Τα Αντριώτικα … “Τα πρώτα χρόνια” καλοκαίρι στο Γυαλό …του ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΑΝΑΚΗ… και άλλων λιλιπούτειων εκδρομέων της εποχής, που διαβάζοντας το άρθρο θα δουν τα δικά τους πρώτα χρόνια στο νησί!
Το καλοκαίρι του 1953 οι γονείς μου με πήγαν διακοπές στην Άνδρο, το νησί καταγωγής της μητέρας μου. Νοίκιασαν ένα ισόγειο διαμέρισμα στης Κυράς Σοφίας της Μπίστη στο γραφικό λιμανάκι του Κορθίου. Το σπίτι που υπάρχει ακόμη και τώρα, ήταν στη κυριολεξία πάνω στο κύμα. Τώρα όμως, όπως έχει διαμορφωθεί το Κόρθι με τη νέα χωροταξική διαμόρφωση που πήρε μετά από τα λιμενικά έργα που πραγματοποιήθηκαν, έγινε εσωτερικό και δεν βλέπει θάλασσα. Η θάλασσα ακουμπούσε στα θεμέλιά του. Τη νύκτα ακούγονταν ο ήρεμος παφλασμός των κυμάτων και όταν φυσούσε σορόκος τα τζάμια νοτίζανε από το θαλασσινό νερό και το πρωί οι ακτίνες του ήλιου τα βρίσκανε με άσπρες θαμπάδες από ξεραμένο αλάτι. Το μπροστινό μέρος του σπιτιού, προς τη μεριά του δρόμου, είχε ένα μικρό περιποιημένο κήπο, που ο καπετάν Γιάννης, ο σπιτονοικοκύρης φύτευε γεράνια, μαντζουράνες, βασιλικά και νυχτολούλουδα. Η ταγκιά μυρουδιά των γερανιών αναμιγμένη με γη δροσινάδα των βασιλικών και με την αλμύρα της θάλασσας δεν παύει να με συνεπαίρνει όσα χρόνια κι αν πέρασαν.
Η Κυρά Σοφία και ο άνδρας της ήταν αυτόκλητοι θεματοφύλακες της ηθικής της μάνας μου, προσπαθώντας να της επιβάλουν τους τοπικούς τρόπους συμπεριφοράς, τρόπους που εφάρμοζαν τότε οι γυναίκες των ναυτικών που μπαρκάριζαν στα πλοία. Έτσι λοιπόν τη συμβούλευαν με τη δύση του ηλίου να κλείνει τα παράθυρα και να σφαλίζει τις αραχνοΰφαντες πλεκτές με το βελονάκι κουρτίνες, ώστε να «μη δίνει λαβή στον κόσμο». Η μάνα μου από τη φύση της ανεξάρτητη και χειραφετημένη γυναίκα τους έγραφε κανονικότατα μένοντας μέχρι τα βαθιά μεσάνυκτα συζητώντας και καπνίζοντας στην αυλή, κοντά όμως στο παραθύρι του δωματίου που κοιμόμουν για να έχει το νου της.
Η άμεση γειτνίαση του σπιτιού με τη θάλασσα εκτός των πλεονεκτημάτων, είχε και μειονεκτήματα που έκαναν τη μάνα μου να αγωνιά και να βρίσκεται διαρκώς σε εγρήγορση σχετικά με την ασφάλειά μου. Μια μέρα αφού γυρίσαμε από τη θάλασσα και φάγαμε το μεσημεριανό με έβαλε να κοιμηθώ. Η ώρα του μεσημεριανού ύπνου μου, ήταν για τη μητέρα μου, ώρα ξεκούρασης που μπορούσε να ασχοληθεί λίγο με τον εαυτό της. Εγώ για κάποιο λόγο ξύπνησα νωρίτερα και χωρίς να κάνω φασαρία πήγα και κρύφτηκα μέσα σε μια φουσκωτή βάρκα που είχαμε πρόχειρα φυλαγμένη έξω από το υπνοδωμάτιο. Ο καιρός γύρισε σε σοροκάδα, ο άνεμος άρχισε να φυσάει, το κύμα έσκαζε με θόρυβο πάνω στο κρηπίδωμα και τα παντζούρια χτυπούσαν αναμεταξύ τους. Ο καπετάν Γιάννης πήγε και τράβηξε τη βάρκα του κατά γιαλό μεριά βρίζοντας θεούς και δαίμονες. Η μάνα μου είχε απορροφηθεί βλέποντας την αλλαγή του καιρού, οπότε στιγμιαία συνειδητοποίησε την απουσία μου. Με μιας έτρεξε στο δωμάτιο που κοιμόμουν να με βρει και βλέπει το άδειο παιδικό κρεβάτι. Μπήγει τις φωνές καλώντας το όνομά μου: «Γιώργο….Γιώργο που είσαι παιδί μου;» και δεν παίρνει απάντηση. Τρέχει φωνάζοντας τον καπετάν Γιάννη και τη κυρά Σοφία να ψάξουν το σπίτι τους και στον μπροστινό κήπο, ενώ αυτή έτρεξε στο κρηπίδωμα που λόγω επάχμασης του καιρού το έλουζε το αφρισμένο κύμα. Έξαλλη τρέμει με την ιδέα ότι έχω πέσει στη θάλασσα. Εγώ κουρνιασμένος μέσα στη βάρκα με έχει πάρει ο ύπνος και δεν παίρνω χαμπάρι για το τι διαδραματίζεται. Δυο χέρια με ανασηκώνουν και με δίνουν στη μάνα μου, που με αγκαλιάζει κλαίγοντας μιας και η αγωνία πέρασε. Έκτοτε η βάρκα ξεφούσκωσε και η μάνα μου με κοίμιζε με κλειστή την πόρτα.
Οι διακοπές συνεχίζονταν ήρεμα και ήσυχα όταν δέχτηκα επίθεση από λιτζές. Στην Άνδρο ενδημούν άγριες μέλισσες που εμφανίζονται εκεί που δεν τις περιμένει κανείς. Έπαιζα αμέριμνος στην ακρογιαλιά, όταν δίπλα στο δεξί μου αυτί άκουσα ένα παράξενο έντονο βουητό και αντανακλαστικά κούνησα το δεξί μου χέρι. Το βουητό σταμάτησε απότομα και ταυτόχρονα ένοιωσα έναν αφόρητο πόνο στο εσωτερικό του αυτιού μου και αμέσως ούρλιαξα. Πρώτη κατέφθασε η κυρά Σοφία που έτυχε να βρίσκεται κοντά μου. Με πήρε στην αγκαλιά της και με πήγε στη μάνα μου, που δεν είχε συνειδητοποιήσει τι κακό μου είχε συμβεί. Το κλάμα και τα ουρλιαχτά μου μαζεύουν τους γείτονες και τους περαστικούς που σταματάνε από λύπηση και περιέργεια, ανάμεσά τους και ο Παναγιώτης – ο Παναής, ο Πιτ- που πλησιάζει τη μάνα μου και της λέει: «Κυρά Ζαφείρα ξέρω τι έχει πάθει ο γιός σου…τόνε τσίμπησε λιζτά!», ακούγοντας τον Παναγιώτη η μάνα μου τρελάθηκε, γιατί νόμιζε, ότι η λιτζά είναι φίδι! Και αμέσως τρέχει στον Λιμενικό Σταθμό για να νοικιάσει πλωτό μέσο να με μεταφέρει αμέσως στον Πειραιά. Μέχρι να γυρίσει πίσω το αυτί μου αρχίζει να πρήζεται και να κλείνει το δεξί μου μάτι. Μια ηλικιωμένη γυναίκα μαυροντυμένη με παίρνει και με ξαπλώνει στην ποδιά της. Εγώ συνεχίζω να κλαίω γοερά, αυτή σκύβει πάνω μου και αισθάνομαι τη μυρουδιά της κάτι από πράσινο σαπούνι και οινόπνευμα. Το χέρι της ανοίγει επιδέξια το πρησμένο αυτί μου και με μια απότομη αλλά σταθερή κίνηση τραβά με ένα τσιμπιδάκι των φρυδιών και βγάζει τη λιτζά μαζί με το κεντρί της. Η κίνηση αυτή με πονάει αλλά ο πόνος μετριάζεται όταν μου στάζει μερικές σταγόνες ζεστό λάδι από το καντήλι. Η μάνα μου επιστρέφει πίσω λαχανιασμένη απογοητευμένη από την έλλειψη διαθέσιμου πλωτού μέσου και με παίρνει στην αγκαλιά της διαπιστώνοντας ότι ο πόνος μειώνεται. Μετά από μερικές μέρες η λιτζά ήταν μια κακή ανάμνηση. Η ηλικιωμένη γυναίκα που με περίθαλψε ήταν η μαμή του Κορθίου. Ας είναι ευτυχισμένη η ψυχούλα της εκεί ψηλά στον ουρανό!
Η μικρή κοινωνία του Κορθίου σχολίαζε τη μάνα μου για τη τακτική της να με βουτάει στη θάλασσα, ενώ εγώ φοβόμουν και αντιδρώντας σπάραζα στο κλάμα. Φαίνεται ότι η μητέρα μου ήθελε από τόσο τρυφερή ηλικία να κολυμπάω κυριολεκτικά σε βαθιά νερά. Αγνοούσε ότι τα παιδιά μέχρι την ηλικία του ενός έτους δεν φοβούνται το υγρό στοιχείο μια και είναι εξοικειωμένα με το υγρό περιβάλλον της μήτρας, ενώ μόλις μεγαλώσουν συνειδητοποιούν τον κίνδυνο και φοβόνται. Οι φωνές της και τα παρακάλια μου ακούγονταν μέχρι το Καντούνι και πιθανώς ως το Πήδημα της Γριάς! Τη λύση την έδωσε ο πατέρας μου όταν ήλθε να μας επισκεφτεί με την άδειά του. Μου έφερε σαν δώρο ένα πλαστικό κοτεράκι και με έπιασε από το χέρι να το ρίξουμε στο νερό. Ακολουθώντας το να πλέει ξεθάρρεψα και μετά έκλαιγα για να βγω.
Ο πατέρας μου για να περνάει το χρόνο του πήγαινε για ψάρεμα με τον καπετάν Γιάννη που ήταν βιρτουίοζος στη καθετή, στο καλάμι και σε όλα τα είδη της αλιείας. Τους παρακολουθούσα να αρματώνουν τις πετονιές, να δολώνουν και να σενιάρουν τα παραγάδια συζητώντας για ψαρέματα και ψάρια, για καιρούς και ψαρότοπους χωρίς να καλοκαταλαβαίνω, μιας και το ενδιαφέρον μου εστιαζόταν σε ένα μικρό γατάκι που και αυτό σαν και μένα παρακολουθούσε σαν ωτακουστής τη συζήτηση.
Ένα άλλο γεγονός ήλθε να συνταράξει την ηρεμία των διακοπών μας στην Άνδρο. Την εποχή εκείνη δεν ήταν διαδεδομένο το παστεριωμένο εμφιαλωμένο γάλα και η μητέρα μου αποφάσισε να μου δίνει φρέσκο αγελαδινό γάλα αφού πρώτα το έβραζε επισταμένως. Για μένα αλλά πιστεύω για πολλά παιδιά, το βραστό γάλα με αηδίαζε, ιδίως η πέτσα που υπήρχε στην επιφάνεια καθώς και έντονη μυρουδιά της γαλατίλας. Ήμουν ανήμπορος και να το αρνηθώ ακόμα, γιατί η κυρά Ζαφείρω δεν χωράτευε και δεν δεχόταν αντιρρήσεις. Ειρήσθω εν παρόδω ότι ή ίδια δεν έπινε ποτέ μα ποτέ γάλα!
Έτσι λοιπόν σε καθημερινή βάση ερχόταν πρωί πρωί στο σπίτι μας η Βούλα πάνω σε ένα μουλάρι και μας έφερνε μισή οκά γάλα. Η μάνα μου το έπαιρνε και το έβραζε και μετά ακολουθούσε το δικό μου μαρτύριο που διαρκούσε αρκετή ώρα μέχρι να το πιω με διακεκομμένες γουλιές που στη κυριολεξία τις άκουγα να κατεβαίνουν στο στομάχι μου. Μια μέρα αφού είχα τελειώσει με κλάματα το πρωινό βάσανο του γάλακτος, εντελώς ξαφνικά εμφανίστηκαν στο σώμα μου εξανθήματα σαν καντήλες που προκαλούσαν έντονο κνησμό. Η μάνα μου ανησύχησε γιατί φοβόταν μήπως έχω συμπτώματα αλλεργίας και κινδυνεύσω να πάθω αλλεργικό σοκ. Μη πήρε κυριολεκτικά στα χέρια και με πήγε στο σπίτι του Σταυρόπουλου του μοναδικού γιατρού του Κορθίου που έμενε στο Καντούνι. Ο γιατρός με ξάπλωσε στο ιατρικό κρεβάτι και σκύβοντας πάνω μου, εξέτασε με προσοχή αμίλητος τα εξανθήματα που είχαν αρχίσει να πρήζονται και να κοκκινίζουν. Μετά ρώτησε τη μάνα μου αν ήμουν αλλεργικός σε κάποια τροφή, μας έδωσε μια πομάδα καταπραϋντική και ρώτησε τι γάλα μου δίνει. Η μητέρα μου του απάντησε για την προέλευση του γάλακτος, αλλά αυτός ζήτησε να μάθει τι ταΐζουν τις αγελάδες, γιατί κατά την άποψή του η αλλεργία προερχόταν από το είδος της ζωοτροφής τους.
Την άλλη μέρα η μητέρα μου με πήγε στο βουστάσιο που ήταν στο δρόμο προς την Αγία Κατερίνα, για να μάθει τις διατροφικές συνήθειες των αγελάδων. Περιττό να αναφερθεί, ότι η βρόμα από το βουστάσιο ήταν χειρότερη από την αλλεργία γιατί ο κίνδυνος ασφυξίας ήταν άμεσος! Η Βούλα προθυμοποιήθηκε να μας δείξει τις ζωοτροφές, που ήταν τριφύλλι και σανό, η μάνα μου όμως επέμενε και άρχισε να περιφέρεται γύρω από το βουστάσιο παρά την έντονη αποφορά από τα κάτουρα και τις σβουνιές. Σε μια μεριά εντόπισε μερικές αγελάδες να μασουλάνε μακάρια με το σπινθηροβόλο βλέμμα τους συκόφυλλα. Της φάνηκε περίεργο και μαζεύοντας ένα το έσπασε και μου το έτριψε ελαφρά στο χέρι μου και αμέσως δημιουργήθηκε εξάνθημα. Εύρηκα! Το μυστήριο είχε επιτέλους λυθεί. Η αφεντιά μου ήταν και είναι ακόμη αλλεργική στο γάλα, που έχουν τα συκόφυλλα, το περίεργο είναι ότι δεν έχω καμία παρενέργεια τρώγοντας σύκα!
Δυστυχώς το καθημερινό μαρτύριο του πρωινού γάλακτος συνεχίστηκε και οι ελάχιστες ελπίδες αποφυγής του, οικτρά διαψεύστηκαν.