Στη νέα ατομική του έκθεση «SPAΤIAL MEMORY», ο Γιώργος Σαλταφέρος μετακινείται αθόρυβα από τις νυχτερινές αποδομούμενες αστικές πυκνώσεις της Αθήνας και τους τυφλούς όγκους των κοιμισμένων πλοίων στις ακίνητες, σκοτεινές δεξαμενές νερού του Περάματος, σύροντας απαλά το βλέμμα της μνήμης στο διαθλούμενο υπαινικτικό φως των καφενείων του κόσμου και της ζωής του.
Στο Καφέ Volver και στο Lorenzini, στο Einstein, στο Σκουφάκι και στο Platform, στο Café des Αrts, στο Florian και στο Palette, ο ακίνητος χρόνος αμβλύνεται στο διηνεκές.
Αυτή ακριβώς η στιγμή, θα μπορούσε να είναι εδώ.
Αυτή ακριβώς τη στιγμή, θα μπορούσα να είμαι κι εγώ.
Θα μπορούσαμε να είμαστε καθισμένοι μαζί.
Θα μπορούσα να φύγω.
Θα μπορούσα να μείνω.
Θα μπορούσα να πιω άλλον έναν καφέ.
Θα μπορούσα να επινοήσω ένα ποίημα.
Θα μπορούσα να γράψω ένα βιβλίο. Θα μπορούσα να κλάψω.
Θα μπορούσες να ζωγραφίσεις.
Οι σκιές και τα φωτεινά ξέφωτα, το στιλπνό κροτάλισμα των λευκών φλιτζανιών και η αργή ανάδευση των γεωμετρικών κύβων της ζάχαρης στο πικρό σκούρο, η ιεροτελεστία του τσαγιού και η επίγευση της ζεστής σοκολάτας, οι κοινόχρηστες εφημερίδες, τα αγαπημένα βιβλία και η διακριτική ευωδιά των ημιθανών μπουκέτων στα βάζα, τα φθαρμένα ερυθρά βελούδα της Βέρνης και οι καμπύλες πράσινες πλέξεις στις ράχες των παρισινών καθισμάτων, τα πλήκτρα του βενετσιάνικου απογευματινού πιάνου και οι συγχορδίες των ανθρώπινων φθόγγων, τα αυθάδη πορτοκαλί, τα κρίνα και τα μωσαϊκά της Αθήνας, κεντούν τη ρυθμολογία ενός απέριττου ξανακερδισμένου χρόνου που θωπεύει την ωραιότητα των στιγμών και περιθάλπτει την απαλή μουσική τους.
Τα αγαπημένα μελαγχολικά καφέ του παντοτινού, τρόπαια φοιτητικών χρόνων, τακτών επιστροφών και ενδοσκοπικών παύσεων στη Βέρνη, τη Ζυρίχη και τη Βασιλεία, το Βερολίνο και το Munster, τη Βενετία, τη Βουργουνδία και το Παρίσι, κι ανάμεσά τους, τα ελληνικά διαστήματα σκόρπιας φωτεινής ζωγραφικής ύλης και σχόλης στα καφενεία της γενέθλιας Άνδρου, στα απογευματινά μπαλκόνια της Μυκόνου και στις τραπεζαρίες της επόμενης μέρας μιας ιδιωτικής και απόκρυφης Αθήνας, τρέπονται σε μικρούς πυκνούς χάρτινους υδατογραφημένους κάμπους με λιγοστά αφηγηματικά χαρακτηριστικά που συνοψίζουν τις τρυφερές εσότητες και τα αθέατα αναμνηστικά ενός μοναχικού οδοιπορικού σπάνιας ποιητικής και αυτογνωσίας.
Η σπάνια ποιότητα της ζωγραφικής του Σαλταφέρου, διαφεύγοντας τώρα από τον ελληνικό χωροχρόνο, ανασκάπτει και ανασυνθέτει τις στέρεες προφανείς και αφανείς ευρωπαϊκές καταβολές της.
Αναζητώντας το εναιωρούμενο πνεύμα των δικών του καιρών και ιχνογραφώντας τα χνώτα της δικής του ακατάγραφης μνήμης, ανασυντάσσοντας σιωπηλές διαδρομές τραίνων σε χαμηλά βαρομετρικά και ανακαλώντας μικρά πρωινά και ευεργετικά μελαγχολικά απογεύματα σε μητροπολιτικά καφέ όπου οι θαμώνες διασταυρώνονται, συναντώνται ή συνυπάρχουν ανακουφιστικά αμίλητοι, ο ζωγράφος αμβλύνει τα τρέχοντα γεωγραφικά του όρια, εισέρχεται σε περιρρέοντες μικρούς ορίζοντες στιγμών και ωρών, εντυπώσεων και σημειώσεων, αναπάντεχων συνευρέσεων και προδιαγεγραμμένων αποχωρήσεων.
Ίρις Κρητικού
Καλλιτεχνική Διεύθυνση: Γιώργος Τζάνερης