Ομιλία για το ηλεκτρονικό και το έντυπο βιβλίο στην ΔΕΘ
Του Γιώργου Ε. Δαρδανού Εκδότη, Επίτιμου Προέδρου ΠΟΕΒ
Πρόσφατα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Gutenberg, ένα βιβλίο σε δική μου επιμέλεια με τίτλο Σελίδες στην Οθόνη ή στο Χαρτί; Το μέλλον της ανάγνωσης. Στην πραγματικότητα δεν πρόκειται για ένα ενιαίο έργο, αλλά για μία ανθολογία άρθρων, δοκιμίων και κριτικών σχολίων.
Επειδή κρίνω ότι η εμπεριστατωμένη άποψη ελλήνων και ξένων φιλολόγων, κοινωνιολόγων, ψυχολόγων, συγγράφων, βιβλιοθηκονόμων, εκδοτών και κυρίως παιδαγωγών είναι σημαντικότερη από τη δική μου προσωπική γνώμη, θα σας παραθέσω μερικά αποσπάσματα όπου άνθρωποι με νηφαλιότητα, μέτρο και γνώση προβάλλουν τις πιθανόν αντικρουόμενες, αλλά πάντα τεκμηριωμένες απόψεις τους για την ψηφιοποίηση, το ηλεκτρονικό και το έντυπο βιβλίο, την εκπαίδευση, το σχολείο, το μέλλον της ανάγνωσης και τις νέες τεχνολογίες.
Ο Καθηγητής Παιδαγωγικής στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, κ. Α. Γκότοβος, περιγράφει το «νέο» σχολείο, όπως θα έπρεπε να είναι: «Ένα σχολείο, όμως, που δίνει έμφαση στην παιδαγωγική σχέση και στη σχολική κοινότητα, που ενδιαφέρεται για την εμπειρία της συλλογικής αναζήτησης και κατάκτησης της γνώσης με τη βοήθεια του εκπαιδευτικού και των βιβλίων, που δεν θεωρεί μάθηση μόνον τις εξισώσεις, τους τύπους και τις λέξεις, αλλά και τις αξίες, τις στάσεις, τους κανόνες και την εμπειρία της εφαρμογής τους μέσα στη σχολική κοινότητα, δεν κινδυνεύει από τις νέες τεχνολογίες. Μπορεί να τις θέσει με δημιουργικό τρόπο στην υπηρεσία τόσο της συμβατικής όσο και της κοινωνικής μάθησης, δηλαδή στην υπηρεσία της παιδείας, με την ουμανιστική έννοια του όρου. Αν οι μαθητές αγαπήσουν τον υπολογιστή περισσότερο από το δάσκαλό τους, αν προτιμήσουν το ψηφιακό από το πραγματικό βιβλίο, δεν εξαρτάται τόσο από τα θέλγητρα της νέας τεχνολογίας. Εξαρτάται από το ίδιο το σχολείο και το περιβάλλον του. Ελπίζουμε ότι το σχολείο δεν θα προδώσει τον εαυτό τους και ότι το περιβάλλον του δεν θα συνεργήσει σ’ αυτό.»
Ο Κώστας Κατσόγιαννος, ως ενεργός εκπαιδευτικός, δίνει τη δική άποψη για το σχολικό περιβάλλον και για το κατά πόσο μπορεί η χρήση νέων τεχνολογιών στις εκπαιδευτικές διαδικασίες να υποκαταστήσει το ίδιο το σχολείο: «Γι’ αυτό δεν μπορεί, προς το παρόν τουλάχιστον, και ίσως δεν πρέπει και στο μέλλον για τις κοινωνίες που θα λέγονται οργανωμένες, να αμβλυνθεί ο σκοπός του δομημένου θεσμού που λέγεται σχολείο…Αυτός συνεχίζει να είναι ίσως ο κυριότερος σκοπός του σχολείου και του σχολικού περιβάλλοντος, και από όσο ξέρω δεν έχει αλλάξει. Δεν μπορεί λοιπόν να στήσουμε εφαρμογές λογισμικού μπροστά στους μικρούς μαθητές και να τους αφήσουμε να αλληλεπιδρούν για να μάθουν!!! Αυτό πρέπει να το κάνουν, αλλά κυρίως να το κάνουν στο περιθώριο, συμπληρωματικά, επικουρικά, και όχι να αποτελεί τον κορμό της εκπαιδευτικής διαδικασίας.» Ο κ. Κατσόγιαννος αναφέρεται και σε μία άλλη πτυχή του ζητήματος: «Από την άλλη, επειδή «έχουμε φάει πολλές σούπες» δήθεν εφαρμογών, δήθεν ομάδων ειδικών και experts, χωρίς ποτέ να μπορέσουμε να προεκτιμήσουμε συγκεκριμένο κόστος σε σχέση με την πιθανή ωφέλεια, αν αποτιμήσουμε αυτό που παίρνουμε σε σχέση με αυτό που δώσαμε, είναι καλύτερα να ασχοληθούν με το ζήτημα πιο πολύ και σε μεγαλύτερο βάθος οι σχεδιαστές τέτοιων εφαρμογών και εργαλείων…Ας παίρνουν και κάποιους παιδαγωγούς να βλέπουν στα στάδια σχεδιασμού εφαρμογών τις ιδιαίτερες ανάγκες που θα κληθούν να καλύψουν τα λογισμικά.»
Στο κείμενό του ο κ. Κώστας Χρυσαφίδης, Καθηγητής του Τμήματος Εκπαίδευσης και Αγωγής στην Προσχολική Ηλικία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, παρουσιάζει με το δικό του τρόπο ποιος θα πρέπει να είναι ο σκοπός της μάθησης και του σχολείου: «Αντί λοιπόν να ταλαιπωρούμε το μαθητή να ασχολείται με άσχετες περιπτώσεις, είναι πολύ πιο δημιουργικό και αποτελεσματικό να τον βοηθήσουμε να προσεγγίσει δικές του απορίες και προβληματισμούς, που θα του ανοίξουν δρόμους για τη γνώση και θα αναβαθμίσουν το επίπεδο της μάθησης. Έτσι θα γνωρίζει τον τρόπο να προσεγγίζει προβληματικές καταστάσεις, να ενδιαφέρεται για την εξεύρεση λύσεων, να μάθει να μαθαίνει. Αν θέλουμε συνεπώς να έχουμε καλύτερα αποτελέσματα στη σχολική ζωή και ο μαθητής να κινείται με γνώμονα τις δικές του διαπιστώσεις και όχι στηριζόμενος στην αφομοίωση αλλότριων επιτευγμάτων, θα πρέπει το σχολείο να στραφεί σε μία μαθητοκεντρική σχολική ζωή, όπου στο επίκεντρο της δράσης θα βρίσκονται τα ενδιαφέροντα, οι προβληματισμοί και οι ανάγκες όλων των μελών της ομάδας. Κάθε μαθητής θα έχει την ευκαιρία να ασχοληθεί με προβλήματα που τον απασχολούν και να δώσει λύσεις.»
Ο Καθηγητής Σταμάτης Αλαχιώτης αναφέρει: «Η υπερβολική συσσώρευση κατακερματισμένων διαδικτυακών πληροφοριών δεν είναι δημιουργική και καταντά αποπροσανατολιστική μερικές φορές. Θυμίζει δε αυτό που έγραψε ο Εμμανουήλ Ροΐδης στο βιβλίο του Η Πάπισσα Ιωάννα, η ποία παρίστανε μεν τον άνδρα, αλλά κάποτε έμεινε έγκυος, με έναν «οχληρό και απρόσκλητο ενοικέτη της κοιλίας της». Με όρους διαδικτύου, θα αναφερόμασταν στα ανεπιθύμητα μηνύματα που δεχόμαστε, ως «οχληρούς και απρόσκλητούς ενοικέτες του εγκεφάλου μας».
Πολλές συζητήσεις έχει επίσης προκαλέσει το ζήτημα του ηλεκτρονικού βιβλίου και η μελλοντική πορεία του σε σχέση με το παραδοσιακό επί χάρτου βιβλίο. Ο Ουμπέρτο Έκο σε τοποθέτησή του για αυτό το ζήτημα κάνει ένα πολύ πετυχημένο διαχωρισμό: «Υπάρχουν δύο τύποι βιβλίων, εκείνα που πρέπει να τα συμβουλευόμαστε και εκείνα που πρέπει να τα διαβάζουμε. Για τα πρώτα, το αντιπροσωπευτικό δείγμα είναι ο τηλεφωνικός κατάλογος, αλλά φτάνουμε μέχρι τα λεξικά και τις εγκυκλοπαίδειες. Αυτά θα μπορούν να αντικατασταθούν από δίσκους πολυμέσων, έτσι θα απελευθερωθεί χώρος στο σπίτι και στις δημόσιες βιβλιοθήκες για τα βιβλία που πρέπει να διαβάζουμε (που φτάνουν από τη Θεία Κωμωδία ως το τελευταίο αστυνομικό μυθιστόρημα). Τα βιβλία που πρέπει να διαβάζουμε δεν μπορούν να αντικατασταθούν από κανένα περίεργο ηλεκτρονικό κατασκεύασμα. Έχουν φτιαχτεί για να τα παίρνουμε στα χέρια μας, ακόμη και στο κρεβάτι, ακόμη και μέσα στο πλήθος, ακόμη και εκεί όπου δεν υπάρχουν ηλεκτρικές πρίζες, ακόμη και όπου και όταν οποιαδήποτε μπαταρία έχει αποφορτιστεί, μπορούμε να τα υπογραμμίζουμε, μας επιτρέπουν να διπλώνουμε τις γωνίες των σελίδων τους ή να βάζουμε σελιδοδείκτες, μπορούμε να τα αφήσουμε να πέσουν στη γη ή να τα εγκαταλείψουμε ανοιχτά πάνω στο στήθος ή τα γόνατα όταν μας παίρνει ο ύπνος, μπαίνουν στην τσέπη, φθείρονται.
Κάποιοι, ωστόσο, προαναγγέλουν το θάνατο του έντυπου βιβλίου. Οι τελευταίοι αιώνες, άλλωστε, ήταν, όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί ο συγγραφέας Νίκος Δήμου, γεμάτοι από ψευδή αγγελτήρια θανάτου. Όταν εφευρέθηκε η φωτογραφία, αναγγέλθηκε ο θάνατος της ζωγραφικής. Μετά τον κινηματογράφο ήρθε ο θάνατος του θεάτρου, μετά την τηλεόραση εκείνος του κινηματογράφου. Τελικά δεν πέθανε τίποτα – όλα επιβιώνουν παράλληλα, και μάλιστα προοδεύουν και καινοτομούν. Το ίδιο θα γίνει και με το βιβλίο στην ψηφιακή εποχή. Έχουμε τη µανία να καταστρέφουµε το παλιό στο όνοµα του καινούργιου: αντί να χτίσουµε τις πολυκατοικίες παραδίπλα, όπως έκανε όλη η Ευρώπη, ανατολική και δυτική, εµείς διά της αντιπαροχής γκρεµίσαµε τα διατηρητέα και δη αγαλλιώντες· και πάλι τώρα, για να εγκαθιδρύσουµε τα e-books θεωρούµε αναγκαίο να κατεδαφίσουµε το έντυπο βιβλίο. Γενικότερα η ιστορία έχει αποδείξει ότι έχουμε τη μανία να καταστρέφουμε το παλιό στο όνομα του καινούργιου. Αυτό όμως που μπορεί να σώσει το βιβλίο, όπως έσωσε και τον κινηματογράφο και το θέατρο, είναι μόνο η ποιότητα. Αυτή την ποιότητα έχουμε την ευθύνη και την επιλογή να διαφυλάξουμε.
Σύμφωνα με έρευνα του Υπουργείου Παιδείας το 81,5% των φοιτητών προτιμούν το έντυπο βιβλίο σε σχέση με το ηλεκτρονικό. Η άποψή μου είναι ότι είναι ότι το ποσοστό αυτό είναι ακόμα μεγαλύτερο, καθώς διατηρώ επιφυλακτική θέση απέναντι σε αυτές τις κατευθυνόμενες έρευνες που διενεργούνται κατά καιρούς. Σύμφωνα με το Εθνικό Παρατηρητήριο για το ψηφιακό βιβλίο στη Μεγάλη Βρετανία οι φοιτητές συμβουλεύονται την ηλεκτρονική έκδοση, αλλά διαβάζουν από την επί χάρτου. Πεποίθησή μου είναι ότι το ηλεκτρονικό και το έντυπο βιβλίο θα έχουν παράλληλη χρήση και εξέλιξη.
Πάντα όμως υπάρχουν οι τεχνολάγνοι και οι παλαιόπληκτοι. Υπάρχουν πάντα αυτοί που δαιμονοιποιούν την εξέλιξη, λες και δεν βλέπουν τις σαρωτικές αλλαγές που συντελούνται γύρω μας, και από την άλλη αυτοί που βιάζονται και τη θεοποιούν. Και οι δύο θέσεις είναι ακραίες.
Όπως αναφέρει σε άρθρο του ο κ. Αλαχιώτης «..η αλήθεια δεν είναι ούτε μαύρη, ούτε άσπρη∙ δεν είναι μόνο με το μολύβι, ούτε μόνο με τον υπολογιστή. Ο ηλεκτρονικός αλφαβητισμός πρέπει να καλλιεργείται στα σχολεία∙ όχι όμως σε υπερθετικό βαθμό, οδηγώντας τον σε υπερβολή, σε «μονοκαλλιέργεια». Το έντυπο εκπαιδευτικό υλικό στα σχολεία, αλλά και στο σπίτι/οικογένεια, θα πρέπει να βρίσκεται σε μία αρμονική συμβίωση με το ηλεκτρονικό και να διασχίζει οριζόντια-διαθεματικά τη σχολική γνώση∙ όπως ισχύει από το 2003 με το δυνητικά βελτιούμενο νέο παιδαγωγικό-εκπαιδευτικό σύστημα της υποχρεωτικής εκπαίδευσης∙ διαφορετικά, θα επέλθει διαζύγιο υπέρ του υπολογιστή και θα το πληρώσουν τα μικρά παιδιά.»
Διαπιστώνω όμως μετά λύπης, ότι η ομάδα τεχνοκρατών που έχει σήμερα την εξουσία στο Υπουργείο Παιδείας έχει απολύτως ακραία θέση την οποία υποστηρίζει δυστυχώς και το περιβάλλον του Πρωθυπουργού.
Όπως διαβάσαμε στο Βήμα online στις 24 Ιανουαρίου 2011 έγινε εξάωρη μυστική σύσκεψη στο Μαξίμου για τη μετάβαση στην ψηφιακή εκπαίδευση. Ανάμεσα σε όσους παρευρέθηκαν δεν υπήρχε ούτε ένας παιδαγωγός. Είναι περίεργο να διαβάζει κανείς ότι οι αμερικανοί προσκεκλημένοι δήλωσαν ότι είμαστε η πρώτη χώρα –πάνω και από τις ΗΠΑ– που σχεδιάζει να εφαρμόσει την πολιτική της ψηφιακής εποχής σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης και να εισαγάγει ως και «ψηφιακά βιβλία» στα ελληνικά σχολεία. Δεν μπορεί επίσης κανείς να συμφωνήσει με την άποψη του Πρωθυπουργού κ. Γιώργου Παπανδρέου «πρέπει να δίνουμε στον πολίτη τα εργαλεία ώστε να μπορεί να αποφασίζει και να εφαρμόζει μόνος του προγράμματα που θα κάνουν πιο εύκολη τη ζωή του.»
Στις μέρες μας βέβαια η «νέα» παιδαγωγική ορίζει με διαφορετικό τρόπο τη μάθηση και την εκπαίδευση. Κάποιοι καινοτόμοι μηχανικοί ομολογούν ότι η απομνημόνευση είναι χάσιμο χρόνου, αφού η Google είναι ένα κλικ μακριά μας. «δεν χρειάζεται» λένε «πια να μαθαίνεις». Η γνώση υπάρχει στο ίντερνετ. Μόνο που αυτή δεν είναι «γνώση», είναι χύμα πληροφορίες με αμφίβολη –πολλές φορές– επιστημονική τεκμηρίωση. Ακόμα και στην Αμερική, που είναι μία πολύ πιο εξελιγμένη τεχνολογικά χώρα και με ανάλογη κουλτούρα απέναντι στις καινοτομίες της τεχνολογίας, το 74% των φοιτητών δήλωσαν σε έρευνα πώς αν μπορούσαν να επιλέξουν οι ίδιοι μεταξύ ηλεκτρονικού και έντυπου βιβλίου, θα επέλεγαν την έντυπη μορφή. Στη Γαλλία, το ποσοστό όσων χρησιμοποιούν ηλεκτρονικά βιβλία δεν αναμένεται να ξεπεράσει το 2015 το 15-20%. Κάποιες έρευνες ωστόσο παρουσιάζουν μεγάλη αύξηση στα ποσοστά εκείνων που χρησιμοποιούν ηλεκτρονικά βιβλία και ηλεκτρονικές συσκευές ανάγνωσης. Τα ποσοστά αυτά, βεβαία, και η εικόνα που κάποιες εταιρείες –για τους δικούς τους λόγους– αλλά και ορισμένα παπαγαλάκια θέλουν να παρουσιάσουν, μου θυμίζουν τον Απόστολο Νταή, παλιό δάσκαλο στην Άνδρο και ψηφοφόρο της αριστεράς, που όταν τον συναντούσα μετά τις εκλογές στο ερώτημα «Πώς πήγατε, δάσκαλε;», «πολύ καλά, Γιώργη», μου απαντούσε, «να σκεφτείς ότι είχαμε αύξηση 100%, ήμασταν 4 και γίναμε 8.»
Άσχετα από το αν η χώρα μας μπορεί και αν είναι έτοιμη ή όχι να δεχτεί τις νέες τεχνολογίες και την ψηφιοποίηση στην εκπαίδευση, το βέβαιο είναι ότι οι δάσκαλοι και οι μαθητές εισέρχονται ανέτοιμοι στο διαδικτυακό πεδίο και είναι ευθύνη της Πολιτείας να προετοιμάσει τις όποιες αλλαγές με σωστά κριτήρια και με μοναδικό γνώμονα τη βελτίωση της παρεχόμενης εκπαίδευσης και του πολιτισμού στη χώρα μας.
Η αλήθεια είναι, όμως, ότι υπάρχουν και άλλες πτυχές της εκπαίδευσης στη χώρα μας που δυστυχώς αφέθηκαν στην τύχη τους. Αναφέρομαι, ασφαλώς, στο ζήτημα των σχολικών βιβλιοθηκών. Όπως αναφέρει και ο διευθυντής της βιβλιοθήκης του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και Πρόεδρος της Επιτροπής Αρχείων και Βιβλιοθηκών του Υπουργείου Παιδείας, κ. Γ. Ζάχος, «Οι επενδύσεις στις βιβλιοθήκες είναι συνεισφορά στη γνώση, στην πνευματική καλλιέργεια, στην οικονομική ανάπτυξη αλλά και στη δημοκρατία και στην ισότητα των πολιτών».
Τα τελευταία χρόνια όμως, όπου δόθηκαν χρήματα για να γίνουν βιβλιοθήκες, έγιναν∙ αλλά δεν εμπλουτίστηκαν με νέες εκδόσεις, δεν άνοιξαν την πόρτα τους στις τοπικές κοινωνίες∙ απολύθηκαν οι βιβλιοθηκονόμοι και τα βιβλία παρέμειναν κλειδωμένα-φυλακισμένα σε κάποιες αίθουσες μαζί με σπασμένα θρανία και παλαιάς τεχνολογίας υπολογιστές. Εξάλλου δεν υπάρχει καμία θεσμοθετημένη βιβλιοθήκη στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Χαρακτηριστικό είναι ότι από τα εβδομήντα εκατομμύρια που υπήρχαν αρχικά για τη δεύτερη φάση του προγράμματος, μόνο το ένα δέκατο χρησιμοποιήθηκε τελικά για τις βιβλιοθήκες. Τέτοια ήταν η αμέλεια των κυβερνήσεων. Ένα ακόμα παράδειγμα, η διανομή φορητών ηλεκτρονικών υπολογιστών από την προηγούμενη κυβέρνηση –με μεγάλα κέρδη για τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις– στους μαθητές Α’ γυμνασίου που τελικά χρησιμοποιούνται μόνο για ηλεκτρονικά παιχνίδια και ανταλλαγή μηνυμάτων.
Και κανένας δεν θα ξαφνιαστεί, αν η Βουλή των Ελλήνων ξανακληθεί κάποια μέρα ως κολυμπήθρα του Σιλωάμ να αθωώσει κάποιους που είχαν εμπλακεί στα σκάνδαλα αυτά. Η έλλειψη βιβλιοθηκών είναι ίσως βασική πτυχή, αιτία και αποτέλεσμα της ανάπηρης παιδείας και του πολιτισμού στον τόπο μας.
Κλείνοντας, θα δανειστώ δυο λόγια από το κείμενο της κ. Κατρίν Βελισσάρη, της Διευθύντριας του ΕΚΕΒΙ που επίσης περιέχεται στο βιβλίο που επιμελήθηκα, «Δεν υπάρχουν ακόμη ικανοποιητικές απαντήσεις σε όλα τα αυτά… Μόνον η υγιής πορεία του βιβλίου, το οποίο φαίνεται να αντέχει στην κρίση, τουλάχιστον περισσότερο από τις άλλες πολιτιστικές βιομηχανίες, μας επιτρέπει να αντιμετωπίσουμε αυτή τη μεταβατική περίοδο με νηφαλιότητα, όχι όμως χωρίς επαγρύπνηση. Έχει φτάσει η στιγμή ώστε οι επαγγελματίες να κινητοποιηθούν και να χαράξουν με την πολιτεία κοινή στρατηγική. Έχουμε ήδη καθυστερήσει. Απαιτείται όμως εκσυγχρονισμός της νομοθεσίες (ο σχετικός νόμος στην Ελλάδα τέθηκε σε ισχύ το 1993) και η δημιουργία ελεγκτικού οργάνου σε κάθε χώρα. Απαιτούνται και άλλα νομικά και οικονομικά μέτρα. Πρέπει όμως να προσέξουμε τις ισορροπίες στην αλυσίδα του βιβλίου, για να μη βρεθεί αυτό αύριο στη δύσκολη θέση που έχουν περιέλθει σήμερα ο κινηματογράφος και η μουσική. Δεν πρέπει να επαναλάβουμε τα παθήματά τους. Αντιθέτως, πρέπει να επωφεληθούμε από την εμπειρία τους. Όλα είναι ρευστά… Το μόνο βέβαιο είναι ότι το βιβλίο ζει μία «επανάσταση», το ίδιο σημαντική με την εφεύρεση της τυπογραφίας από τον Γουτεμβέργιο, το 1468. δεν πρέπει να χαθεί το ραντεβού… Το βιβλίο γυρίζει με μεγάλη ταχύτητα τις σελίδες του δικού του βιβλίου Ιστορίας.»
Το μόνο που θα ήθελα να πω τελειώνοντας είναι ότι το ηλεκτρονικό βιβλίο είναι σαν το σφυρί του Φειδία. Στα χέρια του αποτέλεσε ένα μοναδικό εργαλείο δημιουργίας, στα χέρια κάποιου άλλου μπορεί να γίνει φονικό όπλο. Είναι στο χέρι μας, λοιπόν, να αποφασίσουμε ποια θα είναι η χρήση του ηλεκτρονικού βιβλίου και ποιες αλλαγές θα επιφέρει – προς το καλύτερο, ελπίζω – στην εκπαιδευτική διαδικασία και στη σχέση μας με την ανάγνωση.