«Απόψε, ονειρεύτηκα πώς κρύωνα, κι ήρθες εσύ και μού είπες: Πώς είναι δυνατόν να κρυώνεις, αφού σ αγαπώ; Και τότε ξύπνησα και εσύ έλειπες και έξω χιόνιζε, μια λύπη λευκή».
Βαγγέλης, Φίλος
Το διάλεξα, επειδή είναι λιτό και δένει πολύ όμορφα, με την αγάπη που μου χάρισες, αυτά τα 38 χρόνια, της κοινής μας ζωής.
Καλό σου ταξίδι στο Φως, Λεωνίδα μου…
Έφυγες την Παρασκευή το πρωί, ήρεμος, μέσα στην καταστολή σου, φροντισμένος, από τους ακούραστους «εργάτες της εντατικής», γιατρούς και νοσηλευτές.
Έφυγες, θέλω να πιστεύω, ευτυχισμένος, για τα πολλά που μας έδωσες, όλα αυτά τα χρόνια, που σε είχαμε κοντά μας.
Ήταν πολλές οι φορές, που θυσίασες τα «θέλω» σου, στων παιδιών μας και στα δικά μου, και νοιώθω ότι έφυγες πλήρης, επειδή η θυσία πονάει, αλλά λαμπρύνει την ψυχή, την μεταλλάσσει.
Το όνειρο βγήκε, αλλά όχι όπως θα θέλαμε εμείς. Βγήκε όπως έπρεπε. Ήσουν νέος, υγιής, χαρούμενος. Γι’ αυτόν τον κόσμο; Όχι βέβαια. Για τον άλλον, τον Φωτεινό, τον Υπέροχο, που εσύ, είχες ήδη αρχίσει να βλέπεις. Και μείναμε πίσω εμείς, να κοιτάμε την κενή θέση και να πονάμε…
Μας έδωσες πολλά και ίσως, σου δώσαμε λιγότερα απ’ ό,τι περίμενες, όχι επειδή δεν το άξιζες, αλλά επειδή δεν είχαμε για να σε φτάσουμε.
Η αυθεντικότητα της ψυχής σου, φαινόταν από την παιδικότητα που έβγαζες. Και ο θυμός σου, ήταν και αυτός, σαν του μικρού παιδιού, που του πήραν το παιχνίδι του.
Και τώρα, ξυπνώ, κάθε βράδυ, την ώρα που …φεύγεις για το μαγαζί, και μετά, είναι δύσκολο να κοιμηθώ, αλλά δεν πρόκειται να αλλάξει κάτι. Μέχρι να συναντηθούμε πάλι, σε μια άλλη διάσταση, δεν θα έχω τη ζεστή αγκαλιά σου, να χωθώ, για να με παρηγορήσεις, να με σκεπάσεις, να μου δώσεις.
Το καλοκαίρι, στην Άνδρο, καθισμένος στο παράθυρο του σπιτιού μας, και κοιτώντας με τα κιάλια, στο λιμάνι, βούρκωσες, και όταν σε ρώτησα «γιατί», μου είπες, ότι αν ό μη γένοιτο, πάθω κάτι, δεν θα ξαναέρθεις στην Άνδρο, επειδή ένοιωθες, ότι ήσουν η αιτία, που την στερήθηκα.
Ναι καλέ μου, την στερήθηκα. Ζώντας όμως, μαζί σου, τόσα χρόνια, απήλαυσα κάτι ακριβότερο από την Άνδρο. Την αίσθηση, του να σε αγαπά κάποιος, περισσότερο από τον εαυτό του. Με τί θα μπορούσε να συγκριθεί, άραγε αυτό;
Έχω δίπλα μου, τα τρία καλά παιδιά μας. Και η Μαρία μας, παιδί μας είναι. Τους συγγενείς, τους φίλους, τους λατρεμένους σου συμμαθητές. Όμως εσύ, δεν είσαι πια εδώ. Όχι, ως φυσική παρουσία, τουλάχιστον. Μέχρι να φύγεις τελείως, νοιώθω την αύρα σου γύρω μου και μετριάζεται ο πόνος. Σου μιλώ και μισιάζεται η απώλεια.
Ξέρω ότι δεν μπορώ να γυρίσω τον χρόνο πίσω. Όμως, στο «καλό σου ταξείδι», μέσα στον σάκο, έχεις σίγουρα, ακριβό φορτίο, την αγάπη μας, επειδή μάς ήσουν πολύτιμος, την ευγνωμοσύνη μας, για την παρακαταθήκη, που μας άφησες, τα καλά λόγια, των ανθρώπων που σε γνώρισαν, τα βουρκωμένα μάτια, όλων όσων μπαινοβγαίνουν στο μαγαζί μας, και ζουν στην ίδια γειτονιά με εμάς, όλα αυτά τα χρόνια.
Ήταν μεγάλη ευλογία, που ήρθες στη ζωή μου. Να το πεις στον Θεό, ότι το έχω καταλάβει και κατευθύνω την προσευχή μου, ως θυμίαμα, ενώπιόν Του.
Ώρα σου καλή, Λεωνίδα μου, και καλή απαντοχή, όταν έρθει η ευλογημένη ώρα!
Ανδριάνα Ρεμούνδου