμάνι του Πειραιά, αν θυμάμαι καλά στην Ακτή Μιαούλη και εκεί αφού αγοράζαμε τα εισιτήρια, περιμέναμε τους αχθοφόρους να  ανεβάσουν στο καράβι τα ουκ ολίγα πράγματά μας. Το A/Π Μοσχάνθη ήταν πεσμένο δίπλα στον μόλο και περίμενε τους επιβάτες του.

Για μένα τότε ήταν η πιο όμορφη στιγμή. Οι χαμάληδες ζαλωνόντουσαν τα μπαγκάζια και ανέβαιναν τη σκάλα του βαποριού και μείς, δηλαδή η μάνα μου και εγώ από το χέρι για να μη χαθώ, ακολουθούσαμε από πίσω τους. Μόλις φτάναμε στη κουβέρτα και είχαν πληρωθεί οι αχθοφόροι, αφού είχε προηγηθεί το σχετικό παζάρεμα της τιμής, περνούσαμε ένα στενό εσωτερικό διάδρομο και τότε μας χτύπαγε κατάφατσα η βαπορίλα του πλοίου, ένα μίγμα κλεισούρας, ανθρώπινων χνώτων και ξερατού. Μόλις μπαίναμε, συναντούσαμε τη Τρίτη Θέση, με τους επιβάτες να είναι καθισμένοι στους πάγκους και μερικές γυναίκες να κρατούν στα χέρια τους κλαδιά από λεμονιά και να τα φέρνουν στη μύτη τους. Μετά από χρόνια κατάλαβα ότι η κίνηση αυτή, ήταν μια παραδοσιακή πρακτική κατά της ναυτίας. Αλλά το βαπόρι ήταν δεμένο, γιατί λοιπόν αυτή η προκατάληψη; Η απάντηση βρισκόταν στην ατμόσφαιρα του χώρου, που ο ανύπαρκτος αερισμός-εξαερισμός δημιουργούσε τις ιδανικότερες συνθήκες για ναυτία πριν ακόμα λύσει το καράβι.

Όταν φτάναμε στη Πρώτη Θέση που ήταν στο πρόστεγο, στην πλώρη δηλαδή, ο καμαρότος  έδειχνε τις θέσεις μας σε κάποιο καναπέ. Από τα φινιστρίνια σκαρφαλωμένος στον καναπέ, έβλεπα τη κίνηση στο λιμάνι. Νταλίκες που έσερναν βαρβάτα μεγαλόσωμα άλογα μετέφεραν διάφορα υλικά και εμπορεύματα, άνθρωποι πήγαιναν και έρχονταν, μικροπωλητές διαλαλούσαν τις πραμάτειες τους, εφημεριδοπώλες  χαλούσαν τον κόσμο με τα πρωινά νέα, λαχειοπώλες κραδαίνοντας  το κοντάρι τους επέμεναν για τα τελευταία και τυχερά, και ο καρατζόβας ο ναύτης  λιμενοφύλακας περιπολούσε τηρώντας τη τάξη. Πλοία κατέπλεαν και απέπλεαν, βγάζοντας μπουργάνα  ντουμάνι τον καπνό από τις τσιμινιέρες τους και οι μπουρούδες τους με τους συριγμούς τους, μια βραχεία για το δεξιά, δυο βραχείες  για αριστερά και τρείς για το ανάποδα δονούσαν την ατμόσφαιρα. Και εγώ περίμενα όλο αγωνία πότε να σφυρίξει το καράβι για να κλείσω με τα δυο μου χέρια τα αυτιά μου, γιατί φοβόμουν!

Το Μοσχάνθη του Τόγια ήταν όμορφο καράβι, γιατί είχε ναυπηγηθεί αρχικά σαν γιοτ και αργότερα μετασκευάστηκε σαν επιβατηγό. Είχε χωρητικότητα 500 τόνων, σαν προωστήριο σκεύος διέθετε  λέβητες που τροφοδοτούσαν μια παλινδρομική ατμομηχανή τριπλής εκτόνωσης, με υψηλή, μέση και χαμηλή διαβάθμιση. Είχε μια έλικα που του έδινε ταχύτητα 10 κόμβων, δηλαδή ήθελε περίπου 7 ώρες για να πάει από τον Πειραιά στη Σύρα! Οι γραμμές του ήταν τέτοιες που το έκαναν να ξεχωρίζει. Είχε κατάπλωρα ένα μπαστούνι και κεκλιμένο κατάστρωμα, γερτή τσιμινιέρα μπογιατισμένη με το σινιάλο του Τόγια και άλμπουρα. Κατάπλωρα σχεδόν, υπήρχε το αμπάρι και το βίντσι. Εκεί φόρτωναν τα ζώα που ήταν να μεταφερθούν από και προς τα νησιά. Όπως εύκολα καταλαβαίνετε η μυρουδιά εκεί ήταν η γνώριμη αφόρητη μπόχα που αποπνέει ένα βουστάσιο!

Έδινε λοιπόν ο Θεός και ξεκολλούσε το βαπόρι από το μόλο και οι αγαθές γυναίκες έκαναν όλες μαζί το σταυρό τους, λες και ήταν συνεννοημένες, και δώς του να μυρίζουν τα κλωνιά από τη λεμονιά και να τρώνε στραγάλια. Το Μοσχάνθη παρέπλεε την έξοδο του προλιμένα  έστριβε αριστερά, και τότε φαινόταν το μεγαλοπρεπές  Βασάνειο κτήριο της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων με τους καταπράσινους κήπους. Η μάνα μου, μου το έδειχνε με ιδιαίτερη περηφάνια γιατί εκεί είχε φοιτήσει ο αδελφός της από το 1938 ως το 1941, οπότε με τη κατάρρευση του μετώπου και τη κατάληψη από τους Γερμανούς, αυτός και οι συμμαθητές του ονομάσθηκαν Δόκιμοι Αρχικελευστές και ακολούθησαν τη κάθοδο του Στόλου στη Μέση Ανατολή για να συνεχίσουν τον πόλεμο. Μετά από 17 χρόνια  το 1969 κ’ εγώ θα φοιτούσα στη Σχολή σαν Ναυτικός Δόκιμος μηχανικός.

Κάποια στιγμή γινόταν έλεγχος των εισιτηρίων, ο λογιστής του πλοίου με τη στολή και τα χρυσά γαλόνια με το άσπρο επίρραμα συνοδευόμενος με δυο τρεις ναύτες που φορούσαν σκούρο μπλε μπερέ, περνούσαν όλους τους χώρους του πλοίου για να τσεκάρουν ότι όλοι οι επιβάτες είχαν βγάλει εισιτήριο και δεν υπήρχαν μετακινήσεις από τις παρακατιανές θέσεις στις αμέσως καλλίτερες. Με τη χουρχούλα να γυρίζει φτάναμε στην ανοικτή θάλασσα και το βαπόρι άρχιζε σιγά σιγά τους διατοιχισμούς, δηλαδή να μποτζάρει, και τότε γινότανε της κακομοίρας. Τα πρόσωπα αλλάζανε χρώμα και από ροδαλά φέρνανε  προς το εκρού ή μάλλον κιτρίνιζαν και αρχίζανε οι βολές ρουκετών και τότε είμαστε μάρτυρες απίθανων σκηνών. Μια φορά σε μεγάλο μπότζι η μακρινή θεια της γιαγιάς μου, η Αννέζα  έπαθε η κακομοίρα ναυτία και άρχισε τις ρουκέτες. Από το ζόρι στη τελευταία μαζί με τα υπολείμματα του περιεχομένου του στομάχου της, εξακοντίστηκε στον απέναντι μπουλμέ και η οδοντοστοιχία της. Ανήμπορη να σηκωθεί απευθύνθηκε στον παρακείμενο ξάδελφό μου Λούη, λέγοντας του με παρακλητικό ύφος: «Καμαν γιόκα μου Λεωνίδα…πιάσε μου τη μασέλα μου σε παρακαλώ να’ χεις την ευκή μου» και ο δύστυχος Λεωνίδας θέλοντας και μη σηκώθηκε, έσκυψε έπιασε τη μασέλα μέσα από τα ξερατά και την εγχείρησε στη Τσατσ’ Αννέζα που τη ξέπλυνε με λίγο νερό και φορώντας την του είπε όλο υποχρέωση: «Λούη γιόκα μου σ’ ευχαριστώ να χεις την ευκή μου».

Ανεξάρτητα από τη φουρτούνα το πρόγραμμα του πλοίου τηρούνταν απαρέγκλιτα και κατά το μεσημέρι ο αρχικαμαρότος καλούσε τους επιβάτες, όσους  ήθελαν, να γευματίσουν. Στη τραπεζαρία λοιπόν σερβίρανε τα τυπικά βαπορίσια εδέσματα: παστίτσιο μπλόκι, μακαρονάδα με κιμά, πιλάφι με κόκκινη σάλτσα, και ψητό μοσχάρι νουά  της κατσαρόλας με πατάτες φούρνου. Βέβαια όταν το βαπόρι περνούσε το Κάβο Ντόρο, όλα αυτά γινόντουσαν σπονδή στο θεό Ποσειδώνα!

Το πρώτο λιμάνι που έπιανε το Μοσχάνθη ήταν η Τήνος. Το πλοίο έπεφτε δίπλα και ξεφόρτωνε τους επιβάτες που συνήθως πήγαιναν να προσκυνήσουν την θαυματουργή εικόνα της Μεγαλόχαρης. Μέχρι να ξεμπαρκάρουν έμπαιναν διάφοροι μικροπωλητές και πουλούσαν λουκούμια, χαλβαδόπιτες και άλλα γλυκίσματα. Με την άπαρση του πλοίου το επόμενο λιμάνι ήταν τα Υστέρνια της Τήνου, που όμως το βαπόρι έμενε αρόδο και η αποβίβαση των επιβατών γινόταν με βάρκες. Οι λεμβούχοι έπεφταν από σταβέντο στη κλίμακα που είχε κατεβάσει ο λοστρόμος του Μοσχάνθη και περίμεναν να παραλάβουν τους επιβάτες. Τότε ήταν που γινότανε αυτό που λέγεται «χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα».  Η  βάρκα μποτζάριζε και ο λεμβούχος την αβαράριζε για να μη κτυπήσει πάνω στο κάτω πλατύσκαλο της κλίμακας, οι επιβάτες ήταν στα σκαλιά και περιμένανε πότε θα συγχρονισθεί το μπότζι της λέμβου με αυτό του βαποριού, οι γυναίκες στρίγκλιζαν, ο ναύκληρος κατέβαζε καντήλια γιατί αργοπορούσε η αποβίβαση, βαλίτσες, κούτες και κοφίνια τα μαϊνάρανε οι ναύτες και τελικά με τα πολλά νετάρανε και το καράβι έβαζε πλώρη προς την Άνδρο, τη Χώρα.

Αργά το απόγευμα αγκυροβολούσε το βαπόρι στο λιμάνι της Χώρας και  γινόταν η ίδια διαδικασία αποβίβασης των επιβατών, αλλά σχετικά πιο  άνετα γιατί είχε πέσει ο καιρός και δεν υπήρχε μπότζι. Βρισκόμουν στη γέφυρα εκεί ακριβώς που υπήρχε ένα μεταλλικό διαχωριστικό για να απαγορεύει την είσοδο των περίεργων επιβατών στη γέφυρα. Καθόμαστε με τη μητέρα μου και απολαμβάναμε τη θέα της Χώρας, όταν δημιουργήθηκε κάποια ένταση μέσα στη γέφυρα. Ο Καπετάνιος βγήκε στο αριστερό παραπέτο και κοιτούσε κατάπλωρα, ενώ ταυτόχρονα ο Υποπλοίαρχος με τον Λοστρόμο του έδειχναν προς τα εμπρός. Ο Ναύτης που ήταν στο χειριστήριο της μπόμπας μετά από εντολή του Υποπλοιάρχου σταμάτησε το βίρα της άγκυρας. Η άγκυρα είχε πλέξει και ανέβαζε ένα σασί αυτοκινήτου, που πρέπει να είχε βυθιστεί από τότε που η Άνδρος ήταν υπό Γερμανική κατοχή! Το σκοτάδι άρχισε να πέφτει και οι προσπάθειες να ελευθερωθεί η άγκυρα είχαν αποτύχει. Ο κόσμος διαμαρτυρόταν και ο Λιμενάρχης συζητούσε μα τον Καπετάνιο να κόψουν την αλυσίδα και να δέσουν σημαντήρα για να την πάρουν μετά. Ο Καπετάνιος ούτε να το ακούσει. Με τα πολλά, αργά κατάφεραν να ξεπλέξουν την άγκυρα και το Μοσχάνθη να βάλει πλώρη προς το Κόρθι.

Ήταν μεσάνυκτα όταν το βαπόρι εισήλθε στον Όρμο του Κορθίου και αγκυροβόλησε. Συγκεντρωθήκαμε στο κατάστρωμα με τις βαλίτσες μας και περιμέναμε να έλθουν οι βάρκες για να μας βγάλουν έξω. Η κλίμακα του πλοίου είχε κατεβεί και μέσα στο βράδυ οι ταλαιπωρημένοι και νυσταγμένοι επιβάτες κατέβαιναν με προσοχή στα σκαλιά. Ο καιρός είχε ευτυχώς πέσει και δεν υπήρχαν προβλήματα. Μερικές όμως γριές και κάποιες  κοπέλες που φοβόταν μη και σπάσουν τα τακούνια τους, έπρεπε να τις κατεβάσουν σηκωτές στη βάρκα.

Την παράσταση κέρδισε ένας μεγαλόσωμος γάιδαρος, που στα μαύρα μεσάνυκτα πιασμένος με φασκιές αιωρείτο με το βίντσι  από το αμπάρι του βαποριού  προς τη κουβέρτα ενός καϊκιού, γκαρίζοντας από το φόβο του. Πρέπει να έπασχε  ο δύστυχος από horror vaccui, φόβο κενού, γιατί  πριν πατήσει στη κουβέρτα φιλοδώρησε τους λεμβούχους με ουκ ολίγες καβαλίνες!

Έδωσε ο Θεός και βάρκα πλεύρισε στη σκάλα του Κορθίου  αν και ήταν περασμένα μεσάνυκτα ο μικρός λιμενοβραχίονας και το λιμάνι ήταν κατάφωτα. Κόσμος υπήρχε και περίμενε τους επιβάτες. Αγκαλιές,ασπασμοί, φωνασκίες μια και ως γνωστόν οι Ανδριώτες συνηθίζουν να φωνάζουν, μια συνήθεια που τους έχει μείνει από τις φωνές που βάζουν στα ζα τους. Όλοι ήταν ντυμένοι με τα κυριακάτικά τους, αν και δεν ήταν Κυριακή, λες και ήταν μια τοπική γιορτή, και όμως ήταν! Γιόρταζαν την εορτή του Αγίου Βαπορίου, τον κατάπλου του πλοίου της γραμμής-που σίγουρα τότε δεν ήταν ιδιαίτερα τακτική- , να ανταμώσουν και να υποδεχθούν συγγενείς και φίλους ή παραλάβουν κάποιο δέμα από την πρωτεύουσα.

Μετά στις αγκαλιές των συγγενών από τα Αηπάτια, του Νικόλα- του άντρα της συνονόματης  ξαδέλφης της μάνας μου-, του δεύτερου ξαδέλφου μου Λούη, φορτώθηκαν τα μπαγκάζια στα ζώα. Ανάμεσα στις βαλίτσες στον ελεύθερο χώρο που υπήρχε στο σαμάρι τοποθετήθηκα και αρχίσαμε οδικά το τελευταίο μέρος του ταξιδιού μας. Τα γαϊδούρια δεμένα από το καπίστρι τους εφ ενός ζυγού ξεκίνησαν. Μέσα στο σκοτάδι περάσαμε από το σοκάκι που σχημάτιζαν τα σπίτια του Κορθίου. Στο τσιμέντο ακούγονταν οι οπλές  του ράθυμου βάδισμά τους. Τότε ακόμα το Κόρθι είχε την μοναδική ιδιορρυθμία στη διάταξη των σπιτιών του: τα σπίτια που ήταν προς τη μεριά της θάλασσας είχαν την είσοδό τους από τη μεριά του δρόμου και αυτό για λόγους καθαρά πρακτικούς. Δείχνοντας την πίσω μεριά προς τη θάλασσα, τα προστάτευαν από τους ισχυρούς ανέμους και από τα κύματα που έμπαιναν το χειμώνα. Υπήρχε όμως και ένας άλλος λόγος, κοινωνικός: όλες οι δραστηριότητες διεξήγοντο στο σοκάκι που υπήρχε ανάμεσα στα σπίτια ένθεν και ένθεν.

Όσο απομακρυνόμαστε από το λιμάνι, υπήρχε μια απόλυτη ησυχία που τη διέκοπταν κάποια αλυχτίσματα σκύλων που προστάτευαν τα μικρά μποστάνια. Μαζί με μας ακολουθούσαν και άλλοι συχωριανοί που μετέφεραν  τους συγγενείς τους. Μόλις παρακάμψαμε το ξενοδοχείο του Μάνεση μετά από λίγο σταματούσε η άσφαλτος και άρχιζε ο χωματόδρομος. Τότε λες και όλες οι κοπέλες ήταν συνεννοημένες σταμάτησαν και άλλαξαν τα καλά τους παπούτσια, τις γόβες, κρεμώντας τες  στα σίδερα του σαμαριού και φόρεσαν τα καθημερινά τους. Η πορεία πια γινόταν στο σκοτάδι που το φώτιζε το φως της σελήνης.

Αφ’ υψηλού από κει που καθόμουν και λικνιζόμουν με το βηματισμό του γαϊδουριού από τα χωράφια και τα μποστάνια το νυκτερινό αεράκι έφερνε μαγικές μυρουδιές, την ευωδιά της λυγαριάς, την αψιά μυρουδιά της συκιάς που έριχνε τη σκιά της και τη φοβόμουν, γιατί είχα ακούσει τη γιαγιά μου να λέει ότι ο Χριστός καταράστηκε τη συκιά όταν του αρνήθηκε να ξαποστάσει στη σκιά της. Το κρώξιμο της κουκουβάγιας, οι θόρυβοι των τζιτζικιών, η φωνή του γκιώνη έσχιζαν τη σιγαλιά της νύκτας.

Όταν περνούσαμε από κανένα χάλασμα οι κοπέλες μάζευαν τα μαλλιά τους και έριχναν φοβισμένες ματιές γύρω τους. Αργότερα έμαθα ότι είχαν αγωνία μήπως πέσει καμιά νυχτερίδα και κολλήσει στα μαλλιά τους.

Ακούγοντας με προσοχή τις διάφορες διηγήσεις από συγγενείς που ερχόντουσαν στο σπίτι μας στην Αθήνα, είχα εντυπωσιασθεί ή για να πω την αλήθεια, είχα τρομοκρατηθεί με τις ιστορίες για τις νεράιδες που μετά τα μεσάνυκτα βγαίνουν στα σταυροδρόμια και στις πηγές. Υποψιασμένος από αυτές τις συζητήσεις και από το φόβο μπας και συναντήσουμε καμιά στο δρόμο μας και μου πάρει τη μιλιά, όλο αγωνία μισονυσταγμένος  βρισκόμουν σε κατάσταση ερυθρού συναγερμού. Κάποια στιγμή στρίψαμε αριστερά και αρχίσαμε να ανεβαίνουμε ένα ανηφορικό καλντερίμι. Το δρομάκι ήταν στενό και ο γάιδαρος πήγαινε ξυστά σχεδόν στα πετρόκτιστα ντουβάρια, που έλεγα ότι θα γδάρω τα πόδια μου. Μες τη σιγαλιά της νύκτας στο μαύρο σκοτάδι ακούστηκε η αγριοφωνάρα του μπάρμπα Νικόλα: « Όξούις ζωντόβολο…όξούις…» και ω του θαύματος ο γάιδαρος πάραυτα απομακρύνθηκε από τους τοίχους και βάδιζε στο μέσον. Τώρα οι μυρουδιές είχαν αλλάξει, κυριαρχούσε η οσμή της ξερής καβαλίνας που ήταν σωρευμένη τόσο καιρό στο καλντερίμι. Κάποια στιγμή διαβήκαμε από μια βρύση και σταματήσαμε για να ποτιστούν τα ζωντανά. Ο ξάδελφός μου σφυρίζοντας μονότονα παρακινούσε τα γαϊδούρια να πιούν νερό. Η αγωνία μου τότε κορυφώθηκε γιατί από διηγήσεις ήξερα, ότι όταν σφυρίζεις τη νύκτα τότε έρχονται οι νεράιδες και κλάφτα Χαράλαμπε! Παίρνοντας θάρρος  του ψιθύρισα : «Λούη μη σφυρίζεις δυνατά γιατί μπορεί να έρθουν οι νεράιδες», Λούης ατάραχος χωρίς καν να στρέψει το πρόσωπό του μου απάντησε: «Σιγά μην έλθουν οι νεράιδες, και αν έρθουν ο πατέρας μου θα βγάλει το μαχαίρι του, θα χαράξει ένα σταυρό στο χώμα, θα το καρφώσει και οι νεράιδες θα εξαφανιστούν». Από το ύφος του όμως ψυχανεμίσθηκα ότι και αυτός ενδόμυχα φοβόταν.

Δεν πέρασε λίγη ώρα και φθάσε στο σπίτι και αισίως είχε τελειώσει η περιπέτεια μας.                                                

1 ΣΧΟΛΙΟ

  1. Τι θα έδινα να ζήσω ξανά, για ένα χρόνο, αυτή την Άνδρο που πρόλαβα για λίγα χρόνια να ζήσω σαν ήμουν μικρός. Θα ήθελα να την ξαναζήσω τώρα που είμαι σε θέση να φιλτράρω τα καλά από τα στραβά και να κρατήσω τα καλά να τα παρουσιάσω άθικτα στις νέες γενιές, που πιστέψετε, διψούν να μάθουν αυτό που έζησαν οι παπούδες και γιαγιάδες τους χωρίς εκμοντερνιστικές πινελιές και κακόγουστες αλλοιώσεις . …ο ρομαντισμός και η νοσταλγία παρασύρει!

Leave a Reply to Βαγγέλης Μανδαράκας Ακύρωση απάντησης

Η andriakipress.gr δημοσιεύει κάθε σχόλιο το οποίο είναι σχετικό με το θέμα. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι υιοθετεί τις απόψεις αυτές. Διατηρεί το δικαίωμα να μην δημοσιεύει συκοφαντικά, υβριστικά, ρατσιστικά ή άλλα σχόλια που προτρέπουν σε άσκηση βίας. Επίσης, σχόλια σε greeklish και κεφαλαία δεν θα δημοσιεύονται, ενώ η andriakipress.gr, όταν και όπου κρίνει, θα συμμετέχει στον διάλογο.

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.