Τα Αντριώτικα … Το καφενεδάκι του Αραπογιώργη στο μώλο του Κορθίου … του ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΑΝΑΚΗ… τότε που μοναδικό ξενοδοχείο στο Κόρθι της δεκαετίας του ’70 ήταν του Μάνεση και τα ενοικιαζόμενα βιοκλιματικά σπίτια της περιόδου…
«Θα σ’ αρχινέψω με δαύτο!».Η απειλή εκτοξεύτηκε εις επήκοον όλων των θαμώνων του καφενείου που καθόντουσαν και απολάμβαναν νωχελικά το φεγγάρι που αντιφέγγιζε στα ακύμαντα νερά του όρμου του Κορθίου ένα βράδυ του Αυγούστου του 1965. Η τραχιά και βραχνή φωνή του Αραπογιώργη απευθυνόταν προς τον πιτσιρικά Δημήτρη ευκαιριακό βοηθό και μικροσυγγενή της γυναίκας του της Αραπομαρίας. Ο εν λόγω πιτσιρικάς τις στιγμές που δεν είχε τι να κάνει, και βαριότανε, έτσι για πλάκα πετούσε μια παλιοσαμπρέλα, στους ανθρώπους που κάνανε τη βόλτα τους στο μουράγιο, φωνάζοντας ταυτόχρονα «φίδι, φίδι».Το σκοτάδι είχε πέσει για τα καλά και ένας τύπος που περνούσε μ’ ένα μηχανάκι ζουνταπ, βλέποντας ένα απροσδιόριστο μαύρο πράγμα, φρενάρισε απότομα και χάνοντας την ισορροπία του έπεσε κάτω. Η βαβούρα που δημιουργήθηκε, διέλυσε τη γαλήνη στην προκυμαία και έκανε τους θαμώνες να σηκωθούν από περιέργεια για να δούνε τι έγινε, τι συνέβη και μερικοί έσπευσαν να βοηθήσουν. Όθεν ο Αραπογιώργης ανέλαβε πάραυτα να επιβάλει τη τάξη, παρατηρώντας τον βοηθό του και κραδαίνοντας την σαμπρέλα με το δεξί χέρι- στο αριστερό κρατούσε το δίσκο με τις πορτοκαλάδες και τα ποτήρια, καλαμάκια δεν υπήρχαν ακόμα τότε. Η Αραπομαρία αντιλαμβανόμενη το επεισόδιο, σηκώθηκε από την καρέκλα της που βρισκόταν δεξιά στην είσοδο του καφενείου και φώναξε προς τον σύζυγό της: «Βρέ Γιώργη τι σούκαμε το παιδί;».
Ο άντρας της ενοχλημένος από την εμπλοκή της γυναίκας του και μάλιστα εμπρός στους θαμώνες, με οργίλο ύφος της φώναξε: «Εσύ να κοιτάς τη δουλειά σου, το ανίψι σου που μούφερες από τα Γαυριοχώρια πρέπει να φάει ντουπί για να στρώσει…αλλά που θα πάει θα του αργάσω το τομάρι». Το περίεργο της όλης υπόθεσης έγκειτο στο ότι η Αραπομαρία ήταν κουφή και το ερώτημα όλων των παρευρισκομένων ήταν πως τέλος πάντων αντελήφθη το συμβάν και έσπευσε να πάρει το μέρος του Δημήτρη.
Το κανονικό όνομά του ήταν Γεώργιος Σταματελόπουλος, αλλά είχε πάρει το παρατσούκλι Αραπογιώργης λόγω του μελαμψού χρώματός του. Όλοι της οικογενείας του είχαν το πρόθεμα Αραπ που συνδυαζόταν με το βαφτιστικό τους. Καταγόντουσαν από το χωριό Ρωγό που βρισκόταν πάνω από το Κόρθι.
Ο Αραπογιώγης ήταν πεντηκοντούτης λεπτός, νευρώδης, σοβαρός. Είχε διατελέσει ναύτης μπαρκάροντας σε Αντριώτικα βαπόρια και είχε ξενιτευτεί στην Αμερική για μερικά χρόνια, το κλίμα εκεί μάλλον δεν τον σήκωσε και επιστρέφοντας στη γενέθλια νήσο του, ασχολιότανε με το καφενείο ενίοτε επαγγελόταν τον βαρκάρη, παράλληλα ψάρευε και δούλευε στο μποστάνι του. Συνήθως φορούσε καρό πουκάμισο και ντρίλινο μπεζ παντελόνι που το είχε φέρει από την Αμερική. Κατάσαρκα χειμώνα καλοκαίρι έφερε μάλλινη φανέλα συνήθεια από τα χρόνια των βαποριών. Δερμάτινα πέδιλα με σόλα από λάστιχο αυτοκινήτου συμπλήρωναν την αμφίεσή του. Αξιοπερίεργο ήταν, ότι σε αντίθεση με το υπόλοιπο σώμα του, που ήταν σκούρο, οι πατούσες του ήταν άσπρες που αποδιδόταν στα σκληράδια που είχαν δημιουργηθεί από τη χρόνια ξυπολησιά.
Για κάποιο ανεξήγητο λόγο ο Αραπογιώργης είχε εμμονή με το πράσινο χρώμα. Καταπράσινη ήταν βαμμένη η οκτάκωπος βάρκα του, που έφερε το όνομα της γυναίκας του, ΜΑΡΙΑ με μαύρα γράμματα καλλιγραφικά γραμμένα δεξιά και αριστερά πλώρα στις μάσκες και πίσω κατάπρυμα στην παπαδιά. Η βάρκα ήταν δεμένη στον μόλο ακριβώς μπροστά από το καφενείο και αλλοίμονο σε όποιον τολμούσε να τραβήξει τον κάβο και να πηδήξει μέσα, ήταν καταδικασμένος να ακούσει τα σχολιανά του και να αρπάξει καμιά καρπαζιά. Η εν λόγω λέμβος, μαζί με κάποια άλλη αποτελούσαν τα βασικά μεταφορικά μέσα για την εκφόρτωση του μότορσιπ που κατέπλεε για να εφοδιάσει το νησί. Ο Αραπογιώργης μαζί με τον μεγαλύτερο αδελφό του, τον Αραπαντώνη και έχοντας άλλους ευκαιριακούς συντροφοναύτες σαν τσούρμο, επάνδρωναν την ΜΑΡΙΑ και μεταφόρτωναν τα διάφορα υλικά, όπως σακιά τσιμέντα, οικοδομικά υλικά, φιάλες υγραερίου, ζωοτροφές από το μότορσιπ προς τον μόλο. Η εργασία αυτή γινόταν χωρίς μηχανή, αλλά κωπηλατώντας μισή ώρα από το βαποράκι, μια ώρα να ξεφορτώσουν τα υλικά στη νταλίκα που την έσερνε ένα μεγαλόσωμο μουλάρι και άλλη μισή ώρα μέχρι να καταπλεύσουν στο μότορσιπ. Τους παρατηρούσα να κωπηλατούν «κατ’ επίκωπον», δηλαδή με τον ρυθμό που έδινε ο πρυμιός δεξιός κωπηλάτης, που συνήθως ήταν ο Αραπαντώνης. Το πλήρωμα καθόταν στα σέλματα της λέμβου με ανεβασμένα τα μπατζάκια ως το γόνατο, ανυπόδητο, έτσι ακριβώς όπως λίγα χρόνια μετά, το 1969 κωπηλατούσα μαζί με τους συμμαθητές μου στον όρμο Κανελλοπούλου, έξω από τη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων, με δεκαεξάκωπο λέμβο, στο μάθημα Εφολκίων και Πρωρατικών. Έχει ο καιρός γυρίσματα που λένε!
Αμαξηλάτης της νταλίκας ήταν ένας απόμαχος ναυτικός που έχοντας τα μισά δάκτυλα σε κάθε χέρι και ένα μόνο οφθαλμό, οδηγούσε μαγγιόρικα τη νταλίκα, που την έσερνε ένα πελώριο μουλάρι περνώντας την τσίμα τσίμα από το στενό σοκάκι του Κορθίου. Ο ναυτικός αυτός είχε υποστεί τα επίχειρα της απροσεξίας του να μην αντιληφθεί καλά, ότι το φυτίλι από το δυναμίτη είχε ανάψει, με αποτέλεσμα σκάσει στα χέρια του και στο πρόσωπό του. Για να πω την αλήθεια η θέα του και μόνο με φόβιζε- ιδίως οι βαθιές ουλές στο πρόσωπό του, που του έδιναν μια αποτρόπαια όψη- στην ουσία ο άνθρωπος αυτός ήταν ήσυχος και ποτέ δεν είχε μαλώσει κάποιο παιδί. Έμενε με τη γριά του σε ένα ισόγειο σπίτι λίγο πριν από το τελωνείο.
Αργά το απόγευμα, όταν σχολούσαν, μαζευόντουσαν στο καφενείο και ο Αραπογιώργης τους πλήρωνε, πλενόντουσαν με το λάστιχο έξω στη βρύση και καβαλώντας τα υποζύγιά τους επέστρεφαν οίκαδε. Μερικοί όμως κατέληγαν στα καφενεία που ήταν αντικριστά στο ένα και μοναδικό σοκάκι και χαλάρωναν με ρακιές. Ερχόντουσαν στα κέφια και καλούσαν από δίπλα το Κολλητήρι με το λαούτο του και τότε τα ρακοπότηρα εκσφενδονίζονταν και σπούσαν στον απέναντι τοίχο. Αργά με το σκοτάδι κατάφερναν να ανέβουν στο γάιδαρό τους και με τα πολλά, το αγαθό ζώο τους οδηγούσε ασφαλώς στα σπίτια τους μια και ήξερε το κακόμοιρο το δρόμο από μόνο του.
Ένας μακρινός μου θειος, ο Μπάρμπα Πέρος μετά την ολοκλήρωση της εργασίας πήγε και κατέθεσε το μεροκάματό του στο καφενείο. Στο τέλος έχοντας πιει τον άμπακα, που για να ανάψει τσιγάρο έπρεπε να κάνει gas free, γιατί η ανάσα του και μόνο ήταν σαν στρατσώνα άμβυκα απόσταξης, κατάφερε με τα πολλά ν’ ανέβει στον μεγαλοπρεπή κυπράϊκο γάιδαρό του. Ο εν λόγω γάιδαρος ήξερε τα χούγια του αφεντικού του και άρχισε να περιπατάει προς το χωριό, στον αυτόματο πιλότο που λένε. Ο Πέρος κάποια στιγμή συνειδητοποίησε ότι η καθυστερημένη έλευσή στο σπίτι και η σούρα του θα επέσυρε την μήνη της γυναίκας του και άρχισε να λακτίζει με τις φτέρνες το ζωντανό. Ο γάιδαρος δεν αντιδρούσε και ήταν στη κοσμάρα του, οπότε ο Πέρος σκέφτηκε να τον τσεντίσει εκεί που αρχίζει ο λαιμός κοντά στο σαμάρι. Από μέσα του ο Πέρος σκεφτόταν: «Τώρα θα σε κάνω να τρέχεις πιλάλα και να μη σταματάς ζωντόβολο», και αμ έπος- αμ έργον έβγαλε τον κωλοκοτρωνέικο σουγιά και άρχισε να τσεντάει τον γάιδαρο. Η αντίδραση του ζώου ήταν άμεση, η ταχύτητα αύξανε αστραπιαία σαν να είχε τούρμπο, «που σε σφάζ, που σε πονεί ζωντόβολο» ανέκραξε ο Πέρος και έμπηξε ακόμα πιο βαθειά το σουγιά. Ο γάιδαρος ξαφνιάστηκε και έκανε μια απότομη κίνηση ανεβάζοντας το κεφάλι του προς τα πάνω, με αποτέλεσμα να χωθεί η λάμα του σουγιά στο λαιμό του, και αμέσως ζεστό αίμα άρχισε να πετάγεται πάνω στον Πέρο, που αντιλαμβανόμενος τον μοιραίο κίνδυνο που διέτρεχε το ζώο του, ζεσούρωσε αυθωρί και παραχρήμα και άρχισε να σκέπτεται τι θα κάνει για να σταματήσει την αιμορραγία. Αναζήτησε τον τορβά του και από μέσα ανέσυρε μια μεγάλη φέτα ψωμί. Χωρίς να χρονοτριβήσει μάλαξε τη ψίχα και τη στούμπωσε στην αιμορραγούσα πληγή, κρατώντας την δυνατά με το χέρι του. Ο δύστυχος γάιδαρος άρχισε να χάνει δυνάμεις, ο Πέρος ξεπέζεψε και άρχισε να προπορεύεται. Σε λίγο έφτασαν στο σπίτι και έδεσε το ζώο στο παχνί του. Η πληγή δεν έβγαζε αίμα, τότε έφτιαξε κατάπλασμα από φύλα βελανιδιάς και το έβαλε στο ζωντανό. Μετά λίγες μέρες ο γάιδαρος ήταν περδίκι, sound as a bell όπως λένε οι φίλοι μας οι Αγγλοσάξωνες!
Το καφενείο της Αραπομαρίας με τα πράσινα σκουρα και το αναριχώμενο φυτό.
Το καφενείο ήταν ισόγειο με μια κεντρική πόρτα και δυο παράθυρα εκατέρωθεν. Τα τζαμιλίκια ήτα βαμμένα πράσινα όπως και τα σκούρα που ειδικά στα νησιά βρίσκονται πίσω από τα τζάμια. Η εμμονή του Αραπογιώργη για το πράσινο, τώρα που το σκέπτομαι μπορεί να αποδοθεί στα καταπράσινα μάτια της Αραπομαρίας. Στο δεξιό μέρος υπήρχε μια μεγάλη γλάστρα που ήταν φυτεμένη με αναρριχώμενα χωνάκια και ολόγυρα δειλινά και νυχτολούλουδα. Τα τραπεζάκια ήταν δυο ειδών. Αυτά που ακουμπούσαν στο στηθαίο του μουράγιου ήταν μεταλλικά με καρέκλες ξύλινες με ψαθί, σαν και αυτές που έφτιαχναν οι γύφτοι. Τα τραπέζια που ήταν στο εσωτερικό του μαγαζιού ήταν ξύλινα με μάρμαρο πάνω, τα ίδια υπήρχαν και εμπρός από την είσοδο του καφενείου. Αυτές οι ξύλινες καρέκλες ένα καλοκαίρι αποτέλεσαν σημείο τριβής μεταξύ του Αραπογιώργη και της Κυρά Ελένης της Γιαννίσαινας, που είχε παραδίπλα ταβέρνα. Για να ξεχωρίζουν οι καρέκλες η κυρά Ελένη, είχε γράψει τα αρχικά της πίσω στη πλάτη της κάθε καρέκλας: Ε Γ με άσπρη μπογιά. Ένα βράδυ, μόλις έκλεινε το μαγαζί και μάζευε τις καρέκλες, διαπίστωσε, ότι τις έλλειπαν δυο. Εις ανεύρεση των ελλειπόντων έψαξε στο μαγαζί του Αραπογιώργη και ανακάλυψε ότι δυο καρέκλες είχαν ξυσμένες πλάτες. Δια της εις άτοπον απαγωγής συμπέρανε, ότι ήταν οι δικές της. Την ίδια περίπου ώρα ο Αραπογιώργης κλείδωνε το καφενείο, η Γιαννίσαινα του ζήτησε το λόγο και δεν άργησαν να τσακωθούν, μερικοί καθυστερημένοι θαμώνες τους συγκράτησαν μέχρι να ηρεμήσουν τα πνεύματα, αλλά η κυρά Ελένη, αποχωρώντας εκτόξευσε την απειλή, ότι την άλλη μέρα θα έκανε μήνυση για κλοπή ξένης περιουσίας.
Ο Αραπογιώργης μουρμούρισε: « Αϊ να χαθείς μωρή κατσίκα…!» και ανέβηκε στο σπίτι του που ήταν πάνω από το μαγαζί. Το πρωί η Αραπομαρία ήταν στα μαύρα πανιά που λένε. Όλο αχ και βαχ ήταν, αναστέναζε όλο αγωνία και έγνοια. Βλέποντας τη μάνα μου άρχισε να της λέει τον πόνο της. «Αχ κυρά Ζαφείρα μου…αν προχωρήσει η μήνυση θα πρέπει να τρέχουμε στη Σύρα, έξοδα, δικηγόροι, αλλά…» δίστασε λίγο και συνέχισε: «…ντροπής πράγματα…είμαστε γειτόνοι τόσα χρόνια …συμφορά μας βρήκε ….εμείς δεν τα κάνουμε αυτά…είμαστε νοικοκυραίοι ανθρώποι, ο Γιώργης δεν τα κάνει αυτά …» τελειώνοντας σκούπισε ένα δάκρυ με το μαντήλι της.
Η μάνα μου γνώριζε και τους δυο γιατί σε καθημερινή βάση ήμασταν πελάτες και στη ταβέρνα και στο καφενείο, ανέλαβε λοιπόν να παίξει διαμεσολαβητικό ρόλο. Στην αρχή η Γιαννίσαινα ήταν αμετάπειστη, αλλά με τα πολλά επήλθε συμφωνία. Οι καρέκλες επεστράφησαν και μετά από λίγο επήλθε ειρήνη ανάμεσά τους.
Στο σύνορο, στην αριστερή πλευρά του καφενείου υπήρχε ένα κενό, εκεί ήταν φυτεμένη μια λυριά που έκανε μεγάλες κιτρινωπές φλάσκες, που ο Αραπογιώργης χρησιμοποιούσε σαν φελαδούρια για τα παραγάδια του. Εκεί στο υπάρχον κενό, κατόπιν αδείας του Αραπογιώργη, έκρυβα το καλαμίδι μου, που ήταν φτιαγμένο από καλάμι από τον ποταμό κ’ αρματωμένο από κάποιο φίλο. Όντας παιδί της πόλης μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση η κατασκευή του. Αγόραζα πετονιά, βαρίδια, αγκίστρια και τον φελλό από το μαγαζί του Μπόγου και μετά παρακολουθούσα την ιεροτελεστία της αρματωσιάς, έβλεπα την μαστοριά που δένανε το αγκίστρι και ήμουν πλέον πανέτοιμος να πιάσω όλα τα ψάρια του Όρμου Κορθίου, αλλά φευ το μόνο που κατάφερνα ήταν να πιάσω κανένα σπάρο ή καμιά καλογριά και να τα πάω να τα επιδείξω στη μάνα μου, που βλέποντάς τα μου έλεγε: «Μπράβο παιδί μου, δως τα στα γατάκια της Αραπομαρίας και πλύνε καλά τα χέρια σου, γιατί μυρίζουν από το δόλωμα». Και εγώ παίρνοντας το καλαθάκι μου με το δόλωμα που ήταν φτιαγμένο από βρώμια τυριά και μουλιασμένο ψωμί, όδευα με κατεβασμένο κεφάλι για να ταΐσω τις γάτες του μαγαζιού και να πλύνω πολλές φορές τα χέρια μου στη γούρνα του νεροχύτη. Από μέσα μου έκανα την ευχή την άλλη μέρα να μου χαμογελάσει η τύχη- μια και είχα επίγνωση ότι είχα ελλείψεις στη τεχνική του ψαρέματος – θα μου χαμογελάσει.
Το εσωτερικό του μαγαζιού ήταν τυπικό ενός νησιώτικου καφενείου. Στους τοίχους υπήρχε ο τιμοκατάλογος που απαιτούσε η αγορανομική διάταξη με τη μορφή μαυροπίνακα, παραδίπλα υπήρχαν ανηρτημένες διαφημίσεις μπύρας Fix, που πληροφορούσε ότι κάνει καλό καθώς και άλλες με πορτοκαλάδες Ήβη. Εντύπωση μου έκανε μια εβδομαδιαία καλλιτεχνική φωτογραφία του Αραπογιώργη, ναύτη κληρωτού να φοράει τον πηλίσκο μάγκικα προς τα πάνω με τον φιόγκο της ταινίας του μπροστά. Ήταν σφριγηλός, νεότατος και όμορφος.
Το τεζάκι ξύλινο βαμμένο με πράσινη λαδομπογιά είχε πάνω λευκό μάρμαρο και πάνω βάσεις που στηρίζονταν μπουκάλες με ούζο, ρακί και κονιάκ, πάνω τους υπήρχαν ειδικά στόμια για να διευκολύνεται το γέμισμα των ποτηριών. παραδίπλα υπήρχαν βάζα με διάφορα γλυκά κουταλιού . Όταν οι πελάτες ήταν μεγάλη παρέα, ο Αραπογιώργης πήγαινε την μπουκάλα και σερβίριζε επί τόπου και ενίοτε κέρναγε και τον εαυτό του. Για μεζέδες το κατάστημα προσέφερε σε πιατάκια του καφέ φέτες ντομάτας, αγγούρι και τυρί. Ο καλλίτερος όμως μεζές ήταν το λιαστό χταπόδι. Ο Αραπογιώργης τα χταπόδια που έπιανε τα άλειφε με λάδι- για να μην πηγαίνουν οι μύγες και οι λιτζές- και τα άπλωνε σε σχοινιά πάνω στο δώμα. Μετά τα έκοβε και τα βάζε σε ένα γυάλινο βάζο. Ο μεζές όμως ήθελε προετοιμασία που στα μάτια μου ήταν μια ιεροτελεστία. Ο Αραπογιώργης άναβε το καμινέτο και πάνω στη γυμνή φλόγα καψάλιζε ένα ένα τα πλοκάμια, και τότε μια θαλασσινή ευωδιά κατέκλυζε το μαγαζί ερεθίζοντας τους σιελογόνους αδένες των παρισταμένων.
Η μάνα μου συνήθως ξυπνούσε όταν επέστρεφαν τα ψαράδικα και μόλις έπεφταν δίπλα πριν καλά καλά πετάξουν κάβο, ανασήκωνε τη ρόμπα της και πηδούσε μέσα στο καΐκι. Συνήθως ο Πανταζής της έβαζε τις φωνές, αλλά για τους τύπους, τότε η μάνα μου διάλεγε τα καλλίτερα πριν ακόμα ξεψαρίσουν, λαχταριστά πετρομπάρμπουνα ή ολόφρεσκες γόπες. Η ίδια περίπου διαδικασία γινόταν όταν κατέπλεε το καΐκι του Άγγελου και της Μαριέτας. Ο Άγγελος με σκαιό ύφος φώναζε προς τη μάνα μου: «Κυρά Ζαφείρα δεν έχω τίποτα» και της έκλεινε το μάτι. Μετά τη καλούσε και της έδινε τα πιο καθαρά ψάρια.
Τα ψάρια αυτά η μάνα μου τα καθάριζε στη θάλασσα εμπρός από το καφενείο, τα έβαζε σε μια λεκάνη και τ’ δινε για τηγάνισμα στον Αραπογιώργη, ενημερώνοντας τον για την ώρα που θα επιστρέφαμε από το μπάνιο. Τα ψάρια τα τηγάνιζε με έναν μοναδικό τρόπο, κρουστά από έξω και από μέσα ζουμερά. Αν περισσεύανε τα έφτιαχνε σαβόρε, σβήνοντάς τα με τριανταφυλλόξιδο ρίχνοντας ψιλοκομμένες σκελίδες σκόρδο και μερικά φύλλα δεντρολίβανου. Όσα χρόνια και αν έχουν περάσει διατηρώ τη γευστική μνήμη αυτών των φαγητών, φτιαγμένα με μεράκι και αγάπη από ένα ξωμάχο της θάλασσας, τον Αραπογιώργη και τον μακαρίζω, ο Θεός να τον συχωρνά.
Όταν πηγαίναμε για διακοπές στην Άνδρο τη δεκαετία του 70 δεν υπήρχαν στον Γιαλό οργανωμένες ξενοδοχειακές εγκαταστάσεις. Μοναδικό ξενοδοχείο ήταν του Μάνεση, που όμως για τα οικονομικά μας ήταν ακριβό. Η προσφορότερη λύση ήταν να καταλύουμε σε ενοικιαζόμενο δωμάτιο, που βέβαια ήταν απλό και ταπεινό. Έτσι λοιπόν μέναμε σε ένα δωμάτιο πάνω από το καφενείο. Αν και νησιώτικο είχε τοίχους μεγάλου πάχους και το δώμα αντανακλούσε τις ακτίνες του ήλιου, ήταν δηλαδή ένα βιοκλιματικό σπίτι! Δυο ντιβάνια, μια εταζέρα, δυο καρέκλες καφενείου και ένας γλόμπος αποτελούσαν τον εξοπλισμό του! Ο καμπινές ήταν χωροταξικά ορισμένος έξω στο πλατύσκαλο, στο τοίχο ήταν στερεωμένο με καρφιά μικρό ντεπόζιτο με βρυσάκι που είχε ενσωματωμένο καθρέπτη που έγραφε με καλλιγραφικά γράμματα «καλημέρα σας». Το φλασάρισμα της τουαλέτας γινόταν χειροκίνητα με μαστραπά από γειτνιάζον βαρέλι, όσο για το ντους υπήρχε λάστιχο απ’ αυτά τα μαύρα που τότε τα χρησιμοποιούσαν για το πότισμα. Φέρνω στη μνήμη μου αυτές τις συνθήκες διακοπών της δεκαετίας του 70, τότε που όλα ήταν απλοϊκά και το ενδιαφέρον μας ήταν εστιασμένο στην απόλαυση της θάλασσας, του καθαρού πελαγίσιου αέρα, της όμορφης φύσης, χωρίς φκιασίδια, με σαγιονάρες, ένα σορτς, ένα κοντομάνικο μπλουζάκι και αναλογίζομαι πόσο περίπλοκη έχουμε κάνει τώρα τη ζωή μας με τις ατέλειωτες ανούσιες απαιτήσεις, που σε τελευταία ανάλυση δυσκολεύουν τη ζωή μας.
Η μέρα μας άρχιζε με ένα πρωινό που παίρναμε με τη μητέρα μου έξω από το δωμάτιο. Καφές ελληνικός ψημένος στο καμινέτο γι’ αυτήν και γάλα με κουλουράκια γλυκάνισου για μένα. Από ένα τρανζίστορ Hitachi με δερμάτινο προστατευτικό κάλυμμα ακούγαμε με προσοχή το πρωινό δελτίο ειδήσεων με ιδιαίτερη έμφαση και προσοχή στο «Δελτίο Καιρικών Συνθηκών στα Ελληνικά Πελάγη». Το παρακολουθούσα με ιδιαίτερη αγωνία μήπως και έλεγαν για τη Θάλασσα των Κυκλάδων «κατάσταση θαλάσσης τρικυμιώδης άνεμοι 7-8 μποφορ» γιατί η μάνα δεν το ’χε σε τίποτα να μου πει: «άντε να τα μαζεύουμε να γυρίσουμε μη και ξεμείνουμε στην Άντρο». Αμέσως κατεβαίναμε στο καφενείο για συζήτηση με την Αραπομαρία που διηγούταν όλα τα κουτσομπολιά του Γιαλού, κ’εγώ εύρισκα την ευκαιρία να πάω να ψαρέψω στο κεφαλόμολο αφού είχα εν τω μεταξύ γίνει σύχρηστος μαλάζοντας βρώμια τυριά και ψίχα ψωμιού για να φτιάξω δόλωμα. Κάποια στιγμή επέστρεφε ο Αραπογιώργης από το μπαξέ συνοδευόμενος από τη Κανέλα μια κυνηγητική μικρόσωμη σκυλίτσα. Τα ρούχα του ήταν λασπωμένα από τις αγροτικές εργασίες και κουβαλούσε ένα καλάθι με σύκα και μια καστάνια με γάλα από τη κατσίκα. Τα σύκα αυτά ήταν ολόγλυκα και τα τρώγαμε παγωμένα. Μετά τη κοινωνική ενημέρωση πηγαίναμε στο μαγαζί του Μπόγου για να πάρει η μάνα μου την Καθημερινή που της φύλαγε ο Γιώργος. Αυτό το μαγαζί- σήμερα θα το λέγαμε general store- είχε σχεδόν τα πάντα, από εφημερίδες, αλεύρια, σαρδέλες παστές, τυριά, μπακαλιάρο παστό, μακαρόνια, σκούπες, άρβυλα, υποδήματα, είδη ψαρικής, και ό, τι έβαζε ο νου σου. Ο Γιώργος ο Μπόγος ήταν η επιτομή του Εμπόρου με ε κεφαλαίο. Ομιλητικός, παμπόνηρος, ήξερε τι ήθελε ο πελάτης του και τον εξυπηρετούσε. Με την εφημερίδα επιστρέφαμε στο καφενείο και μετά την ανάγνωση ετοιμαζόμαστε για το μπάνιο στο Βίντσι.
Ενίοτε για το μεσημεριανό πηγαίναμε στη ταβέρνα της Γιαννίσαινας, που ήταν σχεδόν δίπλα μας. Είχε μαγειρευτά φαγητά, λαδερά και του φούρνου. Ήταν σπιτικά φαγητά γευστικά και νόστιμα. Το ψητό μοσχάρι νουά με σάλτσα και πατάτες τηγανιτές ή πουρέ ήταν η πρώτη προτίμησή μου.
Ο μεσημεριανός ύπνος ήταν υποχρεωτικός, αλλά από δίπλα ο Νικολάκης ο Οργίνος με έβαζε σε πειρασμό να την κοπανήσω για να πάμε να ψαρέψουμε μελανούρια. Έτσι λοιπόν ακροπατώντας ήσυχα ήσυχα την έκανα με ελαφρά πηδηματάκια από το δωμάτιο και φορώντας ένα μεγάλο ψάθινο καπέλο έπαιρνα το καλάμι μου και μαζί με το φίλο μου τον Νίκο την κάναμε προς την Αγία Κατερίνα. Το ψάρεμα ήταν ωραίο, λέγαμε καλαμπούρια και άλλες υπερβολές που ούτε οι ίδιοι δεν τις πιστεύαμε και ήμασταν μες τη καλή χαρά που λένε, όταν η μάνα μου ξαφνικά σαν φάντης μπαστούνι εμφανίστηκε από πίσω μας και μας την έσπασε. Ο μεν Νίκος την έκανε, εγώ όμως πήγαινα από πίσω από τη μάνα μου, τρίβοντας το δεξιό μάγουλο από το χαστούκι που μόλις είχα φάει. Το δίδαγμα (lesson learned) ήταν: η μάνα μου να κλειδώνει την πόρτα του δωματίου και να βάζει το κλειδί κάτω από το μαξιλάρι της. Α και να μη το ξεχάσω: Τα δυο μελανούρια που είχαμε πιάσει τα έφαγε η γάτα της γιαγιάς του Νίκου!
Υπήρχαν μέρες που έπιανε μπουρίνι και στον Όρμο του Κορθίου εύρισκαν καταφύγιο απαγκιάζοντας διάφορα ξένα καΐκια, μια φορά έπιασε ένα Καλυμνιώτικο σφουγγαράδικο. Ο καπετάνιος ερχόταν για καφέ στο καφενείο του Αραπογιώργη και φουμάροντας το τσιγάρο του έπιαναν τη κουβέντα με ναυτικές ιστορίες. Καθισμένος παραδίπλα είχα ανοικτά τα αυτιά και τα μάτια της φαντασίας μου και ταξίδευα μαζί τους στις μακρινές θάλασσες. Όλες αυτές οι ιστορίες αληθινές ή ψεύτικες ήταν για μένα ένα μαγικό χαλί που μ’ αυτό πετούσα πάνω από θάλασσες και ωκεανούς. Το 1970 σαν πρωτοετής Ναυτικός Δόκιμος στο εκπαιδευτικό θερινό πλού, είχα τη μοναδική εμπειρία στο Λιβυκό Πέλαγος να συναντήσουμε με τα Αντιτορπιλικά Α/Τ ΙΕΡΑΞ και Α/T ΑΕΤΟΣ σφουγγαράδικα και να τους προσφέρουμε πόσιμο νερό, τρόφιμα, και να τους δώσουμε ιατρική βοήθεια.
Ανάμεσα στους θαμώνες του καφενείου του Αραπογιώργη ήταν και μια γάτα που είχε καρφωμένο στο πάνω χείλος της ένα αγκίστρι, μάλλον από μεγάλη βουλιμία άρπαξε ένα ψάρι που ήταν αγκιστρωμένο. Το δύστυχο ζώο περιφερόταν στη προκυμαία και βλέποντας το μόνο προξενούσε αισθήματα πόνου και λύπης. Ήταν ένα πρωί που οι θαμώνες ήταν χωμένοι στο καφενείο λόγω κακοκαιρίας. Ο άνεμος λυσσομανούσε σηκώνοντας θεόρατα κύματα που καβαλούσαν το τσιμεντένιο προστατικό τοιχίο. Ο Αραπογιώργης έφτιαχνε τσάγια και τα έδινε στους πελάτες που οι περισσότεροι ήταν μέλη του πληρώματος ενός Καλυμνιώτικου σφουγγαράδικου. Κάποιοι άρχισαν να παίζουν πρέφα ανάμεσά τους και ο Μήτσος ένας Ανδριώτης ναυτικός που εκείνη την εποχή ήταν ξέμπαρκος. Κάπνιζαν και έπαιζαν γράφοντας τα καπίκια με το τεμπεσίρι στη πλάκα. Τα τζάμια του μαγαζιού άρχισαν να θολώνουν από τα ζεστά χνώτα. Όντας ασυνήθιστος στο ντουμάνι του καπνού σηκώθηκα και άνοιξα λιγάκι την πόρτα. Από το μικρό άνοιγμα πέταξε κεφάλι που λένε η αγκιστρωμένη γάτα και δειλά δειλά έκανε να μπει μέσα.
Ο καπετάνιος του σφουγγαράδικου την πήρε χαμπάρι και βλέποντάς την λυπήθηκε. Η γάτα είχε μπει για τα καλά μέσα στο μαγαζί, όταν όμως κατάλαβε ότι κάποιος πήγανε να την πιάσει, τσιτώθηκε με ορθωμένες τις τρίχες της και βγαλμένα τα γαμψά νύχια της. Η παρέα που έπαιζε πρέφα σταμάτησε και μερικοί άρχισαν να δίνουν συμβουλές πώς να την πιάσουν και να την απαλλάξουν από το αγκίστρι. Όσο την πλησίαζαν τόσο αυτή ούρλιαζε και από γάτα είχε μετατραπεί σε επικίνδυνο αρπακτικό. Ο Μήτσος εις επήκοον όλων των συνδαιτυμόνων με βραχνή φωνή από τα τσιγάρα φώναξε ειρωνικά: «Σίγα μη φοβηθούμε το ζω…τίγρης είναι μωρέ….γάτης είναι!» και σηκώθηκε βγάζοντας το πουκάμισό για να το ρίξει πάνω στον γάτη για να τον μπουζουριάσει. Δεν πρόλαβε να κάνει βήμα, όταν ο γάτης του όρμησε σαν τίγρης και δίνοντάς του μια με τα νύχια του την έκανε προς τα έξω! Ο Αραπογιώργης αμέσως του έδωσε τις πρώτες βοήθειες πλένοντας τις νυχιές με σπίρτο και βάζοντας κατάπλασμα καπνό από ένα τσιγάρο. Ο καλός και φιλόζωος Μήτσος είχε πέσει θύμα της ανιδιοτέλειας του. Ο γάτης που δεν ήταν τίγρης συνέχισε να κυκλοφορεί στο λιμάνι με καρφωμένο στο χείλος του το αγκίστρι!
Όταν άρχιζε το κυνήγι ο Αραπογιώργης αρματωμένος με το δίκαννο, με τον τορβά στον ώμο και την Κανέλα να κουνάει την ουρά της, αναχωρούσε για τα πλησιέστερα βουνά. Γύριζε αργά το απόγευμα έχοντας στον τορβά λαγούς που τους μαγείρευε εν κρυπτώ και απαραβύστω με τον φόβο, ότι θα του κολλούσαν διάφοροι μουστερίδες για μεζέ. Η μάνα μου και εγώ δεν τρώγαμε το κυνήγι και έτσι δεν έτρεχε τίποτα.
Το καφενείο στην πραγματικότητα είχε ελάχιστα να προσφέρει στους πελάτες του, παρόλα αυτά ερχόταν πολύς κόσμος γιατί ήταν στο καλλίτερο μέρος του λιμενίσκου του Γιαλού. Από εκεί καθόσουν και έβλεπες το φανάρι του μόλου να αναβοσβήνει με φόντο της ακύμαντη θάλασσα που πάνω της καθρεπτιζόταν σαν μια λεπτή φωτεινή γραμμή το αυγουστιάτικο φεγγάρι. Ο παφλασμός του κύματος που δημιουργούσε η αύρα έφερνε την ευωδία της θάλασσας από τα ξεσωριασμένα φύκια. Οι θαμώνες έπιναν την πορτοκαλάδα τους και απολάμβαναν το υπέροχο αυτό γαλήνιο τοπίο, παράλληλα έπαιρναν μάτι το σουλάτσο των διερχομένων κοριτσιών, που τα συνόδευαν οι γονείς τους. Το ειδυλλιακό αυτό σκηνικό διαλυόταν από την αγριοφωνάρα του Αραπογιώργη που τσακωνόταν με την Αραπομαρία. Συνήθως κάποιο λάθος θα γινόταν σε καμιά παραγγελία και τότε ο Αραπογιώργης με σκαιό ύφος απευθυνόταν στη γυναίκα του: «Μωρέ κουφάλογο πάλι λάθος έκανες;» και η συμβία του απαντούσε όλο χάρη: «Μα Γιώργη μου δεν μου το είπες» τότε ο Αραπογιώργης όλο τσαντίλα πήγαινε να εκτελέσει την παραγγελία λέγοντας: «Α μωρή κατσίκα πού σ’ έφερα απ’ τα Γαυριοχώρια..» και όντως η Αραπομαρία είλκε την καταγωγή από το Απροβάτου, ένα χωριό έξω από το Γαύριο! Τα μικροκαυγαδάκια αυτά ήταν το happening του καφενείου και οι πελάτες έκαναν χάζι, έτσι λοιπόν υποψιαζόμουν, ότι το ζεύγος Αραπογιώργη-Αραπομαρίας είχε σκηνοθετημένο κάποιο καυγά για να διασκεδάζουν τους πελάτες τους. Η Αραπομαρία έφερε ακουστικό βαρηκοΐας, αλλά υπήρχαν φήμες ότι άκουγε αυτά που μόνο την συνέφερναν!
Η Αραπομαρία ήταν μεγαλόσωμη, παχύσαρκη και ογκώδης και ως αυτού ήταν δυσκίνητη. Για να κουνήσει τα πρησμένα της πόδια που κυριολεκτικά ξεχείλιζαν από τις παντόφλες της, κατέβαλε η δύστυχη μεγάλη προσπάθεια. Παρ’ όλα αυτά τα εγγενή μειονεκτήματα έκανε ό, τι μπορούσε για να εξυπηρετήσει τους πελάτες του καφενείου. Γι’ αυτό το λόγο είχε πάρει στο μαγαζί εκείνο το καλοκαίρι του 1965 τον μικρανεψιό της, Δημήτρη, από το χωριό της το Απροβάτου. Η Αραπομαρία καλωσόριζε ευγενικά τους πελάτες και έπαιρνε την παραγγελία και κούτσα κούτσα όδευε προς το τεζάκι. Μόλις ετοίμαζε την παραγγελία, έδινε τον δίσκο στον ανεψιό της για να τον μεταφέρει. Οι καφέδες συνήθως χυνόντουσαν και η αφεντικίνα έλεγε όλο τσαχπινιά: «λεφτά θα πάρετε» και σε τυχόν διαμαρτυρίες έκαμε ότι δεν άκουγε. Ο Θεός και η ψυχή της!
Ανάμεσα στα πολλά όμορφα της Άνδρου για τα οποία μπορεί δικαίως να περηφανεύεται, είναι τα γλυκά της. Τα γλυκά του κουταλιού ευωδιάζουν από τα δώρα της φύσης που ο Θεός έχει χαρίσει απλόχερα σ’ αυτό το νησί. Από πού να αρχίσω και από πού να τελειώσω: Κερασάκι, καρπούζι τραγανό, μελιτζανάκι, καϊσί, λεμονανθός, βύσσινο στο βαθύ χρώμα της φωτιάς, το σταφύλι, το νεραντζάκι, η κατακίτρινη φράπα, το χρυσοκόκκινο κυδώνι με τα αμύγδαλο και την αρμπαρόριζα, και το θεϊκό περγαμόντο.
Η Αραπομαρία παινευόταν στη μάνα μου για το γυριστό πυρκαμύγδαλό της, το μοναδικό σύμφωνα μ’ αυτή σ’ όλο το Κόρθι. Το εν λόγω γλυκό έμοιαζε με τη γνωστή σ’ όλους μας βανίλια –το γνωστό υποβρύχιο. Η Αραπομαρία ασελγούσε παρά φύσιν – γλωσσικά εν αγνοία της, γιατί το γλυκό αυτό λεγόταν πικραμύγδαλο! Σε αιτήσεις της μάνας μου να της δώσει τη συνταγή, αυτή δεν έστεργε προβάλλοντας τον ισχυρισμό, ότι η ρετσέτα είναι δύσκολη και συν τοις άλλοις μυστική. Και για να δικαιολογήσει το πέπλο μυστηρίου που ηθελημένα κάλυπτε τη συνταγή του γυριστού πικραμύγδαλου, της είπε με εμπιστευτικό ύφος, ότι την ώρα που φτιάχνεται το γλυκό δεν πρέπει στη κουζίνα να υπάρχει άνδρας, γιατί «κόβει». Να που στην Άνδρο οι γυναίκες έπαιρναν εκδίκηση από τον αποκλεισμό τους από το Περιβόλι της Παναγίας, το Άγιο Όρος!
Για να «εξιλεωθεί» κατά κάποιο τρόπο με τη μάνα μου, λόγω της βοήθειας που της έδωσε με την υπόθεση των καρεκλών της Ελένης της Γιαννίσαινας, χαμογελώντας συγκαταβατικά της υποσχέθηκε να τη φιλέψει ένα βάζο.
Περί το μέσο της ημέρας η Αραπομαρία έδιωξε από το μικρό κουζινάκι του καφενείου τον Αραπογιώργη και τον Δημήτρη, που ευκαιρία ζητούσε για να πάει μια ώρα αρχύτερα για μπάνιο στη σκάλα και μένοντας ολομόναχη άρχισε να προετοιμάζει το γλυκό. Μέτρησε τη ζάχαρη και την έριξε στη κατσαρόλα και μετά το νερό και άναψε το πετρογκάζ. Με μια ξύλινη κουτάλα άρχισε ν’ ανακατεύει το σορόπι που είχε προσθέσει νισεστέ , προσέχοντας να μην αρπάξει, μετά έσταξε μερικές σταγόνες χυμό λεμονιού. Δοκίμασε το μίγμα και το βρήκε εντάξει, έσβησε τη φωτιά και το άφησε να κρυώσει. Το πικραμύγδαλο το είχε κόψει σε ψιλά ψιλά κομμάτια από βραδύς και το είχε στο ψυγείο εκεί που έβαζαν τις πορτοκαλάδες. Άνοιξε λοιπόν την πόρτα του ψυγείου και έσκυψε με δυσκολία να φτάσει το ράφι εκεί που ήταν το πιατάκι. Δια της αφής το έπιασε και το πήρε. Το σορόπι με τον νισεστέ είχε πια τη σωστή θερμοκρασία και το άδειασε σε μια πήλινη λεκάνη απ’ αυτές που ήταν γυαλιστερές στο εσωτερικό τους, και με ένα μεγάλο κουτάλι ξεκίνησε να το ανακατεύει και όντως μετά από λίγο το μίγμα άρχισε να στερεοποιείται. Τώρα ήταν η ώρα να προσθέσει το ψιλοκομμένο πικραμύγδαλο, σιγά σιγά λοιπόν το έριχνε και ταυτόχρονα με μαεστρία γύριζε το κουτάλι, ήταν η πιο δύσκολη στιγμή για να «δέσει» το γλυκό. Ρουφώντας τα χείλια της από το στόμα της βγήκε ένας περίεργος ήχος: «πσιουτ, πσιουτ, πσιουτ…» ήταν ο γνώριμος ήχος που έκαναν οι καλές νοικοκυρές για να μη τους κόψει η μπεσαμέλ, το αυγολέμονο και η μαγιονέζα. Συνέχισε τα «πσιουτ» μέχρις ότου έμεινε ικανοποιημένη από το αισθητικό αποτέλεσμα, έμενε μόνο να το δοκιμάσει. Η στιγμή της αλήθειας είχε φτάσει, πήρε ένα κουταλάκι του γλυκού και το έφερε στο στόμα της. Οι γευστικοί κάλυκες της γλώσσας της ερχόμενοι σε επαφή με το γλυκό που είχε εισέλθει στη στοματικής της κοιλότητα, έστειλαν πάραυτα σήμα μέσω των νευρώνων στον εγκέφαλό της. Το σήμα αναλύθηκε και καταχωρήθηκε σαν τυροσαλάτα προσομοιάζουσα με ελαφριά τυροκαυτερή! Η Αραπομαρία δεν πίστευε στα μάτια της ή μάλλον στη γλώσσα της, διατηρώντας τη ψυχραιμία της ξαναδοκίμασε, δυστυχώς το ίδιο ακριβώς αποτέλεσμα, αυτή τη φορά όμως είχε πάρει μεγαλύτερη ποσότητα και εντόπισε ότι όντως το γυριστό δεν ήταν πικραμύγδαλο αλλά γυριστή κοπανιστή!
Καταβάλλοντας εκ νέου μεγάλη προσπάθεια η Αραπομαρία έκυψε όσο την άφηνε η προεκτεταμένη κοιλία της και φέρνοντας το τεράστιο σώμα της σε επίκυψη, άνοιξε το ψυγείο. Τώρα είχε οπτική επαφή με το ράφι και ω του θαύματος σε μια άκρη εντόπισε το πιατάκι με το πικραμύγδαλο. Το γενεσιουργό αίτιο του ατυχήματος είχε ανακαλυφθεί: Στο ίδιο ράφι του ψυγείου δίπλα στο πιάτο με το πικραμύγδαλο ο Αραπογιώργης είχε βάλει ένα πιάτο με κομμάτια κοπανιστής!
Η γιαγιά μου έλεγε, ότι οι Ανδριώτισσες επειδή ήταν γυναίκες ναυτικών που μπαρκάρανε και τις άφηναν μόνες για χρόνια να μεγαλώνουν τα παιδιά και να είναι μάνες και πατεράδες μαζί, ήταν και είναι πανέξυπνες κυρίως λόγω των μεγάλων υποχρεώσεων που είχαν να φέρουν εις πέρας. Τους άνδρες γενικά τους χαρακτήριζε «ζαβούς» και όταν το άκουγα να πω την αλήθεια με ενοχλούσε!
Η Αραπομαρία αν και ήταν άτεκνη, είχε στο DNA της την σπιρτάδα της Αντριώτισσας. Αμέσως σκέπασε τη λεκάνη μ’ ένα προσόψι και βγαίνοντας στη πόρτα του καφενείου φώναξε προς τη σκάλα που ήταν ο ανεψιός της: «Δημήτρηηη που ’σαι που σε γυρεύω;». Ο πιτσιρικάς πέταξε κεφάλι από τη θάλασσα και της φώναξε για ν’ ακούσει μια και ήταν κουφή: «Τι θες τσατσα Μαρία…εδωπά είμαι!». «Έλα δω γρήγορα που σε θέλω» του φώναξε η θεια του. Ο Δημήτρης πάραυτα έτρεξε προς το μαγαζί. «Άλλαξε γρήγορα και τρέχα στον Τσομετσόγλου και πε να σου δώκει λίγο άρωμα αμυγδάλου, κατάλαβες μωρέ;». Ο ανεψιός άλλο που δεν ήθελε να πάει βόλτα στο μοναδικό ζαχαροπλαστείο του Κορθίου.
Η Αραπομαρία μπήκε πάλι στη κουζίνα της και έριξε τα κομμάτια που πικραμύγδαλου στο μίγμα και με τη κουτάλα άρχισε να το ανακατεύει. Μετά από λίγη ώρα το δοκίμασε, τώρα υπήρχαν ισομοιρασμένες και οι δυο γεύσεις, η αψιά της κοπανιστής και η αρωματική του πικραμύγδαλου. Απ’ όξω ακούστηκε θόρυβος. Ήταν ο Δημήτρης που κτυπούσε με δύναμη τη πόρτα του καφενείου, σ’ άλλη περίπτωση θα έμπαινε μέσα κατευθείαν, αλλά τώρα η θεία του τ’ είχε απαγορεύσει αυστηρά την είσοδο. Με τα πολλά άκουσε και ήρθε, της έδωσε το φιαλίδιο με το εσανς αμυγδάλου και χωρίς να του πει τίποτα επέστρεψε στη κουζίνα εις τα ενδότερα του καταστήματος.
Αργά το απόγευμα με το δειλινό να σκεπάζει τα ξέφτια του κατακόκκινου ήλιου που έδυε, η Αραπομαρία υποδεχόταν τους πελάτες της που ερχόντουσαν να καθίσουν και να πιάσουν «στασίδι» για να απολαύσουν τη θαλασσινή αύρα που έσκαζε στο μουράγιο και να δουν την περατζάδα του νυφοπάζαρου, με ιδιαίτερες τσιριμόνιες: « Καλώς τους, καλησπέρα σας…πως είστε; Που να σας τα λέω, έφτιαξα σήμερα ένα ολόφρεσκο πυρκαμύγδαλο….τι να σας πω, μούρλια». Οι πιο πολλοί επειδή ήξεραν ότι το γυριστό ήταν καλό και σπάνιο το παρήγγειλαν. Τότε η Αραπομαρία κουνιστή και λυγιστή παρά τα πολλά κιλά της, εκτελούσε ή ίδια την παραγγελία, προσφέροντας το πικραμύγδαλο σ’ κουτάλι μέσα σε κρύο ποτήρι νερό.
Όντας αυτήκοος μάρτυς από το διπλανό τραπέζι, άκουσα ένα κύριο να λέει στη γυναίκα του: «Αυτό το πικραμύγδαλο της Αραπομαρίας κάπως μου φέρνει ότι έχει γεύση κοπανιστής» και η γυναίκα του να του απαντάει με κάπως υποτιμητικό τρόπο: « Έλα καημένε…από το μεσημέρι σου μείνε η γεύση από τη σαλάτα….μα γέρασες και δε θυμάσαι τι φάγαμε;». Και ο σύζυγος με συγκαταβατικότητα της ανταπάντησε: «Ναι μωρέ…δίκιο έχεις!».
Η Αραπομαρία όταν ήταν να φύγουμε ανάμεσα στα μικρά δωράκια που μας φίλεψε, ήταν και ένα μεγάλο βάζο με πικραμύγδαλο. Η μάνα μου με ευγενικό τρόπο αρνήθηκε να το δεχτεί, προβάλλοντας σαν δικαιολογία ότι δεν έπρεπε να της το στερήσει από το μαγαζί. Με τα πολλά η Αραπομαρία δεν επέμενε.
Μέσα στο ταξί του Παρλιάρου που το είχαμε αγκαζάρει για να μας πάει στο Γαύριο για να πάρουμε το βαπόρι, η μάνα μου κλείνοντας μου το μάτι, μου είπε πονηρά: «Να μας λείπει το βύσσινο. Σιγά που θα έπαιρνα το πικραμύγδαλο με τη κοπανιστή της Αραπομαρίας!».
Ήταν και αυτή γέννημα θρέμμα Ανδριώτισσα!
Έλεγε η Αραπομαρία στη μαμά μου:
“Κυρία Καίτη θέλετε
μία Φόκα κόλλα;
Έχουμε και πουταμόσυκα!
Έλεγε η Αραπομαρία στη μαμά μου:
“Κυρία Καίτη θέλετε
μία Φόκα κόλλα;
Έχουμε και πουταμόσυκα!