Επιμέλεια: Α.Μ.Β.
Το Σάββατο της εβδομάδας των τελευταίων Χαιρετισμών, δεκαπέντε μέρες δηλαδή, προ του Πάσχα, η Άνδρος γιορτάζει τη γιορτή της Παναγίας της Θεοσκεπάστου.
Γύρω από την Παναγία υπάρχει ο κάτωθι θρύλος: Στα χρόνια της μαύρης σκλαβιάς, μια χειμωνιάτικη νύχτα, που τα κύματα ξεσπούσαν με μανία στα βράχια της Χώρας, μερικοί Χωραΐτες είδανε μακρυά στο πέλαγος ένα φως, μια παράξενη λάμψη, που καταυγάζει τον ορίζοντα και φαινότανε να πλησιάζει στις ακτές της Χώρας, χωρίς να ταράζεται από τη μανιασμένη θάλασσα.
Αργά – αργά πλησίασε την παραλία, στη μεριά του Παραπορτιού, κι έπειτα από λίγο χάθηκε μέσα σε μιά σπηλιά. Την άλλη μέρα, όταν γαλήνεψε η θάλασσα, αυτοί που είδανε τη λάμψη μπήκανε στη σπηλιά κι εκεί είδανε πάνω σε φύκια ν’ αναπαύεται μια εικόνα, η εικόνα της Παναγίας. Πήρανε την εικόνα και την αποθέσανε σε μια εκκλησία της πόλεως.
Ο θρύλος προσθέτει ότι η εικόνα έφυγε από την εκκλησία και πήγε στη σπηλιά κι ότι αυτό επαναλήφθηκε δυό – τρεις φορές. Τότε οι Χωραΐτες απεφάσισαν να κτίσουν μια εκκλησία προς τιμήν της Παναγίας. Κι έτσι αρχίσανε να κτίζουνε την εκκλησία της Θεοσκεπάστου.
Όταν φτάσανε στο σκέπασμα της εκκλησίας τους λείπανε τα χρήματα για ν’ αγοράσουνε την απαιτούμενη ξυλεία. Περάσανε μερικά χρόνια χωρίς να μπορέσουνε να εξοικονομήσουνε την ξυλεία. Και τότε έγινε το θαύμα. Ο θρύλος το θέλει σαν πραγματικό γεγονός. Μια χειμωνιάτικη πάλι νύχτα, ένα καράβι περνούσε έξω από τη Χώρα. Τα μανιασμένα κύματα ανοίγανε σαν πελώρια στόματα να τα καταπιούνε. Για να σωθούνε οι επιβαίνοντες κάνανε λίμπο, αρχίσανε δηλαδή να πετούνε στη θάλασσα το φορτ τος που αποτελείτο από ξυλεία. Την άλλη μέρα με τις δεήσεις των ναυτικών γαλήνεψε η θάλασσα και τα ξύλα φτάσανε στην παραλία της Χώρας. Αποδίδοντας στη Χάρη της το γαλήνεμα της θάλασσας και το βρέσιμο των ξύλων ο καπετάνιος του καραβιού δώρησε την ξυλεία για να σκεπασθή η εκκλησία η ασκέπαστη. Κι έτσι ονομάστηκε ΘΕΟΣΚΕΠΑΣΤΗ.
ΟΔΥΣΣΕΥΣ Ι. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗΣ / ΑΝΔΡΙΑΚΗ 1971