Της Αθηνάς Α. Παλαιοκρασσά
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Στα τέλη του 1939 ένας Στενιώτης καπετάνιος ετοιμάζεται για το μπάρκο του. Ο Δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος τον προλαβαίνει μέσα στο φορτηγό πλοίο ΣΤΑΜΑΤΙΟΣ Γ. ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ, του οποίου ο τορπιλισμός από το γερμανικό καταδρομικό ΚΟΡΜΟΡΑΝ, τον καταδικάζει σε ένα τετράμηνο ταξίδι αιχμαλωσίας, που θα τον οδηγήσει τελικά στο χαμό του.
Η ιστορία του μία από τις πολλές για την εποχή εκείνη, ξεδιπλώνει σε μας τη σκληρότητα του πολέμου, την ανατροπή της καθημερινότητας των ανθρώπων και αποτελεί ένα μνημόσυνο για όλους εκείνους τους δικούς μας ναυτικούς που δεν έκαναν ποτέ το ταξίδι της επιστροφής.
ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΜΠΑΡΚΟ
Ο παππούς μου, Μιχάλης Παλαιοκρασσάς, γεννήθηκε στις Στενιές το 1895. Ήταν ο πρώτος γιος του Νικολού Παλαιοκρασσά, γνωστού ως Μπουλάκα, και της Κατίγκως Σαρρή.
Καπετάνιος στο επάγγελμα, παντρεύτηκε την Αθηνά Κουτσούκου και απέκτησε μαζί της τέσσερα παιδιά. Τον Νικολό, την Ερηνούλα, την Κατίνα και τον πατέρα μου τον Αντρίκο.
Το Σεπτέμβρη του 1939, ετοιμάζεται για μπάρκο, το τελευταίο που του΄ μελλε να κάνει, με το καινούργιο βαπόρι της εταιρείας του Εμπειρίκου, το ΣΤΑΜΑΤΙΟΣ Γ. ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ. Τα σύννεφα του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου, έχουν αρχίσει και απλώνονται στην Ευρώπη. Η γιαγιά μου ανησυχεί για το φευγιό του, «Μιχάλη που μ’ αφήνεις, με τέσσερα μικρά παιδιά;» Του λέει. Εκείνος την καθησυχάζει και την διαβεβαιώνει πως μόλις τα πράγματα γίνουν επικίνδυνα, θα επιστρέψει. Δεν επέστρεψε ποτέ. Όπως δεν επέστρεψαν εκατοντάδες χωριανοί, Ανδριώτες και Έλληνες ναυτικοί, που οι ιστορίες τους είναι παρόμοιες με αυτήν που θα σας διηγηθώ, και οι οποίοι τίμησαν το επάγγελμα του ναυτικού, και εμάς, με την βαριά κληρονομιά της προσφοράς τους στην πατρίδα!
Στις 29 Ιουνίου του 1941, επιταγμένο από τις συμμαχικές δυνάμεις, το φορτηγό πλοίο ΣΤΑΜΑΤΙΟΣ Γ. ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ ετοιμάζεται για ταξίδι από Νέα Υόρκη – Μομπάσα. Το φορτίο του αποτελείται από φορτηγά αυτοκίνητα, ιματισμό και φάρμακα, που προορίζονται όλα για τον συμμαχικό στρατό της Μέσης Ανατολής.
Γνωρίζοντας ο Καπετάνιος την επικινδυνότητα του ταξιδιού, και σε συνεννόηση με το γραφείο, ανακοινώνει στο πλήρωμα, ότι στο βαπόρι μπορεί να παραμείνει μονάχα όποιος θελήσει. Ο ίδιος έχει επιλέξει να μείνει, μια που ο αντικαταστάτης του στη Νέα Υόρκη, (Στενιώτης κι αυτός, που δυστυχώς το όνομά του δεν το θυμάμαι), αρνείται να τον σκαντζάρει. Η διαίσθηση του λειτουργεί άριστα και μάλιστα του λέει χαρακτηριστικά: «Εγώ Μιχάλη δεν ανεβαίνω σ’αυτό το βαπόρι, το βλέπω μαύρο σαν το Χάρο» και δεν θέλει, όντας Καπετάνιος εμπιστοσύνης, να φέρει την εταιρεία σε δύσκολη θέση.
Με αλλαγμένο σχεδόν όλο του το πλήρωμα, το Σταμάτιος ξεκινά για Μομπάσα, όπου φτάνει στις 26 Αυγούστου και ξεφορτώνει.
Περιμένοντας για καινούργιο ναύλο, παίρνει διαταγή και φεύγει στις 16 Σεπτεμβρίου από τη Μομπάσα, με προορισμό το Κολόμπο όπου εκεί θα κάνει ανθράκευση (ανεφοδιασμό δηλαδή με κάρβουνο) και θα περιμένει να λάβει νέες οδηγίες. Ξεκινώντας, δίνει ημερονηνία άφιξης στο σταθμό του Κολόμπο τις 29 Σεπτεμβρίου.
ΚΟΡΜΟΡΑΝ
Στις 23 όμως του μήνα, στις δέκα και μισή το βράδυ εντοπίζεται από το γερμανικό καταδρομικό ΚΟΡΜΟΡΑΝ να πλέει με τα φώτα αναμένα.
Το γεγονός αυτό κινεί το ενδιαφέρον του γερμανού Καπετάνιου, το όνομά του είναι Θίοντορ Ντέτμερ, ο οποίος θεωρεί πιθανότερο να πρόκειται για κάποιο πλοίο ουδέτερης ζώνης, αποφασίζει όμως, να το ερευνήσει, έτσι κι αλλιώς, από κοντά.
Τα γερμανικά αυτά πειρατικά-καταδρομικά ήταν ο φόβος και ο τρόμος των εμπορικών πλοίων κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου. Ήταν πλοία μετασκευασμένα από φορτηγά σε πολεμικά, με μεγάλες για την εποχή ταχύτητες, με πολύ βαρύ οπλισμό, ακόμα και με δύο αεροπλάνα. Οι ικανότητές τους ήταν τέτοιες που έπειτα από ναυμαχία το ΚΟΡΜΟΡΑΝ κατόρθωσε και βούλιαξε την ναυαρχίδα του πολεμικού ναυτικού της Αυστραλίας το «ΣΥΔΝΕΥ». Σημεία δράσης τους ήταν κυρίως ο Ατλαντικός και Ειρηνικός ωκεανός. Βρίσκονταν πάντα καμουφλαρισμένα σε εμπορικά ουδέτερης ζώνης ή και συμμαχικά, με κύριο σκοπό τους να εμποδίζουν τα πλοία να μεταφέρουν υλικά ανεφοδιασμού στις συμμαχικές δυνάμεις.
Έτσι και τώρα το ΚΟΡΜΟΡΑΝ, έχει λοιπόν καμουφλαριστεί σε συμμαχικών δυνάμεων πλοίο, και του επιτρέπεται γι’αυτό, η ανενόχλητη προσέγγιση.
Στις έντεκα και δέκα τη νύχτα και αφού το ΣΤΑΜΑΤΙΟΣ είναι πλέον αρκετά κοντά, ο Ντέτμερ διατάζει την αποκάλυψη της ταυτότητας του καταδρομικού και κάνοντας συνιάλο με τη λάμπα ζητάει να μάθει από το βαπόρι την ταυτότητά του.
Εκείνο απαντά δίνοντας το όνομά του «ελληνικό φορτηγό ΣΤΑΜΑΤΙΟΣ Γ. ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ».
Ξανακάνει συνιάλο, αυτή τη φορά δίνοντας την εντολή ΣΤΟΠ (ΣΤΑΜΑΤΑ)! Το πλοίο όμως δεν σταματάει κι έτσι φτάνει η πιο απειλητική εντολή «ή ΣΤΑΜΑΤΑΣ ή ΡΙΧΝΩ»! Με ένα άλλο σήμα που ακολουθεί ενημερώνει ότι στέλνει βάρκα προς αυτό.
Στη βάρκα μέσα, εκτός από τους γερμανούς στρατιώτες, βρίσκεται και ο ίδιος ο Ντέτμερ. Πρόκειται για έναν από τους πιο ικανούς πλοιάρχους του γερμανικού άξονα, τιμημένος με τον Σιδηρούν Σταυρό πρώτης κατηγορίας.
Στο ΣΤΑΜΑΤΙΟΣ μέσα, ο καπτα-Μιχάλης, πιστεύει προφανώς, πως πρόκειται για κάποιο συμμαχικό πλοίο, πιθανόν βρετανικό, κι επειδή του έχει ξανασυμβεί, ετοιμάζεται να δεχτεί το πλήρωμα από τη βάρκα χωρίς κάποια ιδιαίτερη ανησυχία ή υποψία.
Στη θέα όμως του Γερμανού αξιωματικού και των στρατιωτών, μένει εμβρόντητος. Πρίν προλάβει να σηκώσει καλά-καλά τα μάτια του, η παγωμένη κάννη του όπλου του στρατιώτη που στέκεται μπροστά του, έχει ήδη κολλήσει στον κρόταφό του. Με την χαρακτηριστική ναζιστική κυνικότητα του ανακοινώνουν ότι πλέον το πλήρωμά του είναι αιχμάλωτοι του γερμανικού στρατού. Το βαπόρι έχει πέσει στα χέρια των εχθρών, χωρίς να πέσει ούτε ένας πυροβολισμός.
Ο Ντέτμερ μένει έκπληκτος με την άριστη κατάσταση στην οποία βρίσκεται το πλοίο. Είναι τεσσάρων περίπου χιλιάδων τόνων, μόλις πέντε χρονών, χτισμένο το 1936 στα ναυπηγεία του Σάντερλαντ στην Αγγλία. Επιθυμεί να το πάρει σαν τρόπαιο στην Ευρώπη για να μεταφέρει νάρκες ή και αιχμαλώτους. Υπάρχει όμως ένα πρόβλημα. Το ΣΤΑΜΑΤΙΟΣ καίει γαιάνθρακα και με μόνο 500 τόνους στις αποθήκες καυσίμων του, μπορεί να ταξιδέψει περίπου για 23 ημέρες. Ο Γερμανός απογοητεύεται. Το βαπόρι του είναι άχρηστο και έτσι απλά αποφασίζει να το βουλιάξει.
Διατάζει το πλήρωμα να κατεβάσει τις βάρκες, φανερώνοντας το σκοπό του. Τρεις βάρκες πέφτουν στη θάλασσα, στη μία υποχρέωνει να μπουν ο Έλληνας Καπετάνιος μαζί με άλλους πέντε και στη δεύτερη και τρίτη το υπόλοιπο πλήρωμα.
Στις μία παρά πέντε, ξημέρωμα της 24ης Σεπτεμβρίου, τέσσερις συνεχόμενες εκρήξεις συγκλονίζουν το Σταμάτιος Γ. Εμπειρίκος και το κάνουν να γείρει παραδομένο σ’ έναν πύρινο όλεθρο. Πληγωμένο το σκαρί αρχίζει σιγά σιγά να βυθίζεται.
Στις μία και δέκα έχει πια χαθεί και το τελευταίο ίχνος του μέσα στην άβυσσο του Ινδικού Ωκεανού.
Το γερμανικό καταδρομικό δίνει διαταγή να ανεβάσουν τη μία βάρκα με τον Έλληνα καπετάνιο και τα πέντε μέλη του πληρώματος. Οι άλλες δύο όμως χάνονται στο σκοτάδι σε μια απέλπιδα προσπάθεια του πληρώματος να ξεφύγουν από τα νύχια του αρπακτικού. Ο Ντέτμερ όμως δεν έχει μάθει να αφήνει πίσω του ίχνη και πιστεύοντας πως οι αξιωματικοί που βρίσκονται στις βάρκες, (γραμματικός, ασυρματιστής και μηχανικός), μπορεί να του φανούν χρήσιμοι, αποφασίζει να τις βρει με κάθε τίμημα.
Καθώς το φορτηγό πλοίο, δεν πρόλαβε να στείλει σήμα κινδύνου με τον ασύρματό του, άθελά του, έδωσε το πλεονέκτημα στο γερμανό να παραμείνει στην περιοχή του ναυαγίου και να κάνει την αναζήτησή του ανενόχλητος. Σε αυτήν εξαπολύει και την από αέρος βοήθεια των δύο αεροσκαφών τύπου ΑΡΑΝΤΟ που διαθέτει, με εντολή μόλις τις βρουν να κάνουν συνιάλο προκειμένου να γίνει η περισυλλογή των αιχμαλώτων.
Πραγματικά στις μία παρά δέκα το μεσημέρι, το αεροσκάφος εντοπίζει τις βάρκες και στέλνει σήμα στο πλοίο για να ξεκινήσει η επιχείρηση της περισυλλογής.
Τώρα και οι υπόλοιποι δεκαέξι έλληνες και δέκα αλλοδαποί βρίσκονται αιχμάλωτοι πάνω στο γερμανικό καταδρομικό.
Τρομοκρατημένοι με τα δόντια τους να κροταλίζουν από το κρύο, κάτωχροι από το φόβο, κρατώντας ακόμα πάνω τους κάποια από τα λιγοστά πράγματά τους, στέκονται μπροστά στο γερμανό αξιωματικό. Δεν μπορούν ακόμα να συλλάβουν με το νου τους αυτό που τους έχει συμβεί.
Ακολουθούν μηχανικά τους στρατιώτες που τους οδηγούν μέσα στο πλοίο χωρίς να μπορούν να καταλάβουν τί τους περιμένει.
Από την ανάκριση που γίνεται στον Έλληνα καπετάνιο και τους υπόλοιπους του πληρώματος, (κάποιοι απ’αυτούς μιλούν πολύ καλά γερμανικά), ο Ντέτμερ προσπαθεί να μάθει τις λεπτομέρειες του ταξιδιού του βαποριού, τον προορισμό και προσπαθεί να αποσπάσει πληροφορίες για τις διαδικασίες πλεύσεις που στέλνει στα φορτηγά το Βρετανικό πολεμικό ναυτικό προκειμένου να αποφύγουν εχθρικές επιδρομές.
Ο Καπτα Μιχάλης αποφεύγει να αποκαλύψει τις καινούργιες διαδικασίες πλεύσης και αναφέρει τις βασικές εντολές που πήρε όταν το πλοίο εξέπλευσε από Μομπάσα. Τους είπε ότι ρώτησε αν στην περιοχή υπάρχουν γερμανικά πειρατικά και πως η απάντηση που πήρε ήταν αρνητική. ΄Ετσι ακολουθώντας τις οδηγίες, ταξίδευε βράδυ με τα φώτα αναμένα, ώστε να μην αποτελεί στόχο για ξαφνικά πυρά, αλλά και να δίνει την εντύπωση ότι πρόκειται για πλοίο ουδέτερης ζώνης. Κάποιες φορές τον είχαν σταματήσει βρετανικά πολεμικά, ζητώντας του να δώσει αναφορά και προφανώς το ίδιο πίστευε ότι συνέβαινε και τώρα. Μόνο που ο Ντέτμερ και το Κόρμοραν αποτελούσαν την εξαίρεση που επιβεβαίωνε τον κανόνα.
Τους οδηγούν, μετά την ανάκριση, όλους στα αμπάρια του καταδρομικού, τα οποία έχουν μετατρέψει σε χώρο κράτησης. Υπάρχουν εκεί και πληρώματα άλλων πλοίων που είχε πριν από το ΣΤΑΜΑΤΙΟΣ αιχμαλωτίσει το ΚΟΡΜΟΡΑΝ. Πρόκειται για Αυστραλούς από το εμπορικό πλοίο ΜΑΡΙΜΠΑ και Γιουγκοσλάβους, από το εμπορικό πλοίο ΒΕΛΕΜΠΙΤ. Βλέποντας τους καινούργιους να μπαίνουν μέσα, τους χαμογελούν θλιμμένα. Είναι όλοι τους σε κακά χάλια, ρακένδυτοι, αξύριστοι, βρώμικοι και κυρίως πεινασμένοι!
Με τα πληρώματα τριών πλοίων στριμωγμένα, περίπου 86 ψυχές, το ΚΟΡΜΟΡΑΝ προχωρεί για ανεφοδιασμό, από το εφοδιαστικό πλοίο ΚΕΛΜΕΡΛΑΝΤ, στο οποίο έχει σκοπό να παραδώσει τους αιχμαλώτους και να τους οδηγήσει με ένα τρίτο πλοίο, μεταγωγικό, στην Ευρώπη και μετά στα γερμανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Ο γερμανός αξιωματικός, δεν ρισκάρει να αφήσει κανέναν από τους ναυαγούς να ξεφύγουν, φοβούμενος, πως θα αποκαλύψουν τον τρόπο που σχεδιάζει τις επιδρομές του στα πλοία.
Σημείο συνάντησης επιλέγεται το «Πόιντ Μάριους». Βρίσκεται έξω από το Κέιπ Λούιν , πίσω από το Πέρθ, στο νοτιοδυτικό άκρο της Αυστραλίας. Πρέπει να πλεύσει Νοτιο-Ανατολικά και να διασχίσει ολόκληρο τον Ινδικό ωκεανό για να φτασει εκεί. Ενημερώνει σαν ημερομηνία άφιξης το πρωί της δέκατης έκτης Οκτωβρίου .
Οι συνθήκες διαβίωσης στο καταδρομικό, δεν είναι καλές αλλά δεν είναι και αφόρητες. Τους παρέχεται σχετική ιατρική φροντίδα, τους επιτρέπεται να βγαίνουν καθημερινά στο κατάστρωμα για να λιάζονται, και κοιμούνται στα αμπάρια κάτω από την κουβέρτα, σε μπράντες . Πότε-πότε τους δίνουν και ψεκάζουν τις κουβέρτες και τα ρούχα τους με ένα εντομοκτόνο για τις ψείρες και τους κοριούς. Το φαγητό όμως είναι ελάχιστο.
Στην προσπάθειά του ο Καπετάνιος του ΣΤΑΜΑΤΙΟΣ να διεκδικήσει περισσότερο ψωμί για το πλήρωμά του, κάνει παράπονα στον γερμανό φύλακα, ότι οι άντρες του πεινούν. Η απάντηση που παίρνει δεν του αφήνει περιθώριο για άλλες διαμαρτυρίες…. «Φρόντισε να τρώνε λοιπόν και το τελευταίο ψίχουλο, γιατί να είσαι σίγουρος πως αν βρώ έστω και ένα πεσμένο κάτω θα σας εκτελέσω όλους την ίδια στιγμή».
Στις 9 Οκτωβρίου, και ξέροντας ότι το ΚΕΛΜΕΡΛΑΝΤ φτάνει περίπου σε τρεις ημέρες, κατευθύνεται, χωρίς περισπασμό, στο καθιερωμένο ραντεβού ανεφοδιασμού, και για πρώτη φορά μετά από δέκα ολόκληρες ημέρες καθυστέρησης, ακούει ο Ντέτμερ στον ασύρματο, το Κολόμπο να καλεί το ΣΤΑΜΑΤΙΟΣ Γ. ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ. Το βαπόρι είναι βέβαια πια χαμένο, κι έτσι δεν δίνεται καμμία απάντηση. Μετά από έξι ώρες ο σταθμός ξανακάνει κλήση στο ΣΤΑΜΑΤΙΟΣ περιμένοντας να του δώσει στίγμα και ημερομηνία άφιξης… αυτό όμως έχει σιωπήσει για πάντα.
Στις δεκαέξι του Οκτώβρη, το ΚΟΡΜΟΡΑΝ έχει φτάσει στον προορισμό του και έχει ήδη δει το ΚΕΛΜΕΡΛΑΝΤ. Μετά από κάποιες προσπάθειες αναγνώρισης, μια και τα δύο έφεραν διαφορετικά ονόματα και σημαίες, τελικά αναγνωρίζονται και ξεκινά η διαδικασία ανεφοδιασμού, η οποία για λόγους ασφαλείας, κρατάει τρεις ημέρες.
Το ΚΟΡΜΟΡΑΝ, μετά το πέρας της πετρέλευσης, παραδίδει στο ΚΕΛΜΕΡΛΑΝΤ 86 συνολικά αιχμαλώτους, με σκοπό να τους παραδώσει και αυτό με τη σειρά του, στο γερμανικό μεταγωγικό ΣΠΡΙΒΑΛΝΤ, με τελικό προορισμό το Μπορντό της Γαλλίας.
Στην κουβέρτα του καταδρομικού στέκεται ο Ντέτμερ και παρακολουθεί την «παράδοση» των αιχμαλώτων. Την ώρα που φεύγουν από το βαπόρι ο Αυστραλός με τον Έλληνα καπετάνιο τους χαιρετά στρατιωτικά. “Κύριοι ήταν τιμή μου που σας γνώρισα, τους λέει. Μακάρι η γνωριμία μας να είχε γίνει κάτω από τελείως διαφορετικές συνθήκες!”
ΚΕΛΜΕΡΛΑΝΤ
Κι έτσι το πλήρωμα του ΣΤΑΜΑΤΙΟΣ μαζί με τα πληρώματα των άλλων δύο φορτηγών, έπειτα από εικοσιπέντε περίπου ημέρες παραμονής στο καταδρομικό επιβιβάζονται στο επόμενο βαπόρι το εφοδιαστικό ΚΕΛΜΕΡΛΑΝΤ.
Στις είκοσι τέσσερις του Οκτώβρη, ξεκινά το δεύτερο βασανιστικό ταξίδι τους με προορισμό ένα σημείο συνάντησης στη θάλασσα, με κωδικό όνομα ΜΠΑΛΜΠΟ, όπου εκεί θα περιμένει το ΣΠΡΙΒΑΛΝΤ, γύρω στις δεκαεπτά του Νοέμβρη, προκειμένου να παραλάβει και να οδηγήσει στην Ευρώπη τους άτυχους ναυτικούς.
Οι συνθήκες διαβίωσης των αιχμαλώτων στο εφοδιαστικό είναι άθλιες. Είναι στιβαγμένοι όλοι στο αμπάρι, όπου το έχουν διαμορφώσει σε κελιά, χρησιμοποιώντας ξύλινα διαχωριστικά. Η αλήθεια είναι πως περισσότερο μοιάζουν με κλουβιά και οι ίδιοι αισθάνονται σαν τα ζώα που οδηγούνται στη σφαγή. Αυτό όμως που τους παραξενεύει, είναι ότι τα βράδυα κάποια χέρια, τους πετούν με τις φούχτες τσιγάρα κι αρχίζουν να αισθάνονται πως ίσως τελικά και να υπάρχει κάποια ελπίδα σωτηρίας.
Αρχίζουν να συζητούν, όλοι μαζί, αυστραλοί και έλληνες, τρόπους να καταλάβουν το βαπόρι, θεωρώντας πως στο πλήρωμα μέσα του γερμανικού εφοδιαστικού, υπάρχουν πιθανόν κάποιοι αντί-χιτλερικοί που ενδεχομένως να τους στηρίξουν σ’ένα τέτοιο εγχείρημα. Αυτό που δεν μπορούν να σκεφτούν, είναι πως πάντα μέσα στους πολλούς, υπάρχουν και τα λεγόμενα «καρφιά». Ένας Λεττονός και ένας Νορβηγός, ναύτες του ΣΤΑΜΑΤΙΟΣ Γ. ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ από αυτούς που επιβιβάστηκαν στο λιμάνι της Νέας Υόρκης, προκειμένου να κερδίσουν την εύνοια των γερμανών αξιωματικών, καταδίδουν την συνομωσία των αιχμαλώτων για κατάληψη του πλοίου.
Την επόμενη ημέρα ξεκινά μια σειρά από επίμονες ανακρίσεις, που όμως δεν αποκαλύπτουν τίποτα. Σαν υπαίτιοι και υπεύθυνοι της συνομωσίας κατηγορούνται ο Αυστραλός και ο Έλληνας καπετάνιος και φυλακίζονται σε μία αποθήκη του πλοίου. Από τότε και κάθε μέρα οι αιχμάλωτοι υπόκεινται σε σωματικούς ελέγχους προκειμένου να αποτραπεί τυχόν στασιασμός τους.
Με το ηθικό πια τελείως πεσμένο, πλησιάζουν στο τέλος και του δεύτερου ταξιδιού τους που θα τους οδηγήσει στον τελικό και εφιαλτικότερο προορισμό, τα γερμανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Το μόνο γεγονός που κάπως τους φτιάχνει τη διάθεση, αν μπορεί κανείς να χρησιμοποιήσει αυτή την έκφραση , είναι η ανακοίνωση του Γερμανού πλοιάρχου για τον τορπιλισμό του ΚΟΡΜΟΡΑΝ από αυστραλέζικο πολεμικό καταδρομικό. Το τέλος του γερμανικού πειρατικού, είναι γι’ αυτούς μια ηθική ικανοποίηση ή καλύτερα, «η θεία δίκη».
Στις είκοσι περίπου Νοεμβρίου το ΚΕΛΜΕΡΛΑΝΤ φτάνει στο σημείο συνάντησης ΜΠΑΛΜΠΟ όπου εκεί το περιμένει το ΣΠΡΙΒΑΛΝΤ. Φέρει το όνομα ΤΕΝΓΚΕΝ ΜΑΡΟΥ το οποίο έξω από το Ρίο θα το αλλάξει σε ΝΟΡΒΙΤΖΙΑΝ ΕΛΓΚ. Το ΣΠΡΙΒΑΛΝΤ είχε αποπλεύσει από την Ιαπωνία στις 21 Οκτωβρίου, έπειτα από οδηγίες , προκειμένου να μεταφέρει στη Γαλλία τους αιχμάλωτους του ΚΟΡΜΟΡΑΝ.
ΣΠΡΙΒΑΛΝΤ
Η συνάντηση στέφεται με επιτυχία, και το μεταγωγικό, ξεκινάει το μακρύ ταξίδι του γυρισμού στην Ευρώπη.
Οι αιχμάλωτοι τοποθετούνται στο Νο.3 αμπάρι, όπου παραδόξως υπάρχουν ανθρώπινες συνθήκες διαβίωσης.
Είναι σχετικά καθαρά, υπάρχουν έτοιμες μπράντες, σαπούνι, οδοντόβουρτσες και ξυριστικά. Αυτό βέβαια δεν οφείλεται στην καλή διάθεση των γερμανών. Το ΣΠΡΙΒΑΛΝΤ θα περάσει αναγκαστικά από ελεγχόμενες ζώνες και πρέπει, στην περίπτωση που πέσει στα χέρια των συμμάχων, να βρεθούν οι αιχμάλωτοι σε καλή κατάσταση προκειμένου να μην υποστούν αντίποινα.
Το ταξίδι τους, αργό και βασανιστικό τους έχει τελείως καταβάλλει. Και οι πιο αισιόδοξοι τώρα σωπαίνουν. Φοβούνται, πως ίσως να μην υπάρξει πια ταξίδι επιστροφής στην πατρίδα.
Γράφει στις προσωπικές του αναμνήσεις ο διασωθείς Α’ Μηχανικός του «Σταμάτιος Εμπειρίκος» Νικόλας Λάλας:
«Μέρες, εβδομάδες περνούσαν και εμείς συνεχίζαμε νοτιοανατολικά πορεία με ταχύτητα που δεν υπερέβαινε τα 6 μίλια την ώρα. Στο Νότιο ημισφαίριο ο Δεκέμβρης ήταν καλοκαίρι, αλλά εμείς ήμαστε τόσο χαμηλά προς τον Πόλο, ώστε μέρα με την ημέρα αντιμετωπίζαμε δριμύτερο το κρύο. Όταν ήμαστε κάτω αισθανόμαστε μια μυρωδιά υγρασίας. Εκρυώναμε φοβερά και προσπαθούσαμε στριμωγμένοι δυό δυό να ζεσταθούμε. Ένα πρωί που μας έβγαλαν να πάρουμε αέρα στο κατάστρωμα, είδαμε δεξιά και αριστερά μας, τεράστια παγόβουνα, που με το λίγο φως του ήλιου έκαναν αχνούς ιριδισμούς από το χρυσοκίτρινο ως το ρόζ πάλ. Ένα απ΄ αυτά χωρίς υπερβολή ήταν σαν νησί.
Το πέρασμά μας ανάμεσα στα παγόβουνα βάστηξε δύο μέρες και είχαμε πάντα το φόβο μήπως χτυπήσουμε τη νύχτα σε κανένα παγόβουνο που δεν εξείχε από τη θάλασσα και πνιγούμε σαν ποντικοί στη φάκα καθώς ήμαστε κλεισμένοι στο αμπάρι…
Θα περάσαμε 600 μίλια μακρυά από το Καίηπ Χόρν για να αποφύγουμε ανεπιθύμητες συναντήσεις με πλοία που θα προήρχοντο από την αγγλική βάση των νήσων Φάκλαντ. Σε όλο αυτό το διάστημα πάντα κάναμε τη σκέψη της απελευθερώσεώς μας, όμως τα πράγματα δεν μας εφαίνοντο ευνοικά…».
Λίγες ημέρες πριν τις γιορτές των Χριστουγένων και τις Πρωτοχρονιάς σε ένα πολύ βαρύ και μουντό κλίμα, αναγκάζονται να κηδέψουν τον Αυστραλό θερμαστή του ΜΑΡΙΜΠΑ, ο οποίος πεθαίνει από καρκίνο στον λάρυγγα. Το γεγονός αυτό κάνει τους γερμανούς προληπτικούς. Αρχίζουν να μιλούν μεταξύ τους για κακούς οιωνούς και φοβούνται ότι αυτό αποτελεί σημάδι κακό για ό,τι πρόκειται να συμβεί … και δυστυχώς οι φόβοι τους σύντομα θα βγουν αληθινοί.
ΤΟ ΤΕΛΟΣ
Μετά από 68 ημέρες ταξιδιού, στις 31 Ιανουαρίου του 1942, έξω από τις Αζόρες, το γερμανικό υποβρύχιο U-575 περιμένει το ΣΠΡΙΒΑΛΝΤ να το συναντήσει, σε σημείο με συγκεκριμένες συντεταγμένες, προκειμένου να το συνοδεύσει με ασφάλεια μέχρι το Βισκαϊκό κόλπο.
Για κάποιο λόγο, που κανείς δεν μπορεί να ξέρει, ίσως και εξαιτίας των κακών καιρικών συνθηκών, το μεταγωγικό βρίσκεται εν αγνοία του, εκτός πορείας. Στις τέσσερις παρά δέκα το απόγευμα ένα άλλο γερμανικό υποβρύχιο το U-333 με κυβερνήτη τον Γερμανό Άλι Κρέμερ, εντοπίζει το ΣΠΡΙΒΑΛΝΤ και θεωρώντας το πλοίο των συμμαχικών δυνάμεων, το χτυπά με μία τορπίλη. Αυτό που παρατηρεί, (και ουσιαστικά παραπλανάει τον κυβερνήτη του υποβρυχίου) είναι ότι έχει μπροστά του ένα ασυνόδευτο πλοίο που πραγματοποιεί ελιγμούς. Φτάνοντάς το στα 400 μέτρα, το σημαδεύει ξανά και με μία δεύτερη τορπίλη, στις έξι και μισή κι έχοντας σκοτεινιάσει πια, το βουλιάζει. Δεν καταλαβαίνει ότι είναι το γερμανικό μεταγωγικό ΣΠΡΙΒΑΛΝΤ, καθώς είναι καμουφλαρισμένο με το όνομα ΝΟΡΒΙΤΖΙΑΝ ΕΛΓΚ.
Το ΣΠΡΙΒΑΛΝΤ μετά το πρώτο χτύπημα που δέχεται προλαβαίνει και στέλνει ανοιχτό σήμα κινδύνου με το κωδικό όνομα ΜΠΡΙΤΑΝΙ.
Η πρώτη τορπίλη καταστρέφει όλες τις βάρκες της αριστερής πλευράς και ανοίγει μια τεράστια τρύπα στο νούμερο 3 αμπάρι και στο μηχανοστάσιο. Όλοι όσοι βρίσκονται στο μηχανοστάσιο εκείνη την στιγμή, σκοτώνονται από την έκρηξη και το βαπόρι παίρνει περίπου 40 μοίρες κλήση. Παρ’όλο το πλήγμα, η δεξιά του μηχανή συνεχίζει να δουλεύει.
Mε πολύ άσχημο καιρό, νύχτα, μέσα στην καρδιά του χειμώνα, στον Ατλαντικό Ωκεανό, αιχμάλωτοι και πλήρωμα, αναγκάζονται να εγκαταλείψουν το βαπόρι όπως-όπως. Επικρατεί πανικός.
Ρίχνουν τέσσερις σωστικές βάρκες και κάποιες σχεδίες που απόμειναν όρθιες μετά την έκρηξη και ελπίζουν να μπορέσουν να επιβιβαστούν σ’ αυτές.
Η πρώτη βάρκα σπάει πριν πέσει στη θάλασσα, καθώς η μηχανή ακόμα δουλεύει και το βαπόρι βρίσκεται σε κίνηση.
Στη δεύτερη και τρίτη στριμώχνονται όσοι μπορούν ενώ στην τέταρτη μπαίνουν ο Έλληνας, ο Αυστραλός και ο Γερμανός καπετάνιος μαζί με άλλα είκοσι τρία περίπου άτομα.
Στη βάρκα αυτή, σύμφωνα με τη μαρτυρία πάλι του Α’ Μηχανικού του ΣΤΑΜΑΤΙΟΣ, ζητάει από τον Καπετάνιο να πάει και ο ίδιος, καθώς η δική τους είναι παραφορτωμένη και φοβάται ότι θα τουμπάρει. Ο καπτά Μιχάλης δεν τον αφήνει. “Βάζουμε νερά” του λέει, “να μείνεις εκεί που είσαι. Είσαστε όλοι καλά;” Τον ρωτάει. “Νομίζω πως οι περισσότεροι τα καταφέραμε” του απαντά ο Μηχανικός κι αυτά ήταν τα τελευταία λόγια του Έλληνα καπετάνιου κι η τελευταία φορά που τον είδαν ζωντανό.
Όταν αργότερα ο κυβερνήτης του υποβρυχίου, αντιλαμβάνεται ότι έχει χτυπήσει γερμανικό πλοίο, ξεκινά μαζί με αλλα δύο παρεβρισκόμενα στην περιοχή υποβρύχια μία οργανωμένη επιχείριση διάσωσης των ναυαγών. Καθώς έχει ειδοποιηθεί και το γερμανικό κέντρο επιχειρήσεων, διατάζεται αμέσως και η από αέρος συνδρομή, προκειμένου να περισυλλέξουν όσο το δυνατόν περισσότερους από τους ναυαγούς.
Όσοι στριμώχτηκαν στις δύο βάρκες κατόρθωσαν να προστατευτούν και να επιβιώσουν από το βασανιστικό κρύο που τους μάστιζε επί τρεις περίπου συνεχόμενες ημέρες και νύχτες.
Όσοι ήταν στις σχεδίες πέθαναν σχεδόν όλοι απ’ την παγωνιά, και αυτοί που επιβιβάστηκαν στην τέταρτη βάρκα, την οποία ο γερμανός πλοίαρχος προσπάθησε να κατευθύνει στις Αζόρες, χάθηκαν και δεν βρέθηκαν ποτέ.
Στις 2 Φεβρουαρίου, εντοπίζονται οι δύο βάρκες και κάποιες από τις σχεδίες, με 25 μέλη του πληρώματος του μεταγωγικού και 50 αιχμαλώτους, οι οποίοι και τελικά διασώζονται. Από τους 152 επιβαίνοντες του μεταγωγικού ΣΠΡΙΒΑΛΝΤ χάθηκαν οι 77 .
Από το ΣΤΑΜΑΤΙΟΣ Γ. ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ χάθηκαν πέντε ψυχές, μεταξύ αυτών και ο πλοίαρχος Μιχάλης Παλαιοκρασσάς.
Οι έρευνες για επιζώντες και περισσότερο για την τρίτη βάρκα στην οποία βρισκόταν ο γερμανός πλοίαρχος συνεχίστηκαν και τις επόμενες δύο ημέρες χωρίς όμως κανένα αποτέλεσμα και έτσι στις τέσσερις Φεβρουαρίου, λόγω των πολύ άσχημων καιρικών συνθηκών που επικρατούσαν στην περιοχή, σταμάτησαν.
Οι επιζήσαντες περισυνελλέγησαν από το υποβρύχιο U-333 και στις 8 Φεβρουαρίου του 1942 αποβιβάστηκαν στο Λόριεν.
Από΄ κεί οδηγήθηκαν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης «Μάρλαγκ Μίλαγκ» της Γερμανίας όπου και παρέμειναν μέχρι το πέρας του Β΄παγκοσμίου πολέμου.
Το 1945, όσοι απ’αυτούς επέζησαν, επέστρεψαν στα σπίτια τους, κάνοντας γνωστή της ιστορία τους.
Οι οικογένειες των απολεσθέντων ελλήνων ναυτικών, ειδοποιήθηκαν για το συμβάν το 1945, όπου μέχρι τότε περίμεναν τους δικούς τους ανθρώπους να επιστρέψουν, θεωρώντας, όπως έλεγαν, ότι «τους είχε κλείσει ο πόλεμος».
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Στην οικογένεια του παππού μου, η απώλεια φοβερή, ντύνει όλο του το σπίτι στα μαύρα. Στα μαύρα όμως ντύνεται και ένα ολόκληρο χωριό, καθώς τα νέα για όσους δεν κατόρθωσαν να επιστρέψουν διαδίδονται γρήγορα. Για βδομάδες δεν σταματούν οι καμπάνες να χτυπούν μονά, και η προσμονή κάποιων μετατρέπεται σε θρήνο.
Στον παππού μου απονεμήθηκε «ο χάλκινος σταυρός ναυτικού αγώνα» το 1948 για την προσφορά του στο Ελληνικό Εμπορικό Ναυτικό και την πατρίδα του.
Στα Ελληνικά αρχεία του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας, δυστυχώς, δεν υπάρχει ακόμα και τώρα διαθέσιμη καμία πληροφορία, παρά μόνο επιγραμματικά το όνομα και τα χαρακτηριστικά του βαποριού και η ημερομηνία τορπιλισμού του. Οι περισσότερες πληροφορίες προέρχονται κατά κύριο λόγο, από τα αρχεία του Υπουργείου Αμύνης της Αυστραλίας όπου προς τιμήν τους, έχουν δημιουργήσει ιστοσελίδες με αναφορά σε όλα τα γεγονότα του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, και έχουν στήσει μνημεία για κάθε ένα ξεχωριστά βαπόρι που χάθηκε από εχθρικά πυρά, μαζί με τα ονόματα του πληρώματός του.
Στην Ελλάδα το 1956 δημοσιεύθηκε η ιστορία του ΣΤΑΜΑΤΙΟΣ στα περιοδικά «ΡΟΜΑΝΤΖΟ» και «ΘΗΣΑΥΡΟΣ» με τα αποσπάσματα που σας ανέφερα, από το ημερολόγιο του διασωθέντος Α’ Μηχανικού, Νικόλα Λάλα.
Έκτοτε, κανένα αφιέρωμα και καμμία μνεία δεν έγινε για το μαρτυρικό πλήρωμα του «Σταμάτιος Γ. Εμπειρίκος» που για τέσσερις μήνες ήταν αιχμάλωτοι στα αμπάρια των γερμανικών αρπακτικών πλοίων και τα ονόματά τους ξεχάστηκαν μαζί με την ιστορία τους.
Η πρώτη οργανωμένη προσπάθεια καταγραφής των απολεσθέντων εμπορικών πλοίων και ναυτικών κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου, έγινε αρχές του 2000, με την έκδοση του βιβλίου του αείμνηστου αντιναύαρχου Κωνσταντίνου Παϊζη-Παραδέλλη, «Το τίμημα του πολέμου». Σε αυτό υπάρχουν, αν μη τι άλλο, τα ονόματα των βαποριών και των πληρωμάτων τους καθώς και κάποια στοιχεία για τον τρόπο που βυθίστηκαν. Δυνατότητα λεπτομερούς καταγραφής των συμβάντων ήταν σχεδόν αδύνατη γιατί όπως χαρακτηριστικά και ο ίδιος αναφέρει: «Κάθε απώλεια πλοίου αποτελεί μια ξεχωριστή ιστορία για την οποία θα μπορούσαν να γραφούν εκτεταμένα κείμενα ή ακόμα και βιβλία».
Ο αριθμός των καταγεγραμμένων απολεσθέντων Ελλήνων ναυτικών αγγίζει τους δυόμιση χιλιάδες μόνο στα φορτηγά πλοία. Άλλοι πεντακόσιοι περίπου χάθηκαν σε μικρά πλοιάρια, όπως αλιευτικά, ρυμουλκά κι ένας αριθμός άγνωστος, αυτών που χάθηκαν σε ιστιοφόρα, μια που αυτά δεν ήταν νηολογημένα κι έτσι δεν μπόρεσε να υπάρξει κανενός είδους πληροφορία.
Από το χωριό μας χάθηκαν είκοσι έξι άνθρωποι σε δεκαεννέα ναυάγια. Τα ονόματά τους υπάρχουν και στην επιτύμβιο στήλη που βρίσκεται στο νεκροταφείο του χωριού μας, δωρεά του αείμνηστου Ιωάννη Κατσίκη ο οποίος είχε χάσει τον πατέρα στο ναυάγιο του «ΠΑΝΑΧΡΑΝΤΟΣ» την πρώτη αύτανδρη απώλεια του Ελληνικού Εμπορικού Ναυτικού με το ξεκίνημα του πολέμου.
Το αξιόλογο είναι πως οι άνθρωποι που έμειναν πίσω και βίωσαν την καταστροφή δεν παραιτήθηκαν και δεν παραδόθηκαν στην απελπισία για ό,τι χάθηκε. Ανασκουμπώθηκαν και «με τον σάκο στην πλάτη», όπως χαρακτηριστικά μου έλεγε ο πατέρας μου, μπαρκάρισαν στα ίδια βαπόρια, διέσχισαν τις ίδιες θάλασσες, τους ίδιους ωκεανούς και δημιούργησαν από το μηδέν, αυτά που τώρα όλοι εμείς απολαμβάνουμε.
Σαν φόρο τιμής στη μνήμη αυτών των ανθρώπων, αφιερώνω την ιστορία αυτή, με όσα στοιχεία μπόρεσα να μαζέψω και εύχομαι μέσα από την καρδιά μου να μπορέσουμε να προχωρήσουμε και εμείς, σαν γνήσιοι συνεχιστές της ακεραιότητας, της δύναμης, του θάρρους και της λεβεντιάς τους.
.
ΠΗΓΕΣ
- Australia Government department of defence (History)
- Wikipedia
- «Prisoner of the Kormoran» (Told by W.A.Jones-Written by James Taylor).
- «The raider Kormoran» Captain Theodor Detmer.
- A Kormoran Victim writes (letter from a victim of Kormoran).
- War Diary Log (KRIEGSTAGEBUCH) of Kormoran.
- Περιοδικό «ΘΗΣΑΥΡΟΣ» Αριθ.908 22 Απριλίου 1956.
- «Το Τίμημα του Πολέμου» (Απώλειες και θυσίες της Ελληνικής Εμπορικής Ναυτιλίας στον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο. (Κωνσταντίνος Παϊζης-Παραδέλλης Αντιναύαρχος Π.Ν.)
- Γραπτή δήλωση ναύτη του Σταμάτιος Εμπειρίκος Αντζουλάτου.
- Ιστότοπος steniotes.gr