Αρόδο έμεινα τρεις μέρες στην Οζάκα, πετρέλαιο στο τάνκερ φορτωμένος.
Στο νου μου ήρθαν πάλι τα λιμάνια, οι τυφώνες, γυναίκες ξεχασμένες,
κι εγώ ο δυστυχής στο πλοίο προδομένος .
Η εικόνα της αναλλοίωτη πάλι στη θύμησή μου ήρθε…
της μοναξιάς η κόλαση μεσ’ στην ψυχή μου μπήκε..
Στα μέσα της καρδιάς μου προσάραξαν οι πλόες της,
σταμάτησαν τους κτύπους της καταμεσής «α ρ ο δ ο»
κι εγώ βαρκάρης άμοιρος, κωπηλατώντας ούρια της πρόσφερα ένα ρόδο.
Χαιρέκακα το μάδησε, ειρωνικά με κοίταξε και φώναξε «κορόιδο».
Στη ράδα την παράτησα γιατ’ είχα ρότα για αλλού.
Μάταια περίμενα ο φτωχός το σήμα S.O.S απ’ την πιστή Ραλλού
μ’ αυτή στην πρύμη γύρισε, με μορς σκληρά μου μήνυσε
«ουφ πια σε βαρέθηκα, τράβα για καπ’ αλλού».
Ειρήνη -Φάνια Παπιδά