Η ανασκαφή στην αγορά της αρχαίας πόλης

H ανασκαφή του Πανεπιστημίου Αθηνών στην Παλαιόπολη συνεχίστηκε με επιτυχία και το 2013, αποκαλύπτοντας νέους χώρους στην έκταση της αγοράς της αρχαίας πόλης, που όπως είναι γνωστό αποτέλεσε την κύρια πόλη και πρωτεύουσα του νησιού περίπου από το 700 π.Χ. έως τις αρχές του 7ου αι. μ.Χ. Το έργο χρηματοδοτήθηκε κυρίως από το Ίδρυμα Δημητρίου και Λιλίκας Μωραΐτη, καθώς και το Υπουργείο Ναυτιλίας και με μικρό ποσό από το Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Στις εργασίες συμμετείχαν 23 άτομα, αρχαιολόγοι-συνεργάτες του προγράμματος, ένας συντηρητής, καθώς και μεταπτυχιακοί και προπτυχιακοί φοιτητές του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Με τη μελέτη των χριστιανικών ναών ασχολήθηκε ο ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Ν. Γκιολές. Η ανασκαφή δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί χωρίς τον ενθουσιασμό και τη βοήθεια κατοίκων της Παλαιόπολης, της Αγ. Ελεούσας, του Απροβάτου και του Μπατσιού, που με μεγάλη προθυμία συνέβαλαν στην επιτυχή έκβαση του έργου. Ο αρχιτέκτων κ. Ζ. Πιττακίδης σχεδίασε τα ευρήματα.

Οι φοιτητές, που έμειναν σε δωμάτια στο χωριό, εκπαιδεύθηκαν από τη διευθύντρια της ανασκαφής, καθηγήτρια Λ. Παλαιοκρασσά-Κόπιτσα και τους συνεργάτες της, στην τεχνική της ανασκαφής (εικ. 1-3) και διδάχθηκαν ζητήματα της αρχαιολογίας που σχετίζονται με τα ευρήματα της ανασκαφής, όπως την κεραμική (τοπική και εισηγμένη) (εικ. 4), τη γλυπτική (κυρίως ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων), την ιστορία του τοπίου της αρχαίας πόλης και γενικότερα την ιστορία του νησιού. Οι φοιτητές είχαν επίσης την ευκαιρία να ξεναγηθούν σε αρχαιολογικούς χώρους του νησιού και στα Μουσεία στην Παλαιόπολη και τη Χώρα. Παράλληλα ομάδα μεταπτυχιακών φοιτητών ασχολήθηκε με την καταγραφή και μελέτη των ευρημάτων στο Αρχαιολογικό Μουσείο στη Χώρα.

Τα αποτελέσματα της ανασκαφής ήταν ιδιαίτερα σημαντικά. Η έρευνα αφενός διαφώτισε προβλήματα των κτηρίων της αγοράς που έχουν ανασκαφεί έως σήμερα και επιβεβαίωσε παλαιότερες υποθέσεις μας για ζητήματα του χώρου, αφετέρου αποκάλυψε το σωζόμενο μέρος μιας μνημειακής κρήνης που είχε αρχίσει να αποκαλύπτεται το 2011, καθιστώντας σαφή τη μορφή της.

Η εικόνα που έχουμε για τη μορφή του πολιτικού και οικονομικού κέντρου της αρχαίας πόλης, εκεί όπου κτυπούσε η καρδιά της, είναι πια σαφής. Η οργάνωση του χώρου της, όπως άλλωστε και όλης της πόλης, υπαγορεύθηκε από τη φυσική διαμόρφωση του απότομου επικλινούς εδάφους, που επέβαλλε την κλιμάκωσή του σε αιμασιές, χαρακτηριστικό και των σημερινών χωριών του νησιού.

Τα αρχαιότερα ευρήματα από την περιοχή ανάγονται στην Πρώιμη Eποχή του Χαλκού (3000-1900). Ο χώρος φαίνεται ότι οργανώθηκε περισσότερο στους ύστερους γεωμετρικούς-πρώιμους αρχαϊκούς χρόνους (περίπου 750-650 π.Χ.), όπως διαπιστώνεται από την κεραμική και τα λίθινα εργαλεία που βρέθηκαν. Τότε πιστεύεται ότι ιδρύθηκε η πόλη, περί το 700 π.Χ., όταν μετοίκησαν εκεί οι κάτοικοι των γεωμετρικών οικισμών του νησιού, όπως αυτών που αποκαλύφθηκαν στη Ζαγορά και την Υψηλή. Τη συστηματική οργάνωση του χώρου μαρτυρά η διαμόρφωση του λιμανιού ακριβώς μπροστά στην αγορά, με την κατασκευή ισχυρών λιμενικών έργων στο βορειοδυτικό τμήμα της ακτογραμμής έως τις εκβολές του χειμάρρου, που διασχίζει την πλαγιά (εικ. 5). Στα έργα αυτά διαπιστώθηκαν τρεις τουλάχιστον φάσεις, που αντιστοιχούσαν σε μεταβολές της στάθμης της θάλασσας, στις οποίες οφείλεται και η κάλυψη των αρχαίων καταλοίπων σήμερα από τη θάλασσα. Η αρχαιότερη φάση των λιμενικών κατασκευών χρονολογείται μάλλον σε μια από τις περιόδους ακμής της πόλης, στα τέλη του 6ου ή τις αρχές του 5ου αι. π.Χ. Οι κατασκευές αυτές ενισχύθηκαν στον 4ο αι. π.Χ. με την οικοδόμηση του τείχους της πόλης, καθώς εκεί κατέληγαν τα δύο σκέλη του.

Τα οικοδομικά κατάλοιπα που έχουν αποκαλυφθεί στο χώρο της αγοράς εκτείνονται σε δύο άνδηρα (αιμασιές, εικ. 5 και 6), με υψομετρική διαφορά περίπου 4μ.

Στο άνω άνδηρο (εικ. 6) αποκαλύφθηκαν τμήματα παλαιότερων κτηρίων και τρεις πλακόστρωτοι δρόμοι, του 4ου και 3ου αι. π.Χ. Τα κτήρια αυτά διαδέχθηκε κτήριο με περίστυλη αυλή στο εσωτερικό και μνημειακό πρόπυλο των αρχών του 2ου αι. π.Χ. Την ίδια εποχή κτίστηκε και μια στοά δίπλα στο κτήριο, μήκους 50 μ. Τα κτήρια αυτά στέγαζαν εργαστήριο μεταλλοτεχνίας και εμπορικές δραστηριότητες, π.χ. αγορά κρεάτων και ψαριών. Στο κάτω άνδηρο αποκαλύπτεται μια ακόμη στοά και ένας πλακόστρωτος δρόμος, που διερχόταν μπροστά της. Η στοά διέθετε στο εσωτερικό της μια μνημειακή κρήνη (εικ. 7-9), όπως προαναφέρθηκε, της οποίας οι  τοίχοι είχαν επιχρισθεί με ειδικό κονίαμα, χρωματισμένο με γαλαζοπράσινο χρώμα. Ο λέκτωρ του Τμήματος Συντήρησης Αρχαιοτήτων και Έργων Τέχνης του ΤΕΙ Αθηνών, κ. Αλ. Στεφανής, ανέλυσε τα κονιάματα αυτά και επιβεβαίωσε την υπόθεσή μας ότι ο χώρος αυτός στέγαζε μια πολυτελή κρήνη.

Η οικοδόμηση των κτηρίων αυτών πιστεύουμε ότι πρέπει να σχετισθεί με την ανοικοδόμηση της αγοράς μετά την άλωση της πόλης το 199 π.Χ. από τις συμμαχικές δυνάμεις της Ρώμης και του Περγάμου, μετά την οποία το νησί παραχωρήθηκε στο βασιλέα του Περγάμου Άτταλο Α΄. Η επίδραση της περγαμηνής αρχιτεκτονικής στα κτήρια της εποχής αυτής διαπιστώνεται στη σχεδίασή τους και στις οικοδομικές τεχνικές.

Στους παλαιοχριστιανικούς χρόνους, επάνω στα προαναφερθέντα κτήρια κτίστηκαν στο άνω άνδηρο κτήριο, του τέλους του 3ου ή των αρχών του 4ου αι. μ.Χ., παρόμοιο με το κτήριο με την περίστυλη αυλή. Στο κάτω άνδηρο η στοά και ο δρόμος καλύφθηκαν στο δεύτερο μισό του 5ου αι. μ.Χ. από χριστιανικό ναό (τρίκλιτη βασιλική), πλάτους  μ., ο οποίος έχει αποκαλυφθεί σε μήκος 24 μ. (εικ. 10). Ο ναός, μάλλον μητροπολιτικός, έφερε πλούσιο γλυπτό διάκοσμο και ψηφιδωτό δάπεδο, όπου αναγράφονταν και τα ονόματα των χορηγών του, του διάκονου Ευφρόσυνου και της συζύγου του Μαρίας. Την καταστροφή του από σεισμό, ίσως το 552 μ.Χ., ακολούθησε η οικοδόμηση μικρότερου ναού στο κεντρικό κλίτος της κατεστραμμένης βασιλικής.

Στα κινητά ευρήματα της περσινής χρονιάς περιλαμβάνονται θραύσματα επιγραφών, γλυπτών, αρχιτεκτονικών μελών της βασιλικής και πήλινων ειδωλίων, μαρμάρινες τράπεζες, που χρησιμοποιούνταν στα καταστήματα της αγοράς (εικ.. 11), πλήθος θραυσμάτων από πήλινα αγγεία (εικ. 12), λίθινα εργαλεία, διάφορα μετάλλινα αντικείμενα, καθώς και νομίσματα, που χρονολογούνται από τον 8ο αι. π.Χ. έως τις αρχές του 7ου αι. μ.Χ.

Πλήγμα για την πορεία του έργου, τη συστηματική συντήρηση των κτηρίων και την ανάδειξη του χώρου της αγοράς ως επισκέψιμου αποτέλεσε απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, προκληθείσα από σύλλογο της Σύρου (!), που απαγορεύει τη διάνοιξη εργοταξιακού δρόμου προς το χώρο. Δυστυχώς η απόφαση αυτή όχι μόνο δεν συμβάλλει στην προστασία των αρχαιοτήτων, αλλά τις καταδικάζει σε αφάνεια, απομόνωση και βαθμιαία καταστροφή και επιπλέον στερεί από το χώρο  κάθε δυνατότητα ανάδειξης. Ελπίζουμε ότι οι αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου Πολιτισμού, με τις οποίες σήμερα έχουμε άριστη συνεργασία, θα μπορέσουν να βρουν κάποια λύση προς όφελος των αρχαιοτήτων αλλά και της τοπικής κοινωνίας.

Πρέπει τέλος, και από αυτή τη θέση, να ευχαριστήσουμε για τη συμπαράσταση και  βοήθειά τους στο έργο το Ίδρυμα Δημητρίου και Λιλίκας Μωραΐτη, το Υπουργείο Ναυτιλίας, το Δήμο Άνδρου και το Σύλλογο των Απανταχού Παλαιοπολιανών «Ο Ερμής» και ειδικότερα τον Πρόεδρό του, κ. Θ. Φιλιππίδη.

Λυδία Παλαιοκρασσά Καθηγήτρια Άρχαιολογίας Π.Α.

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ

Η andriakipress.gr δημοσιεύει κάθε σχόλιο το οποίο είναι σχετικό με το θέμα. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι υιοθετεί τις απόψεις αυτές. Διατηρεί το δικαίωμα να μην δημοσιεύει συκοφαντικά, υβριστικά, ρατσιστικά ή άλλα σχόλια που προτρέπουν σε άσκηση βίας. Επίσης, σχόλια σε greeklish και κεφαλαία δεν θα δημοσιεύονται, ενώ η andriakipress.gr, όταν και όπου κρίνει, θα συμμετέχει στον διάλογο.

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.