Ονομάζομαι Στέφανος Πέτσας. Γεννήθηκα στις Στενιές Άνδρου στις 12-12-1930 όπου και κατοικώ το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου, μέχρι σήμερα. Κάθε χρόνο επισκέπτομαι την Μονή Παναχράντου και ευχαριστώ τον Θεό για την βοήθεια που έλαβα από την Μονή, σε μια δύσκολη περίοδο της ζωής μου. Σε πρόσφατη επίσκεψή μου στην Μονή Παναχράντου, όπου συζητούσαμε για τα παλιά χρόνια, διηγήθηκα μια ιστορία για τότε που παιδάκι έζησα στο μοναστήρι. Ο π. Φιλάρετος με προέτρεψε να την διηγηθώ. Αν κάποιος συντοπίτης διαβάσει και θελήσει να δώσει και εκείνος την μαρτυρία του θα χαρώ πολύ, ώστε να θυμηθούμε οι μεγαλύτεροι και να μαθαίνουν οι νεότεροι την ιστορία του τόπου μας:
«Ωραία και ξένοιαστα ήταν τα παιδικά μου χρόνια. Ήμουν το τέταρτο παιδί στην οικογένεια. Σε λίγο καιρό ήρθε και το πέμπτο αδελφάκι. Ο πατέρας, ναυτικός, μάγειρας στα καράβια. Τα χρόνια εκείνα όλο το χωριό μας έβγαζε καπεταναίους και μηχανικούς εξαιρετικούς –όσοι βέβαια είχαν το προνόμιο να πάνε σε σχολή. Οι υπόλοιποι επήγαιναν δεύτερο πλήρωμα. Ο πατέρας μου είχε 9 αδέλφια και ως εκ τούτου δεν είχε την δυνατότητα να σπουδάσει ανώτερο πλήρωμα. Έτσι, μπάρκαρε μικρός για να παντρέψει μαζί με τα άλλα αγόρια της οικογένειας, τις αδελφές. Τα χρόνια εκείνα ήταν έθιμο, ήταν νόμος του χωριού μας τα αγόρια να δουλεύουν από μικρή ηλικία για να κάνουν σπίτι και προίκα στις αδελφές τους. Έτσι και ο πατέρας, Γιώργος Πέτσας του Βασιλείου και της Πετρωνίας πήρε τον δρόμο για να εκπληρώσει το καθήκον του στις αδελφές του. Ήταν λεβέντης, γεροδύναμος και απόλυτα δίκαιος με πολύ καλή καρδιά. Όταν λοιπόν τελείωσε τις υποχρεώσεις του στην οικογένεια, εργάστηκε λίγα χρόνια για τον εαυτό του, ξεμπάρκαρε και ήρθε να παντρευτεί την μητέρα μου, που αγαπούσε από παλικάρι, την Ελένη Μπέη του Στεφάνου και της Λασκαρώς. Έκανε μια ωραία οικογένεια με πέντε παιδιά, 2 κορίτσια και 3 αγόρια. Χρόνια ευτυχίας, χαράς και αγάπης. Η μητέρα μου ήταν μια δυναμική γυναίκα, βράχος παντός καιρού. Την έκανε έτσι η ζωή γιατί σε ηλικία 5 ετών έχασε και τους 2 γονείς της. Τότε ο Θεός έστειλε τον Πέτρο Βροντίση και την γυναίκα του Ανδριάνα (παρατσούκλι Φασουλάς) και την πήραν για κόρη τους. Ο Θεός δεν τους χάρισε παιδιά και έτσι εκείνοι έγιναν γονείς με την μικρή τους Ελένη. Οι γονείς μου ήταν πολύ αγαπημένοι –βέβαια ο πατέρας έλειπε καιρό-αλλά η μητέρα τον αναπλήρωνε σε όλα. Όπως είπα και στην αρχή της διήγησής μου, χρόνια ευτυχίας και ξεγνοιασιάς.
Δυστυχώς για όλα τα Ελληνόπουλα τότε, κράτησε πολύ λίγο αυτή η χαρούμενη παιδική ζωή.
28 Οκτωβρίου 1940: ξημέρωμα, έσκασε σαν αστραπή, σαν σεισμός στο μικρό μας μυαλό η λέξη Πόλεμος. Βλέπαμε την αναστάτωση στο χωριό μας χωρίς να μπορούμε να κατανοήσουμε την δυστυχία που μας περίμενε.
Άρχισε λοιπόν η αντίστροφή μέτρηση για όλους τους Έλληνες. Η κακιά μοίρα μας παίρνει σε λίγους μήνες τον πατέρα από καρκίνο. Ήταν μόλις 52 ετών. Τέλος οι χαρές και τα όνειρα. Τέλος οι ελπίδες. Η μόνη προσδοκία για την μάννα ήταν να μπορεί να μας ταΐσει, ξεπουλώντας όλα της τα υπάρχοντα. Ο ίδιος αγώνας για όλους τους κατοίκους του χωριού. Άνισος αγώνας. Στο χωριό μας άρχισαν να πεθαίνουν από πείνα. Πρώτα οι μεγάλοι σε ηλικία γιατί το λιγοστό φαγητό το έδιναν στα παιδιά τους και τα εγγόνια τους.
Τότε ο Θεός έστειλε τον Ερυθρό Σταυρό και μάζεψε από τις Στενιές όλα τα ετοιμοθάνατα παιδιά. Μας πήγαν στον Άγιο Παντελεήμονα στην Μονή Παναχράντου. Το διάστημα που έζησα εκεί –κάποιους μήνες – ήμασταν 35 παιδιά. Αργότερα έμαθα ότι την περίοδο του πολέμου η Μονή φιλοξένησε 350 παιδιά και τα βοήθησε να ορθοποδήσουν εκείνη την δύσκολη περίοδο της ζωής τους.
Ήμουν μικρός και δεν μπορώ να θυμηθώ το όνομα του Ηγούμενου που μας φρόντιζε σαν παιδιά του εκεί. Είμαι σίγουρος ότι θα βρίσκεται στον Παράδεισο. Σήμερα, είμαι 84 χρόνων και, έστω και αργά, ευχαριστώ πολύ την Μονή και είμαι ευγνώμων για ό,τι μου πρόσφερε.
Υ.Γ. Θυμάμαι και ένα τραγούδι που τραγουδούσαμε όταν μας πήγαιναν εκδρομές από την Μονή. Αυτό το τραγούδι μας το έμαθαν οι «Αγωνιστές της Ελεύθερης Πατρίδας» σε μια εκδρομή που μας πήγε ο Ηγούμενος στα βουνά γύρω από την Μονή:
«Στους Χάρτες έξω από τον Φελλό
τρία μας παλικάρια
εκάμανε συνάντηση με έξι παλιοζαγάρια
Για να μην δώσουν αφορμή
και την πληρώσει ο κόσμος
έκαναν πως δεν τους είδανε
και πήραν άλλο δρόμο.
Μα οι ύπουλοι οι Γερμανοί
Οι παλιοβαρβαράδες, χτυπήσανε
τους οπλιστές, τους τρεις μας τους αντάρτες.
Ο ένας έπεσε νεκρός
ο άλλος επληγώθη
μα ο τρίτος που απόμεινε
το πολυβόλο σηκώνει και
μια κορδέλα που έριξε
τρεις Γερμανοί σκοτώνει..»
Στέφανος Πέτσας Αθήνα, 7-1-2014