“Έφυγε ο Δάσκαλός μας, Αλέξανδρος Χελιώτης – Ο Φάρος που Φώτισε τις Ζωές μας”
“Ο ιδανικός δάσκαλος είναι εκείνος που γίνεται γέφυρα για να περάσει αντίπερα ο
μαθητής του. Κι όταν πια του διευκολύνει το πέρασμα, αφήνεται χαρούμενα να
γκρεμιστεί ενθαρρύνοντας τον μαθητή του να φτιάξει δικές του γέφυρες”.
Αυτά τα λόγια του Καζαντζάκη αντικατοπτρίζουν απόλυτα τον δάσκαλο που σημάδεψε
τη ζωή μας, τον Αλέξανδρο Χελιώτη.
Με την αφοσίωση και τη σοφία του, έγινε η γέφυρα που μας οδήγησε σε νέους κόσμους γνώσης και αξιών. Και όταν ήρθε η ώρα να συνεχίσουμε το δρόμο μας μόνοι, το έκανε με πίστη και χαμόγελο, γνωρίζοντας πως θα φτιάχναμε τις δικές μας γέφυρες.
Όπως λέει ο Καζαντζάκης, «Αντιστέκομαι στον πόνο, αντέχω το κακό, δίνω την ψυχή
μου για το καλό». Η αφοσίωσή του στο καλό και η προσφορά του στην εκπαίδευση είναι
το αποτύπωμα που αφήνει πίσω του σε όλους μας. Η κληρονομιά του παραμένει
αθάνατη.
Αλέξανδρε, ήσουν ο δάσκαλος που ήρθες νέος στο μικρό μας χωριό, το Βραχνού, το
1960, και με την παρουσία σου το γέμισες φως. Με το πάθος και την αγάπη σου, μας
έμαθες γράμματα και αξίες. Σου χρωστάμε τις βάσεις της ζωής μας.
Ο δάσκαλός μας, ο Αλέκος, δεν ήταν μόνο ένας φωτεινός φάρος γνώσης. Ήταν ο
άνθρωπος που είχε μέσα του όλη την Ελλάδα. Την Ελλάδα της καρδιάς, της ψυχής, της
παράδοσης. Στα λόγια του άκουγες τα κύματα της Άνδρου, τα ψαλιδίσματα των ανέμων,
τη γαλήνη και τη δύναμη της θάλασσας που αγαπούσε. Ήταν βαθιά δεμένος με τη
θρησκεία, όχι μόνο με τις προσευχές τα μυστήρια, και την αγάπη του στην Ψαλτική
τέχνη , αλλά με την ουσία της αγάπης και της προσφοράς.
Η πατρίδα ήταν γι’ αυτόν κάτι ιερό, όχι απλώς μια λέξη ή μια σημαία, αλλά μια ευθύνη,
ένα χρέος, ένας σκοπός. Ήταν ο δάσκαλος που έμαθε σ’ εμάς, στα παιδιά του μικρού μας
χωριού, του Βραχνού, πως η Ελλάδα ζει μέσα από τους ανθρώπους της, από τις αξίες
της, από την αγάπη για τον τόπο και τους ανθρώπους του.
Ο δάσκαλός μας, ο Αλέξανδρος, δεν ήταν απλώς ένας άνθρωπος που μας έμαθε
γράμματα. Ήταν ένας φωτεινός φάρος, ένας ακέραιος Έλληνας που είχε μέσα του όλη
την Ελλάδα, την Άνδρο, τη θρησκεία, την πατρίδα. Ήταν η φωνή της αγάπης και της
σοφίας, το ζωντανό παράδειγμα του τι σημαίνει να ζεις για να προσφέρεις.
Δεν ήταν μόνο δάσκαλος των γραμμάτων. Ήταν δάσκαλος της καρδιάς. Έμπαινε στην
τάξη κι έφερνε μαζί του φως. Μας έμαθε να αγαπάμε τον τόπο μας, να σεβόμαστε τους
ανθρώπους, να παλεύουμε για το αύριο. Ήταν ο άνθρωπος που μας έκανε να δούμε το
χωριό μας όχι σαν έναν μικρό, ξεχασμένο τόπο, αλλά σαν το κέντρο του κόσμου.
Με αυστηρότητα αλλά και αγάπη, έκοβε βέργες από ελιά και μας χτυπούσε τα χέρια, όχι
από θυμό, αλλά για να μας διδάξει πειθαρχία και να μας κάνει σωστούς ανθρώπους.
Θυμάμαι καλά πως το περισσότερο ξύλο το έτρωγα εγώ, ο αγαπημένος του μαθητής,
γιατί με αγαπούσε και είχε πολλές απαιτήσεις από εμένα. Ήθελε να δει σε μένα τον
καλύτερο, τον πιο άξιο. Το ένιωθα, ακόμα και τότε, ότι κάθε βέργα που σηκωνόταν πάνω
μου έκρυβε μέσα της την ελπίδα του να με δει να προχωρώ, να ξεπερνώ τον εαυτό μου.
Θυμάμαι σαν τώρα, όταν με ανέλαβες στη δευτέρα τάξη του Δημοτικού. Έβλεπες σε
μένα, έναν καλό μαθητή που αγαπούσε τα Μαθηματικά, έναν μικρό σπόρο που ήθελες να
δεις να ανθίζει. Ήσουν υπερήφανος για μένα, και η αγάπη σου αυτή έγινε η κινητήριος
δύναμή μου να προχωρώ.
Εμένα, τον καλό του μαθητή στα Μαθηματικά, με αγαπούσε σαν να ήμουν δικό του
παιδί. Κάθε φορά που έβλεπε τα μάτια μου να λάμπουν από κατανόηση, κάθε φορά που
έλυνα μια άσκηση, ένιωθα την περηφάνια του, μια περηφάνια που γέμιζε την καρδιά του
και τη δική μου. Έλεγε πάντα: ‘Αυτός ο Αποστόλης θα πάει μπροστά, γιατί έχει ψυχή.’
Και ήταν η ψυχή του δασκάλου μου που μου έδειξε τον δρόμο.
Αλέξανδρε, είχες δώσει τον εαυτό σου και είχες πάρει τον εαυτό μας. Είχες πάρει το
χαμόγελό μας· δεν ήθελες, νομίζω, τίποτα άλλο. Μας είχες δώσει τα πάντα. Είναι
φανταστικό και συγκλονιστικό ότι εμείς τα παιδιά τότε το αντιλαμβανόμασταν, και σου
δίναμε κομμάτι του εαυτού μας πίσω.
Δάσκαλε, είμαι από αυτούς τους τυχερούς που είχες για μαθητές! Σε σένα οφείλω τα θεμέλια της προσωπικότητάς μου.
Αλλά δεν ήταν μόνο δικός μας. Ήταν της Κατερίνας, του Δημήτρη, της Αργυρούλας, της
οικογένειάς του που τόσο πολύ αγαπούσε και για την οποία ζούσε. Η Αργυρούλα, η
σύντροφος της ζωής του, η δύναμή του, η γυναίκα που στάθηκε δίπλα του σε κάθε χαρά
και δυσκολία. Και τα παιδιά του, η Κατερίνα και ο Δημήτρης, που ήταν ο κόσμος του
όλος. Πόσο υπερήφανος ήταν για εσάς, πόσο σας αγαπούσε!
Ο πόνος τους σήμερα είναι αβάσταχτος, όπως και όλων μας.
Αλέξανδρε δάσκαλε μας , σήμερα φεύγεις, και μαζί σου φεύγει ένα κομμάτι από το
μικρό μας χωριό το Βραχνού . Μα εμείς που σε γνωρίσαμε, που μεγαλώσαμε με τις
διδασκαλίες σου, που ποτίσαμε την ψυχή μας με τη σοφία σου, θα σε κρατάμε για πάντα
ζωντανό.
Η απώλειά σου αφήνει ένα κενό που δεν γεμίζει. Το χωριό μας θρηνεί, οι μαθητές σου
θρηνούν, η ψυχή μας θρηνεί. Όμως, ταυτόχρονα, σε ευχαριστούμε που πέρασες από τη
ζωή μας και την έκανες καλύτερη.
Αναπαύσου εν ειρήνη, δάσκαλέ μας.
Η μνήμη σου θα είναι αιώνια.
Ο μαθητής σου
Απόστολος Ζαρίκος