Η «Φόνισσα» ταξιδεύει στο πολύπαθο από τις απουσίες και τραγωδίες των ναυτικών, νησί της Άνδρου, τη λεγόμενη και «Μικρά Αγγλία» χάριν της μεγάλης ναυτικής και εμπορικής δύναμης και ευημερίας που χάρισε η ναυτοσύνη στον τόπο, στο μεταίχμιο του 19ου με τον 20ο αιώνα.
Φτάνει ως προσκεκλημένη των Φίλων του Φεστιβάλ Άνδρου, στα πλαίσια των εκδηλώσεων για τα 10 χρόνια παρουσίας του θεσμού, ο οποίος αποτελεί σταθερή κοιτίδα πολιτισμού και ψυχαγωγίας για το νησί.
H Φόνισσα του Παπαδιαμάντη, ένα από τα πλέον εμβληματικά μυθιστορήματα της ελληνικής πεζογραφίας, το οποίο προπορεύεται της εποχής του, αγγίζει και φέρνει στο προσκήνιο κοινωνικά και έμφυλα στερεότυπα, λειτουργώντας παράλληλα σαν καθρέφτης των αντιλήψεων μιας τραγικής κοινωνικοοικονομικής περιόδου, όψεις της οποίας αντανακλούν, με διαφορετικές αιτίες, και στην κοινωνία του σήμερα .
Η χαρισματική σκηνοθέτιδα, Εύα Νάθενα, 120 χρόνια μετά, με την ταινία της «Φόνισσα» φέρνει ξανά στην επικαιρότητα και ζωντανεύει με αριστουργηματικό τρόπο, το δράμα αυτής της άλλης εποχής, με κυρίαρχα στοιχεία τις έμφυλες ανισότητες που προκύπτουν από τη διάκριση των φύλων, τις αγεφύρωτες και συναισθηματικά αποστασιοποιημένες συζυγικές σχέσεις, το ασήκωτο βάρος του θεσμού της προίκας, αλλά και τη συναισθηματική ανδρική μοναξιά και απόγνωση.
Το έργο παρουσιάζεται με φόντο μια άγονη και κατάξερη βραχώδη επαρχία, που τα χρώματα, και το σκληρό τοπίο της συνηχούν με τις φοβισμένες και καταπιεσμένες γυναικείες, αλλά και ανδρικές ψυχές, ο οποίες για να αντέξουν τις σκληρές συνθήκες της ζωής χρειάζεται να γίνουν με τη σειρά τους πέτρα.
Η διεισδυτική σκηνοθετική ματιά αναδεικνύει και τις δύο πλευρές του μαρτυρίου:
από τη μια, τον πόνο και τη δυστυχία που επέφεραν στη γυναικεία πλευρά οι πατριαρχικές επιταγές της εποχής, και από την άλλη την αθέατη πλευρά του ανδρικού ψυχισμού, τον από γέννας δηλαδή, ψυχικό και συναισθηματικό στραγγαλισμό των αγοριών, ώστε να συμμορφωθούν με τα πατριαρχικά στερεότυπα που καταδυναστεύουν, μέχρι και σήμερα, τον φερόμενο ως ισχυρό και δυνατό άνδρα.
Χαρακτηριστική είναι η σκηνή που ο πατέρας αναγκάζει τον μικρό του γιο να πυροβολήσει ένα ζώο, εκπαιδεύοντάς τον στην αντοχή και τη σκληράδα, προκειμένου να αντεπεξέλθει στις επιταγές και τους κοινωνικούς ρόλους που θέλουν τον άνδρα σκληρό και ανθεκτικό, μαχητή, χορηγό και κουβαλητή με σκοπό την επιβίωση της οικογένειας και τη διαφύλαξη της πατρίδας.
Η ηρωίδα του Παπαδιαμάντη, Χαδούλα ή Φραγκογιαννού, παίρνοντας πνοή και αρχετυπικές διαστάσεις από την προσέγγιση της σκηνοθέτιδας, εκφράζει, κάτω από τη βαριά σκιά του φαντάσματος της μητρός της, που την ακολουθεί σε όλη τη διάρκεια της ταινίας, την τραγικότητα των γυναικών εκείνης της εποχής, συγκλονίζοντας τον θεατή.
Η ψυχική της ανισορροπία μοιάζει να αποτελεί μια ιδιότυπη εξέγερση στην υφιστάμενη κακοποίησή της, εντός ενός κοινωνικοπολιτισμικού πλαισίου που καθόριζε σε μεγάλο βαθμό τη γυναικεία μοίρα. Έχοντας ζήσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της στη φτώχεια, την ψυχική κακοποίηση και τη συναισθηματική στέρηση, η Φραγκογιαννού, υπερβαίνοντας ηθικά διλήμματα, παίρνει τον νόμο και τη θεία δίκη στα χέρια της, μετατρέπεται σε έναν ιδιότυπο ψυχοπομπό και δολοφονώντας μικρά κορίτσια, τα στέλνει στον Άδη, θεωρώντας πως έτσι τα λυτρώνει από μια ζωή γεμάτη βάσανα και πως απαλλάσσει τις οικογένειές τους από το βάρος να τα προικίσουν προκειμένου να τα παντρέψουν.
Η προσδοκώμενη από την ηρωίδα λύτρωση καταλήγει τελικά σε τραγωδία, τόσο για τις οικογένειες των κοριτσιών, όσο και για την ίδια, η οποία βρίσκεται να τριγυρίζει σαν αγρίμι ανάμεσα στις ξερολιθιές, στις ερημικές σπηλιές και τα απόκρημνα βράχια.
Βασανίζεται εκ νέου από ηθικά διλήμματα, παλεύει μέσα της με το καλό και το κακό, χωρίς να καταφέρνει τελικά να βρει την πολυπόθητη ηρεμία και τη γαλήνη.
Στον αντίποδα παρίσταται, στην ταινία, δια της απουσίας της, η ανδρική μορφή.
Ο άνδρας στέκει ανήμπορος, αδύναμος και ενίοτε καταρρακωμένος από τα βάρη και τις απαιτήσεις του δικού του ρόλου, αντιμέτωπος με τα δικά του τραύματα, όσα του κατάφεραν οι ατέρμονοι πόλεμοι, τα μακρινά ναυτικά ταξίδια, αλλά και η μετανάστευση σε ξένους και αφιλόξενους τόπους.
Ματαιωμένος, πνίγει τις δυσκολίες και τις ευαισθησίες του στο αλκοόλ και σιωπά.
Δεν μοιράζεται, ελάχιστα συμμετέχει, προσδοκά, όμως, το καλό μαντάτο, τον ερχομό του γιου που θα τον κάνει να νιώσει περήφανος και θα τον απαλλάξει προσφέροντάς του τη «σεισάχθεια» της προίκας που τον πνίγει και τον φέρνει αντιμέτωπο με πληθώρα αδιεξόδων.
Αντίστοιχα γινόμαστε μάρτυρες των αισθημάτων ντροπής, ενοχής και θλίψης που συνόδευαν τον ερχομό και τη γέννηση των κοριτσιών την εποχή εκείνη.
Οι αντιλήψεις και τα στερεότυπα αυτά, εκφράζουν μια συνθήκη που έμενε επί αιώνες αναλλοίωτη στον χρόνο, ειδικά στον τόπο μας, άρρηκτα δεμένη με την παράδοση και τον πολιτισμό μας και οι οποίες θεωρούσαν τον ερχομό του αγοριού στην οικογένεια σημαντικότερο από εκείνον του κοριτσιού.
Η λαϊκή ρήση, «από τη γη βγαίνει νερό κι απ’ την ελιά το λάδι, και από τη μάνα την καλή βγαίνει το παλικάρι», αποτυπώνει χαρακτηριστικά την αντίληψη αυτή και αποδίδει στη μητέρα κύρος και αξία, όταν φέρνει στον κόσμο αγόρι. Αντίθετα, ο ερχομός της κόρης μόνο βάσανα και βάρη φέρνει στην οικογένεια.
Πόσος, άραγε, ανεπεξέργαστος και ασυνείδητος θυμός μπορεί να υπέβοσκε στον γυναικείο ψυχισμό, προερχόμενος από τη χρόνια κακομεταχείριση και την ταπείνωση που είχε υποστεί από κοντινούς, αγαπημένους άνδρες, αλλά και από την ευρύτερη ανδροκρατούμενη κοινωνία συνολικά;
Δεν χρειάστηκε όμως «η Φόνισσα» να φτάσει στη Μικρά Αγγλία νωρίτερα, καθώς στην Άνδρο, όπως και σε πολλά άλλα νησιά της πατρίδας μας, οι συνθήκες ήταν διαφορετικές, αφού η θάλασσα υπήρξε μονόδρομος για πολλούς από τους άνδρες του νησιού, διότι εκτός των αναγκών επιβίωσης των κατοίκων της αποτελούσε και μια οικογενειακή υπόθεση μεταβιβαζόμενη σαν άλλη σκυτάλη από γενιά σε γενιά. Έτσι η απουσία των ανδρών έδωσε το κατάλληλο υπόστρωμα ώστε ο φεμινισμός, τουλάχιστον αυτός της ιδιωτικής σφαίρας, σε τόπους όπως η Άνδρος, να γεννηθεί, όπως φαίνεται, προτού, τρόπον τινά, το αντίστοιχο κίνημα πάρει σάρκα και οστά στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, εξαιτίας των κοινωνικών πλαισίων που εξοστράκιζαν τους άνδρες από την οικογένεια και τον τόπο τους, αφήνοντας το πεδίο ελεύθερο.
Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα, όπως και στην περίπτωση του άνδρα πολεμιστή, η γυναίκα να αναπληρώνει τα κενά που εκείνος άφηνε φεύγοντας, διατηρώντας με αυτό τον τρόπο τις ισορροπίες και δημιουργώντας ταυτόχρονα καινούργιες συνθήκες, αποκτώντας κατά συνέπεια μια ιδιόμορφη εξουσία. Αυτήν που την καθιστούσε κυρά και αφέντρα, «καπετάνισσα» του οίκους της, που με υπερβάλλουσα αντοχή και δύναμη είχε την ευθύνη της ανατροφής και της προστασίας των παιδιών της και αναλάμβανε σκληρές χειρωνακτικές εργασίες.
Ήταν η υφάντρα όλων των δρώμενων της κοινωνικής και θρησκευτικής ζωής του τόπου και πρωτοστατούσε σε αυτά. Φρόντιζε για την παντρειά των κοριτσιών της, μη παρεκκλίνοντας καθόλου από τις πατριαρχικές επιταγές, λειτουργώντας έτσι σε διπλό ρόλο και αντισταθμίζοντας συγχρόνως την επί αιώνες υποτίμηση και απαξίωση που βίωσε μέσα σε μια ανδροκρατούμενη κοινωνία.
Αυτή η ιδιότυπη μητριαρχία δεν έπαυε, όμως, να «συμβιώνει» με την υποβαθμισμένη θέση των γυναικών που αποτελούσαν φορτίο και βάρος για τις οικογένειές τους, και στην περίπτωση της Άνδρου, αφού ήταν υποχρεωμένες να τις προικίσουν.
Ταξιδεύοντας στο διάβα των αιώνων και πιάνοντας λιμάνι στο σήμερα, παρατηρούμε πως παρότι η κοινωνία έχει προοδεύσει σημαντικά και ο θεσμός της προίκας, που τόσο ταλάνισε τις κοινωνίες εκείνες, έχει αποτελέσει παρελθόν, τα περιστατικά έμφυλης και ενδοοικογενειακής βίας, συνεχίζουν να απασχολούν την καθημερινότητά μας. Γυναίκες συνεχίζουν να ζουν υπό το καθεστώς της αβεβαιότητας και του φόβου, την ώρα που το σύμβολο της «Φόνισσας» αναζητεί ακόμα τη λύτρωσή του.
Εντός αυτού του σκηνικού, όλο και περισσότερες γυναικείες φωνές αναδύονται οργισμένες και συστρατευόμενες με τις κραυγές του παρελθόντος κατηγορούν τις πατριαρχικές δομές για τα δεινά που συνεχίζουν να υφίστανται. Τα φύλα αντιπαρατάσσονται στο διαχρονικό τους μέτωπο, το κλίμα πολώνεται, κάνοντας σάλπιγγες και τύμπανα πολέμου να αντηχήσουν στον αέρα για μια ακόμα φορά.
Τούτη η σύρραξη όμως έχει διαφορετικές αιτίες.
Με μια ψυχραιμότερη θέαση θα αντιληφθεί κανείς πως φαντάζει να προκύπτει ως αποτέλεσμα μιας ασύμμετρης εξέλιξης, καθώς κατά τις τελευταίες δεκαετίες η γυναίκα χειραφετήθηκε, ισχυροποιήθηκε και ολοκληρώθηκε σε πολλά επίπεδα. Γνωρίζοντας τη δύναμή της, βγήκε προς τα έξω, διεκδικώντας τη θέση της σε χώρους παραδοσιακά ανδρικούς. Αντίθετα σε απόλυτη σύμπλευση με τις κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις, το κενό που γέννησε στην οικιακή εστία η γυναικεία, αυτή τη φορά, απουσία, κλήθηκε να καλύπτει ένας απροετοίμαστος και απειλούμενος άνδρας. Αποστερημένος από τη δύναμη που του παρείχε η διαχρονική του εξουσία, φορώντας όμως ακόμα, σε πολλές περιπτώσεις, την πανοπλία μιας μάχης που μη δυνάμενος να δώσει τον έκανε να λυγίζει από το βάρος της και να αναζητεί με τη σειρά του τον φταίχτη στον άλλο πόλο, εκτοξεύοντας τα βέλη της αισθανόμενης αδικίας και του πόνου του στη γυναικεία όχθη, διαιωνίζοντας έτσι την προαιώνια διαμάχη.
Η περίοδος που διανύουμε, παρά τις δυσκολίες, τις αντιφάσεις και τις αντιξοότητες που κουβαλάει, καλλιεργεί́ και εξομαλύνει ένα κλίμα συμφιλίωσης και συγκερασμού́ των διαφορετικών οπτικών των δύο φυλών. Η κλινική́ μου εμπειρία με ζευγάρια, οικογένειες και ομάδες επιβεβαιώνει το γεγονός ότι τα δύο φύλα, αναζητώντας πλέον τις λύσεις μέσα τους, πορεύονται προς τον δρόμο αυτόν.
Ο σύγχρονος άνδρας αντιμέτωπος με τα αδιέξοδα του, καλείται να λύσει τη σιωπή του, να ανοίξει την ψυχή του και να αφηγηθεί την ιστορία του. Να μοιραστεί τον πόνο του, να θεραπεύσει τις πληγές του, διαμορφώνοντας μια νέα ανδρική ταυτότητα, να νοηματοδοτήσει και να αναθεωρήσει τον λόγο και τον σκοπό της ύπαρξής του, επιστρέφοντας σαν άλλος Οδυσσέας, εκούσια και αβίαστα στη δικαιωματική του θέση στην οικογενειακή εστία.
Αφ’ ετέρου, η γυναίκα, χρειάζεται να αναθυμηθεί τη θηλυκή της πλευρά και να αποδεχτεί τον άνδρα στη νέα διάστασή του, κατανοώντας ότι οι πράξεις του καθοδηγούνται από συγκεκριμένα κίνητρα κι ότι οι σκέψεις του διαμορφώνονται μέσα σε συγκεκριμένα οικογενειακά και κοινωνικά πλέγματα· να συνειδητοποιήσει τελικά ότι οι άνδρες στην ολότητά τους είναι το αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης μαζί τους, χωρίς να φοβάται ότι απειλείται η δική της δύναμη.
Με τον τρόπο αυτόν, θα αφεθούν και οι δύο, επιτρέποντας έτσι την οικοδόμηση μίας σχέσης αμοιβαιότητας και εμπιστοσύνης. Θα μπορέσουν επιτέλους να απλώσουν το χέρι ο ένας στον άλλον με ειλικρίνεια και να συναντηθούν «εἰς τὸ ἥμισυ τοῦ δρόμου» από́ τη μοναξιά́ αιώνων σε ένα καινούργιο και διαφορετικό́ «μαζί́», επιφέροντας την αρμονία «μεταξὺ τῆς θείας καὶ τῆς ἀνθρωπίνης δικαιοσύνης».
Ελισάβετ Μπαρμπαλιού,
Ψυχολόγος – Ψυχοθεραπεύτρια, Οικογενειακή Θεραπεύτρια (ECP),
Επιστημονική υπεύθυνη του ΚΕ.ΣΥ.Ψ.Ε.