Φέτος τον Οκτώβριο δημιουργήθηκε μια ομάδα στο Facebook με το όνομα:
“Την γλώσσαν μας έδωσαν Ανδριώτικη”. Το γλωσσικό ιδίωμα της Άνδρου”, τα μέλη της γράφουν Ανδριώτικες λέξεις και την ερμηνεία τους, σαν ένα είδος επιμορφωτικού παιχνιδιού που έχει τεράστιο ενδιαφέρον και μεγάλη απήχηση. (talk of the town που λέμε στην Άνδρο!) Την ομάδα θα βρείτε εδώ: 🌐 www.facebook.com/groups/2474038299514816
Συνεισφέρουμε μερικές λέξεις από το αρχείο της ΑΝΔΡΙΑΚΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ με την ευχή η ομάδα να αυξηθεί, να πληθύνει και οι Ανδριώτικες λέξεις να ταξιδέψουν παντού.
♥ Κορυφαίες for ever λέξεις: αχάβαδος, μπουνταντίζομαι
Οι δυο αυτές λέξεις εκτός από ορίτζιναλ Ανδριώτικες είναι άκρως γοητευτικές, μας χαρακτηρίζουν απόλυτα γιατί όσο να ‘ναι μια αχαβαδιά την έχουμε όπως επίσης ένα μεγάλο διαρκή μπουνταντισμό!
Αγραντολόϊστος αγροίκος την συμπεριφορά
Ανερρούσα η περιστροφική κίνηση θαλάσσιου ύδατος
Αγλούπας ο έχων μεγάλο κεφάλι
Αχάβαδος αναίσθητος, αδιάφορος, επιπόλαιος, που δεν είναι σε θέση να κάνει ή να πει κάτι σωστό
Αποδιαλογή η δεύτερη διαλογή
Βολάδι μεγάλος βράχος
Βουτσί βαρέλι
Γκιόσα από αλβανικό giossa, μαύρη κατσίκα
Γλαντί αδύνατος
Θραβαλικό ο θόρυβος από τον πολύ κόσμο
Ικράμια κεράσματα από το τούρκικο ikram=κέρασμα
Κάθικα το μέρος του κοτετσιού που έκλειναν το βράδυ τις κότες
Κακκάβι χάλκινη χύτρα
Καπάνι το σαγόνι
Κουντούτο ο σκεπασμένος οχετός
Λαλόφωνος αυτός που έχασε την λαλιά του από πυρετό, από αρρώστια
Λούπος υποκριτής, πονηρός
Λωλόπυχτη η πολύ χυλωμένη, ημίπυχτη σούπα
Μαουλίκα καλύπτρα κεφαλής χωρικών, μαντήλι κεφαλής
Μερόλια η λυγαριά
Μούτουλας ακοινώνητος, σκοτεινός, μισάνθρωπος, πρόκειται για παρομοίωση με τις σκοτεινές τρύπες που υπήρχαν στις οικοδομές και που λέγονταν μουτούλοι.
Μπουνταντίζομαι λόγω πολλών ασχολιών, σταματά να λειτουργεί προς στιγμήν το μυαλό μου, πελαγοδρομώ, αγχώνομαι
Μπουσουνάρα, η βρύση
Μπουλμές τα σιδερένια διαχωριστικά του ενός κύτους από το άλλο
Μπεγεντίδι κέρασμα γλυκών
Ξεθερμίζω Πλύσιμο μαγειρικών σκευών
Σούγλη χυλός από αλεύρι και νερό
Σκουλλί τούφα μαλλιών
Φαούδι άτακτο, ανυπάκουο παιδί
Φλέα φλέβα
Φλίγγουνας το πνευμόνι του ζώου
Φιλιόσος από το ιταλικό figlioccio=αναδεκτός, βαφτιστήρι
λαλοφωνος εχει την εννοια του πολυ αρρωστου
Σωστά, “Λαλόφωνος αυτός που έχασε την λαλιά του από πυρετό. από αρρώστια” το διορθώνω, σας ευχαριστώ.