Τα Αντριώτικα … “Ψαρεματα και ψάρια” με συρτή και καλάμι, στο Μεταλλείο, αλλά και με πυροφάνι. Εικόνες που μυρίζουν θάλασσα. Μνήμες που λιώνουν στα ανέμελα παιδικά καλοκαίρια… Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΑΝΑΚΗ
Όπως θα καταλάβει ο αναγνώστης ο τίτλος που παρόντος κεφαλαίου είναι προϊόν ανερυθρίαστης λογοκλοπής! Και εξηγούμαι ή μάλλον εξομολογούμαι την αμαρτία μου: Το όνομα του εν λόγω κεφάλαιου είναι αντιγραφή του τίτλου του θαυμάσιου βιβλίου του Θέμου Ποταμιάνου «Ψαρέματα και Ψάρια», που μαζί με το άλλο ωραιότατο βιβλίο «Εδώ Βυθός» αποτέλεσαν τη θεωρητική κατάρτιση μου για την ενασχόληση με το ψάρεμα. Τα παραπάνω βιβλία ήταν του πατέρα μου, ο οποίος ουδεμία σχέση είχε με το ψάρεμα- πρακτική τουλάχιστον! Τον έβλεπα λοιπόν πριν πάει για ψάρεμα με τον κάπτα Γιάννη τον Μπίστη, να διαβάζει μετά μανίας το βιβλίο για να ξέρει τουλάχιστον τι ψάρια θα πιάσουν!
Το ψάρεμα ήταν η κυριότερη ενασχόλησή μου στις διακοπές στην Άνδρο. Τότε οι διασκεδάσεις ήταν ελάχιστες και οι επιτυχίες στο ψάρεμα στη μικρή κοινωνία του Γιαλού αποτελούσαν ένδειξη αξιοσύνης και λεβεντιάς. Με ζήλεια έβλεπα λοιπόν άλλους μεγαλύτερους από μένα να βγάζουν χταπόδια και να τα παραγουλίζουν στο κεφαλόμολο στη Σκάλα και οι περαστικοί να τους επαινούν και να τους θαυμάζουν.
Αν δε κάποιος έβγαινε από τη θάλασσα και είχε κτυπήσει με το ψαροντούφεκο κανένα μουρμούρι, τότε ο κόσμος που βολτάριζε στη προκυμαία μαζευόταν γύρω του και χάζευαν την ψαριά του. Ο ψαροντουφεκάς στα μάτια μου ήταν κάτι το ξεχωριστό, ένας μικρός ήρωας που αποδείκνυε έμπρακτα τη καλή φυσική του κατάσταση με το να βουτάει στα βαθειά, να μη φοβάται την αγριάδα του βυθού και να αψηφά τα σκυλόψαρα!
Και εγώ παρακαλώντας μετά φορτικότητας κάποιους φίλους, κατάφερνα να πάμε στον ποταμό εκεί στις καλαμιές για να διαλέξουμε καλάμι για το ψάρεμα. Η επόμενη φάση ήταν να αρματωθεί το καλαμίδι. Αυτό ήθελε υψηλή τέχνη. Να αγοραστούν μεσινέζα, μολυβήθρες, ο ειδικός φελλός που ήταν σαν σβούρα κόκκινος από πάνω, άσπρος από κάτω και να δεθεί το αγκίστρι με το κόμπο του δελφινιού. Όμορφα και ωραία ως εδώ, παρακάτω έπρεπε να αγοραστεί καλάθι-μικρών διαστάσεων, γιατί όπου ακούς πολλά κεράσια να κρατάς μικρό καλάθι- και να βρεθεί το κατάλληλο δόλωμα. Εδώ αρχίζανε τα δύσκολα, γιατί έπρεπε να παρακαλέσω την Αραπομαρία να μου δώσει λίγο βρώμιο τυρί, το ψωμί το αγόραζα από το φούρνο. Πανέτοιμος και πλησίστιος κρατώντας το καλάμι και το καλαθάκι με το μαλασμένο δόλωμα σε σχήμα ενός μεγάλου βόλου, μυρίζοντας από μίλια μακριά τυρίλα, πήγαινα στην άκρη του μόλου και άρχιζα το ψάρεμα. Μέχρι να συνηθίσω τις τσιμπιές και το ανεπαίσθητο βούλιαγμα του φελλού, τα λιμά είχαν φάει το δόλωμα και νa ‘ταν κι’ άλλο που λέει ο λόγος!
Μετά από πολλές προσπάθειες η τύχη του πρωτάρη ατζαμή με ευνοούσε και κάποιος ηλίθιος σπάρος πιανόταν και αισθανόμουν την πρωτόγνωρη αίσθηση του τσιμπήματος που κάνει το πιασμένο ψάρι! Το ανέβαζα με αγωνία, το ξαγκίστρωνα και το έχωνα στο καλαθάκι ακούγοντας το θόρυβο που έκανε σπαρταρώντας. Άντε μετά από ώρες στο ντάλα ήλιο να έπιανα κανά δυο ακόμα. Τότε με φώναζε η μάνα μου να πάμε για μπάνιο και θέλοντας και μη τα μάζευα και πήγαινα οίκαδε. Οίκοθεν νοείται ότι ποτέ, επαναλαμβάνω ποτέ, δεν έφαγα τα ψάρια που έπιανα. Τα έτρωγαν οι γάτες της Αραπομαρίας!
Τα πιο μικρά παιδιά, αγόρια και κορίτσια ψάρευαν με μπαρκαρόλα. Είχαν μικρό καλάμι και έδεναν ένα αγκίστρι που είχε το σχήμα άγκυρας σαν τεσσαροχάλι. Έριχναν λίγο δόλωμα, μαζευόντουσαν τα ψάρια και με μια απότομη κίνηση έπιαναν ψαράκια που συνήθως τα κάνανε δόλωμα.
Οι μαγκιόροι ψαράδες στο καλαμίδι ήταν σχετικά μεγάλης ηλικίας. Ο καλύτερος από αυτούς ήταν ο Τζιώτης, ο πατέρας του Παναγιώτη, που εμείς τον φωνάζαμε Παναή και ενίοτε Πιτ. Ψάρευε συνήθως μακριά από τους άλλους, πίσω από το σπίτι του τις μέρες που είχε φουσκοθαλασσιά και τα νερά ήταν θολά από την αντάρα της θάλασσας. Τον έβλεπα από μακριά να πετάει το καλαμίδι του με μαστοριά και μόλις τσιμπούσε το ψάρι με μια ενστικτώδη κίνηση, τραβούσε το καλάμι προς τα πάνω και στο αγκίστρι σπαρταρούσε ένας μεγάλος κέφαλος. Ταυτόχρονα φουμάριζε το τσιγάρο του!
Όταν λοιπόν είχε τρικυμία μαζευόντουσαν πολλοί στο μόλο για να ψαρέψουν, ανάμεσά τους και η Όλγα με τη μικρή της αδελφή τη Βαγγελίτσα. Τα κύματα έπεφταν και έσκαζαν στην προκυμαία και τα κορίτσια ψάρευαν και έπιαναν ψάρια και μου έβαζαν τα γυαλιά. Και εγώ απογοητευμένος από την ατυχία μου περί την αλιεία, τις παρακολουθούσα και θαύμαζα πως ψάρευαν κρατώντας με το ένα χέρι το καλάμι και με το άλλο να συγκρατούν το φουστάνι τους να μη το σηκώσει ο αέρας. Η εξοικείωση με το θαλάσσιο στοιχείο της Όλγας ήταν περισσότερο προφανής και αναμενόμενη. Στη κυριολεξία ζούσε μέσα στη θάλασσα, από τη θάλασσα, ήταν μια Νηρηίδα!
Η μάνα μου, μου το είχε πει ξεκάθαρα πριν ακόμα ξεκινήσουμε για διακοπές στην Άνδρο: «Το ψαροντούφεκο απαγορεύεται!». Θέλοντας να παρακάμψω την απαγόρευση, κατάφερα την αδελφή του πατέρα μου να μου αγοράσει ένα μικρό ψαροντούφεκο Balco από του Κατράντζου, πιστεύοντας ότι σαν δώρο της θείας Ρίκας θα ήταν αποδεκτό. Κούνια που με κούναγε! Μόλις το είδε, το κατέσχεσε, το κλείδωσε στη ντουλάπα με τα ρούχα της και την άλλη μέρα πήγαμε στου Κατράντζου και το άλλαξε με ένα φουσκωτό στρώμα θαλάσσης. Με σπασμένους τους γεννητικούς μου αδένες θέλοντας και μη αποδέχτηκα τη μοίρα μου, ότι το καλοκαίρι εκείνο ψαροντούφεκο γιοκ!
Ο Αντώνης ο Οργίνος και ο Δημήτρης ο Φολερός ερχόντουσαν και πέφτανε για ψαροντούφεκο από τη Σκάλα και τραβούσανε μέχρι και την Αγία Κατερίνα στο Βίντσι και εγώ ζαλωνόμουν το στρώμα θαλάσσης που μύριζε αυτή την απαίσια μυρουδιά του πλαστικού και την έκανα για το Βίντσι. Η εντολή της μάνας μου ήταν τελείως σαφής: Επιτρεπόταν μόνο μάσκα, αναπνευστήρας και βατραχοπέδιλα. Είχα δεχθεί τη μοίρα μου ότι το υποβρύχιο ψάρεμα θα ήταν για αυτό το καλοκαίρι ένα όνειρο απατηλό, όταν μια μέρα περνώντας από το φαναρτζίδικο-σιδηρουργείο του Κολλητηριού, πήρε το μάτι κάτι παιδιά που έφερναν λάστιχα σφεντόνας. Σταμάτησα και μπήκα μέσα στο μαγαζί. Ρώτησα τα παιδιά τι πάνε να φτιάξουν. Η απάντηση ήταν ψαροντούφεκο σφεντόνα. «Πως γίνεται ρε παιδιά η σφεντόνα ψαροντούφεκο;» ρώτησα με χαρά. «Πολύ απλά, χρειάζεσαι μια μεγάλη κουβαρίστρα απ’ αυτές που έχουν οι ραφτάδες, λάστιχα σφεντόνας, λεπτό σύρμα και μια ψιλή μπετόβεργα για καμάκι» μου απάντησαν.
Αμ έπος, αμ έργον! Πήγα τρέχοντας και βρήκα τον γιο του Καλογρίδη
που ήταν φοιτητής Χημείας στο Πανεπιστήμιο και τον παρεκάλεσα να μου δώσει από το ραφτάδικο του πατέρα του μια μεγάλη κουβαρίστρα. Ο Καλογρίδης υποψιάστηκε και με ρώτησε: «Ρε συ τη θέλεις για να φτιάξεις ψαροντούφεκο; Το ξέρει η μάνα σου;». Τόμπολα σκέφτηκα και τώρα τι λέμε; Μου ήταν δύσκολο να πω έστω και ένα κατά συνθήκη ψεύδος και κοιτώντας τον στα μάτια του απάντησα: «Η μάνα μου δε θέλει να έχω ψαροντούφεκο…ξέρεις …απ’ αυτά με τα λάστιχα ή με τα ελατήρια… γιατί …πώς να στο πω …είμαι μικρός, αλλά νομίζω δεν θα έχει αντίρρηση να φτιάξω μια σφεντόνα, όπως έχουν και τα άλλα παιδιά», φαίνεται ότι από τα λεγόμενα μου πείστηκε και μου έφερε μια κουβαρίστρα. Αφού αγόρασα τα λάστιχα, έμενε η υλοποίηση της κατασκευής από το Κολλητήρι, που στο πάτι κιούτ το κατασκεύασε.
Νωρίς το μεσημέρι φύγαμε για μπάνιο στο Βίντσι, ήμουν όλο βιασύνη να πάμε μια ώρα αρχύτερα, γεγονός απόλυτα αναμενόμενο μιας και δεν έβλεπα την ώρα σαν άλλος Κουστώ να κατακτήσω τους βυθούς της Άνδρου οπλισμένος με ψαροντούφεκο σφεντόνα!
Ηθικόν δίδαγμα: Η ελπίδα πεθαίνει τελευταία!
Mέχρι να συνηθίσω τη χρήση της υποβρύχιας σφεντόνας μου πήρε αρκετές ώρες καταδύσεων, αλλά τελικά έγινα σαΐνι στη σκόπευση. Σαν σκοπόσημα χρησιμοποιούσα τα αγγούρια της θάλασσας ή τις κουράδες που προσφυώς ονόμαζε ο φίλος μου ο Νίκος ο Οργίνος. Δεν είχα αφήσει κουράδα για κουράδα στο Γιαλό, τις είχα αφανίσει όλες! Οι χανόπερκες και οι γύλλοι ήταν το σουξέ μου. Το μόνο που έλλειπε ήταν να κτυπήσω ένα χταπόδι, που στη φαντασία μου, ήταν η κορωνίδα των υποβρύχιων κατορθωμάτων μου. Όσο και να προσπαθούσα χταπόδια δεν τα έβλεπα και που να τα δω αφού κρυβόντουσαν στις τρύπες τους. Το απόγευμα διάβαζα μετά μανίας το βιβλίο «Ψαρέματα και Ψάρια», τόσο που η μάνα μου αναστενάζοντας, μονολόγησε: «Αν διάβαζες έτσι και τα μαθήματα του σχολείου…θα έπαιρνες έπαινο».
Το βιβλίο το έγραφε με σαφήνεια: Τα θολάμια των χταποδιών ξεχωρίζουν γιατί απέξω υπάρχουν άδεια κελύφη οστράκων, καβουριών. για να βγει το χταπόδι πρέπει να του κουνήσετε ένα άσπρο πανί ή καλύτερα να ρίξετε γαλαζόπετρα» απλή μέθοδος, όπως κάποια άλλη που έδινε οδηγίες για να πιάνουμε ποντίκια: Κρατάμε ένα τούβλο σε κάθε χέρι, στο ένα βάζουμε λίγο τυρί, το ποντίκι πάει να φάει το τυρί και τότε με μια αστραπιαία κίνηση το κτυπάμε με το άλλο και πάει καλλιά του! Γρήγορη και αποτελεσματική μέθοδος! Τρέχα γύρευε που λένε!
Από την Αραπομαρία εξοικονόμησα ένα κουρέλι χρώματος άσπρο ριγέ- μάλλον από καμιά παλιά πιτζάμα του Αραπογιώργη- και μετά από πολλές προσπάθειες βρήκα μερικά σπόρια γαλαζόπετρας. Βουτούσα ώρες ολόκληρες μέχρι που παπούδιαζε το πετσί μου κουνώντας το άσπρο κουρέλι ή ρίχνοντας γαλαζόπετρα σε θολάμια χταποδιών. Άδικος κόπος, ώσπου μια μέρα κάτι φάνηκε να κουνιέται! Η αγωνία μου είχε κτυπήσει κόκκινο, όταν ένα πλοκάμι φάνηκε, σε λίγο άρχισε να βγαίνει από τη τρύπα του. Επί σκοπόν …πυρ! Η λεπτή μπετόβεργα εκτινάχθηκε και καρφώθηκε στο κεφάλι του μαλακίου, που έκανε σπασμωδικές κινήσεις για να σωθεί. Παίρνοντας μια βιαστική ανάσα έκανα μακροβούτι και έπιασα το καμάκι, ανεβαίνοντας στην επιφάνεια από την ανείπωτη χαρά μου, άθελά μου ήπια θαλασσινό νερό, ασήμαντες λεπτομέρειες σκέφτηκα, έχω πιάσει…έχω κτυπήσει χταπόδι, σιγά μη τ’ αφήσω για μερικές γουλιές θάλασσα! Βήχοντας κρατώντας με το ένα χέρι το τρόπαιο και κολυμπώντας με το άλλο, βγήκα στη παραλία. «Μαμά χτύπησα ένα μεγάλο χταπόδι!» της είπα με περηφάνια, λες και είχα καμακώσει τη φάλαινα Moby Dick! «Πως το έπιασες;» με ρώτησε η μάνα μου. «Με την υποβρύχια σφεντόνα» της απάντησα, παραλείποντας τεχνηέντως να αναφέρω τον σωστό όρο: σφεντόνα ψαροντούφεκο, γιατί σκέφτηκα, φύλαγε τα ρούχα σου για να ’χεις τα μισά! «Μ’ αυτό το πρωτόγονο ψαροντούφεκο ψαρεύουν οι ιθαγενείς της Πολυνησίας» μου απάντησε χαρούμενη μάλλον ικανοποιημένη από την ευρηματικότητά μου.
Έμενε πια να ακολουθήσω τη συνηθισμένη διαδικασία: Να πάω στον πλησιέστερο βραχάκι να αρχίσω να το κτυπάω και μετά να το παραγουλήσω, να περνούν οι περαστικοί και να θαυμάζουν την αλιευτική μου δεινότητα. Με τέμπο, όπως έκανε ο Αντώνης ο Οργίνος, άρχισα να βαράω το χταπόδι στο βράχο, μετρώντας από μέσα μου «1, 2, 3,…», όταν ακούστηκε μια φωνή από τον δρόμο: «Παλικάρι πόσες φορές θα το κτυπήσεις;» με ρώτησε σε τόνο ειρωνικό. «Σαράντα φορές» απαντάω με ύφος ειδήμονα. «Και τετρακόσες φορές να το βαρέσεις δεν θα μαλακώσει» μου είπε και συνέχισε: «Δεν βλέπεις ρε ότι είναι αλιδόνα!».
Αισθάνθηκα σαν να με είχε χτυπήσει αστροπελέκι και το χέρι που κρατούσε το «χταπόδι» έμεινε μετέωρο. Είχα ανεβεί στον έβδομο ουρανό της επιτυχίας και μια άχρηστη αλιδόνα, που ούτε για δόλωμα έκανε, με προσγείωνε ανωμάλως στα βράχια της παραλίας στο Βίντσι. Αυτό που λένε, ότι όσο πιο πολύ ψηλά ανέβεις, όταν πέσεις θα χτυπήσεις άσχημα, ήταν η ζοφερή πραγματικότητα. Δεν άντεξα και παίρνοντας φόρα πέταξα την αλιδόνα όσο πιο μακριά μπορούσα. Άσε που είχαν αρχίσει να μαζεύονται οι λιτζές!
Μια και μοναδική φορά κατάφερα να πάω πυροφάνι. Η νύκτα ήταν ασέληνη έκανε αυγουστιάτικη ζέστη και με μια παρέα που ανάμεσά τους ήταν η Όλγα και η Βαγγελίτσα με πήραν για ψάρεμα. Στην πλώρη έφεγγε η λάμπα λουξ και ο βυθός κατάπλωρα καταύγαζε από το φως. Τα βραχάκια στο βυθό έλαμπαν και οι αστερίες στραφτάλιαζαν λουσμένοι από την έντονη λάμψη της λάμπας. Τα ψαράκια, αθερίνες άρχισαν να μαζεύονται κοπάδια κοπάδια. Το δίχτυ έπεσε και κάποιος με το κουπί άρχισε να βολάζει. Τα ψαράκια φοβισμένα όλα μαζί έκαναν να φύγουν και έπεσαν τα δύστυχα στο δίχτυ. Αρχίσαμε να βιράρουμε γρήγορα. Η αίσθηση του υγρού διχτυού που ανέβαινε και μέσα του σπαρτάριζαν τα ψάρια ήταν μοναδική. Σε λίγο το κοίλο της βάρκας είχε γεμίσει ασημιά ψαράκια που λαμποκοπούσαν στο φως του λουξ. Μαζί μας είχαμε καμάκι και γυαλί. Ο πιο μεγάλος μέσα στο ρούμπο της βάρκας σκυμμένος έδινε οδηγίες στην Όλγα που έλαμνε στα κουπιά. Με γλυκές κινήσεις στα κουπιά η Όλγα κουμαντάριζε τη βάρκα εκεί ακριβώς που ήθελε ο καμακιστής. «Σια …μια το δεξί…σια…εδω,. κράτει!» ακούστηκε η φωνή του και με μια κίνηση του καμακιού κάρφωσε ένα μεγάλο χταπόδι. Ανεβάζοντάς το πάνω αυτό είχε κουλουριαστεί δεμένο κόμπο στους χαλούς του καμακιού. Με μιας το ξεκάρφωσε και φέρνοντας το στο στόμα του, του τράβηξε μια δαγκωνιά και το άφησε σέκο.
H ησυχία της λιπαράς γαλήνης της θάλασσας, το έντονο φως της λάμπας λουξ, που αντιφέγγιζε στην ακύμαντη επιφάνεια του νερού, οι γελαστές φωνές των παιδιών της παρέας που σιγοτραγουδούσαν και έλαμναν, το στεριανό αεράκι που έφερνε μαζί του τις ευωδιές από τα περιβόλια, με είχαν τυλίξει σένα μαγικό δίχτυ, είχα πιαστεί και εγώ σαν τα ψαράκια! Η απλή βαρκούλα αυτό το αυγουστιάτικο βράδυ χωρίς σελήνη, ήταν το μαγικό χαλί του Αλαντίν που πάνω του ταξίδευα. Η σαγήνη της βραδιάς με είχε κατακτήσει.
Κάποιος με σκούντηξε ελαφρά στον ώμο. «Έλα να δοκιμάσεις αθερίνα ψητή» μου είπε. Ξαφνιάστηκα, «μα που θα ψήσουμε τα ψάρια;» τον ρώτησα. Αντί για απάντηση πήρε μια αθερίνα και την ακούμπησε πάνω στο γυαλί της λάμπας λουξ. Δεν πρόλαβε να την αφήσει πάνω και η μυρουδιά του ολόφρεσκου ψητού ψαριού μοσχοβόλησε ολόγυρα στη βάρκα και όλοι μαζί τον μιμηθήκαμε. Ήταν η πρώτη και μοναδική φορά που δοκίμαζα ψάρι ψητό αλά minute και ήταν απλώς υπέροχο!
Μια άλλη φορά είχαμε πάει για χάνεμα με το φίλο μου τον Κώστα Βλαχάκη. Μέσα στη μικρή του βάρκα, που μετά βίας μας χωρούσε ψαρεύαμε με τις καθετές λίγο ανοικτά από τον Όρμο του Κορθίου, Ο Κώστας ήταν έμπειρος στη καθετή και ανέβαζε έναν έναν τους χάνους. Εγώ προσπαθούσα να αισθανθώ τις τσιμπιές, αλλά ματαίως τραβούσα και έφερνα πάνω τα μολύβια. Το ψάρεμα είναι για την ευχαρίστησή μας, σκέφτηκα από μέσα μου για να μην απογοητευθώ, και ω του θαύματος! Αισθάνομαι στο δάκτυλο που κρατούσα τη καθετή μια έντονη τσιμπιά, αρχίζω να τραβάω και να συναντώ δυνατή αντίσταση. Μετά από λίγο με τη βοήθεια του Κώστα ξαγκίστρωσα τρείς μεγάλους χάνους μονοκομπανιάς! Ο Κώστας γούρλωσε τα μάτια του, δεν πίστευε ότι θα είχα τέτοια επιτυχία. «Καμάν γιόκα μου πως το κατάφερες ετούτοδα;» με ρώτησε. «Η τύχη του ατζαμή» του απάντησα.
Συνεχίσαμε να ψαρεύουμε μέχρι που έπεσε το σκοτάδι και η θαλασσινή υγρασία άρχισε να μας περονιάζει τα κόκαλα. Βάλαμε ρότα για τον μόλο και σε λίγο δέσαμε τη βαρκούλα. Ο Κώστας έριξε την ιδέα να τα φτιάξει η μάνα του βραστά. Μετά από στη βεράντα του σπιτιού του, που ήταν κυριολεκτικά πάνω στη θάλασσα καθισμένοι κάτω από την κληματαριά, απολαμβάναμε μια υπέροχη μοσχοβολιστή ψαρόσουπα, πίνοντας παγωμένη μπίρα! Έκτοτε όποτε θέλω να γευτώ μια γνήσια ψαρόσουπα παραγγέλλω από τον ψαρά μου χάνους, γύλους, πέρκες, τα λιμά ψαράκια.
Είχα μεγαλώσει και το επόμενο καλοκαίρι ο πατέρας μου προθυμοποιήθηκε και μου αγόρασε ένα κανονικό ψαροντούφεκο απ’ αυτά με τα λάστιχα. Της αγοράς προηγήθηκε σειρά από νουθεσίες για να είμαι προσεκτικός, να μην απομακρύνομαι από την ακτή, να μη βουτάω σε πολύ βαθιά νερά, να μη τραυματισθώ ή να τραυματίσω κάποιον ανυποψίαστο κολυμβητή και να ψαρεύω πάντα με κάποιον άλλο μαζί. Θέλοντας και μη υποσχέθηκα να τηρήσω απαρέγκλιτα τις εντολές του, αλλά στη συνέχεια διαπίστωσα ότι ήταν απόλυτα σωστές και τις ακολούθησα για όσο καιρό ασχολήθηκα με το υποβρύχιο ψάρεμα.
Πολλά υποβρύχια ψαρέματα έκανα με τον Κώστα τον Βλαχάκη και τον Δημήτρη τον Φολερό. Πέφταμε από τη Σκάλα και ψαρεύαμε μέχρι και τη μύτη του κάβου της Αγίας Κατερίνας. Και οι δυο τους ήταν καλοί βουτηχτές και είχαν επιτυχίες. Κτυπούσα και εγώ κάποια ψάρια αλλά ήταν πολύ μικρότερα απ’ αυτά που έπιαναν αυτοί. Ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα, θέλοντας και μη το διασκέδαζα απολαμβάνοντας τις κρυμμένες ομορφιές του βυθού, τα απίθανα χρώματα των βράχων, το σκοτάδι των φυκιάδων όσο βάθαιναν τα υποθαλάσσια γκρέμνα.
Μετά αρκετά χρόνια βρέθηκα ξανά στο Κόρθι με τον Κώστα Βλαχάκη, ήταν παντρεμένος με τη Σάσα. Με κάλεσαν για μπάνιο στο Πήδημα της Γριάς. Τους ευχαρίστησα για την πρόσκληση και προθυμοποιήθηκα να φέρω κάτι για να κολατσίσουμε μετά το κολύμπι. Ο Κώστας με το συνηθισμένο ύφος του, μου είπε: «Καμαν γιόκα μου, να φέρεις το μαγιό σου και λίγο νερό, τα άλλα θα τα φέρουμε εμείς». Με μια μικρή βάρκα που είχε εξωλέμβιο βάλαμε πλώρη προς Πήδημα. Λίγο πριν ο Κώστας σταμάτησε τη μηχανή και με τα κουπιά σιγά σιγά πλησιάσαμε την ακτή. Εδώ με περίμενε μια μοναδική έκπληξη. Στα βράχια υπήρχε ένα σύμπλεγμα από μικρές σπηλιές. Το τοπίο ήταν φανταστικό. Οι ακτίνες του ήλιου έπεφταν σχεδόν κάθετα και διαθλούνταν στον βυθό που κυριολεκτικά έλαμπε. Πάνω του κατάμαυροι αχινοί έστεκαν κολλημένοι στις προεξοχές των βράχων. «Εδώ ήμαστε» μου είπε ο Κώστας και άρχισε να ετοιμάζεται, όπως παλιά όταν βουτούσαμε για ψαροντούφεκο. Πήρε τη μάσκα – ειδικής παραγγελίας για μυωπία- έφτυσε μέσα και την πασάλειψε, μετά τη ξέπλυνε με νερό. Βούτηξε και άρχισε να τρυγάει τους αχινούς. Θα πρέπει να έβγαλε πάνω από τριάντα, όταν ξεκινήσαμε για την παραλία στο Πήδημα της Γριάς. Κολυμπήσαμε στα πεντακάθαρα νερά, όταν αποκαμωμένοι καθίσαμε κάτω από μια ομπρέλα. Η Σάσα έφερε από τη βάρκα ένα πλαστικό τάπερ και μέσα έριχνε τα αβγά των αχινών που τα καθαρίζαμε ο Κώστας και γω. Στύβοντας μερικά λεμόνια και βάζοντας λίγο ελαιόλαδο είχε ετοιμαστεί ένα υπέροχο γεύμα. Το χωριάτικο ψωμί μοιράστηκε κομμένο σε χοντρές φέτες και αμέσως άρχισαν τα λαδομπούκια. Η παπάρα με το ψωμί και πάνω του τα πορτοκαλιά αβγά του αχινού με το λάδι και το λεμόνι, μοσχομύριζε ιώδιο θάλασσας. Τρώγαμε και μιλούσαμε για τα παλιά, τις όμορφες χαρούμενες μέρες των διακοπών και γελάγαμε σαν τότε, που ήμασταν ξένοιαστοι κάνοντας όνειρα για να κατακτήσουμε τη ζωή που ανοιγόταν εμπρός μας , όπως η σκούρα γαλάζια θάλασσα. Αυτό το παραθαλάσσιο γεύμα έχει μείνει βαθιά χαραγμένο στη γευστική μου μνήμη.
Tο πιο παραγωγικό ψάρεμα στην Άνδρο έγινε μετά πολλά χρόνια όχι στο Κόρθι, αλλά στη θαλάσσια περιοχή που λέγεται «Mεταλλείο» λίγο ανοικτά από τα Γιάλια. Ο καλός φίλος ο Μπαρμπάκης από τις Στενιές με προσκάλεσε για ψάρεμα με συρτή. Ο Μπαρμπάκης ήταν πρύτανης στη συρτή και μάζεψε πολλά κιλά κολιουδάκια, που το ίδιο βράδυ έγιναν ψητά στη σχάρα. Η δική μου συμμετοχή στο ψάρεμα ήταν ελάχιστη, αν και έφερα μερικά πάνω. Η τύχη του αιώνιου πρωτάρη με ακολουθεί!
Τα ψάρια που τρώγαμε στις διακοπές ήταν ολόφρεσκα μπαρμπούνια, γόπες, σκορπίνες, και μερικές φορές αστακουδάκια, που βεβαίως η μάνα μου δεν τα χαλαλούσε να τα φτιάξει αστακομακαρονάδα-τότε αυτά δεν ήταν της μόδας και δεν τα ήξερε- αλλά αφού τάπωνε από πίσω τον άτυχο αστακό-για να μη χαθεί το κρέας του-, τον έβραζε και μετά τον καθάριζε. Με τα αβγά του έφτιαχνε σάλτσα με σκόνη μουστάρδας και φρέσκο βούτυρο σκέτη γευστική απόλαυση. Η μητέρα μου παινευόταν για τον αστακό της μια και η συνταγή ήταν της γιαγιάς Φρατζέσκας Καλυφά το γένος Μανέτα, φερμένη από τη Κωνσταντινούπολη.
0Μια φορά που ήταν και ο πατέρας μου μαζί μας, ο Άγγελος της Μαριέτας έπιασε έναν γαλέο. Τον αγοράσαμε και έγινε τηγανιτός με σκορδαλιά. Που να ήξερε το άτυχο σκυλόψαρο ότι του έμελε τέτοια τύχη!
Μερικές φορές ορισμένα γεγονότα καθορίζονται τελείως από τύχη ή μάλλον από μια συγκυρία. Ο Άγγελος είχε ψαρέψει ένα μεγάλο σαλάχι, που ήταν δύσκολο να το πουλήσει. Η μάνα μου αγόρασε μερικά κομμάτια από τα φτερά και αφού τα έγδαρε τα φιλετάρισε και τα τηγάνισε. Το σαλάχι ήταν νόστιμο και γευστικό, αν και όσο το έτρωγα φοβόμουν μήπως πάθω ηλεκτροπληξία. Την άλλη μέρα στη Σκάλα με πλησίασε ο Σωτηράκης, που τον φωνάζαμε Κακάρα και μου είπε εμπιστευτικά: «Γιώργο θέλεις τη σαλαχοουρά;», η προσφορά του με παραξένεψε λίγο και τον ρώτησα: «Γιατί μου τη δίνεις ρε Κακάρα;» και αυτός με εμπιστευτικό ύφος μου απάντησε: «Ο πατέρας μου θέλει να τη χαρίσει στον δάσκαλο για να μας βαράει….καλλίτερα να τη πάρεις εσύ στην Αθήνα». Έτσι λοιπόν μου την έφερε και όταν την είδα τρόμαξα. Ήταν κάπου ενάμιση μέτρο και η ακμή της είχε μυτερά δόντια σαν πριόνι, τότε κατάλαβα γιατί ο Κακάρας ήθελε πάση θυσία να την ξεφορτωθεί μια ώρα αρχύτερα. Την άπλωσα στο δώμα για να στεγνώσει και τη κουβάλησα στην Αθήνα, για καλό και για κακό όμως την είχα κρυμμένη στην αποθήκη, γιατί όποιος φυλάει τα ρούχα του έχει τα μισά, που λέει και η παροιμία!