«… προς έργα γενναία πολιτισμού και αναπτύξεως και προόδου»
Λίγο πριν το ξέσπασμα της κρίσης την οποία διάγει η χώρα, ολοκληρώθηκε μια έρευνα η οποία στεγάστηκε σε έκδοση της Εταιρείας Ανδρίων Επιστημόνων. Αντικείμενο της έρευνας ήταν η πρακτική της ευεργεσίας, σε σχέση με το νησί της Άνδρου, τον 19ο και 20ό αιώνα.
Ποικίλες πράξεις ευποιίας Ανδριωτών καταγράφηκαν. Ο Λινάρδος Καΐρης, της τάξης των «αρχόντων» του νησιού, ανακαινίζει το 1670 ναό στη μονή της Αγίας κι αφήνει 500 ρεάλια στο Ταμείο προς απελευθέρωση αιχμαλώτων. Δώδεκα «τιμιώτατοι άρχοντες» από τις οικογένειες Καϊρη, Μπίστη, Καμπανάκη, Πολέμη και Δαπόντε ιδρύουν το 1764 ελληνικό σχολείο στη Μεσαριά. Στα 1780, ο Νικόλαος Μπίστης ενίσχυε με τη διαθήκη του «τα σπιτάλια του Κάστρου», οι Ανδριώτες έμποροι στη Σμύρνη απέδιδαν μικρό μέρος των εσόδων τους για τους πατριώτες τους που νοσηλεύονταν στο «γραικικό νοσοκομείο» της πόλης, κι ένα γεφύρι ανεγειρόταν στ’ Αποίκια «δια προσταγής και εξόδων» Λεονάρδου Πολέμη. Εκείνη την εποχή, απαντάται και η πρώτη, αδύναμη ακόμη οικονομικά, συμβολή «των καραβοκυραίων και λοιπών γεμιτζήδων εις βοήθειαν του ελληνικού σχολείου», ενώ ως παλαιότερο κληροδότημα από το οποίο επωφελήθηκε η Άνδρος αναφέρεται του ιερομονάχου Σαμουήλ Πλασίμη για την ίδρυση της Σχολής της Αγίας Τριάδος στο Κόρθι, την αμέσως προεπαναστατική περίοδο.
Η φιλανθρωπία ή η ευποιία έχει διάφορες εκφάνσεις. Στην εμπρόθετη πράξη της δωρεάς αναγνωρίζει κανείς τρεις πόλους: δωρητής –αντικείμενο δωρεάς –σκοπός/ανάγκη. Ποια ήταν η κοινωφελής δραστηριότητα των Ανδριωτών και πώς την ενέτασσαν στην κοινωνική και προσωπική τους ζωή; Κατά πόσο οι πράξεις ευποιίας βρίσκονται σε διαλεκτική σχέση με τις μεταβαλλόμενες ανάγκες των ευεργετούμενων; Πώς αντιλαμβάνονται οι χορηγοί της ευεργεσίας το ρόλο τους σε σχέση με τις ανάγκες αυτές και τη συμμετοχή τους στο κοινωνικό γίγνεσθαι της κοινότητας προς την οποία κατευθύνουν την ευεργεσία; Πώς η κοινότητα υποδέχεται το αποτέλεσμα της ευεργεσίας, σε τι βαθμό και με ποιον τρόπο «ανταποδίδει» την προσφορά; Πώς αναπαράγεται το πρότυπο και η πρακτική της φιλανθρωπίας;
Η Άνδρος είχε επιχειρήσει από νωρίς, το 1929, να καταγράψει για πρώτη φορά τις δωρεές των τέκνων της, που λογίζονταν ως απάντηση στην εγκατάλειψη στην οποία είχε καταδικάσει το νησί το επίσημο κράτος. Τον Μεσοπόλεμο, προτασσόταν το πρότυπο ενός Ανδριώτη «ισχυρού, …, ευφυούς και αεικίνητου, κληρονόμου της κατ’ εξοχήν ελληνικής ναυτιλίας …, που ουδέποτε λησμονεί τη γενέτειραν, … και προσανατολίζεται ου μόνον εις έργα απλής φιλανθρωπίας, αλλά προς έργα γενναία πολιτισμού και αναπτύξεως και προόδου». Ο Ανδριώτης λόγιος Δημ. Πασχάλης έβλεπε στη σκέψη των κοινωφελών ανδρών, «ότι παν υλικόν ή και διανοητικόν κεφάλαιον το έλαβον ως δάνειον». Για την αναπαραγωγή, πάντως, της φήμης του δωρητή και τη μίμηση της πράξης της δωρεάς, επιτοιχίζονταν αναμνηστικές πλάκες, συχνά ήταν τα ευχαριστήρια ψηφίσματα, τακτικά τα φιλολογικά κι ετήσια μνημόσυνα των δωρητών ενώ πολλοί τιμήθηκαν για τη φιλανθρωπική τους δράση μετά από πρόταση Επάρχου, βουλευτών ή δημοτικών αρχών του νησιού. Η κοινωνική προβολή που άξιζε στους φιλοπάτριδες αυτούς Ανδριώτες προέκυπτε, όμως, κυρίως μέσω του τοπικού τύπου. Δημοσίευε με συνέπεια ειδήσεις, ευχαριστήρια ψηφίσματα των δημοτικών αρχών ή επαινετικούς επικήδειους ανθρώπων που είχαν ευεργετήσει την πατρίδα τους, συνέχαιρε όσους προχωρούσαν σε δωρεές και παρακινούσε για την αναγνώριση του έργου τους εν ζωή με την απονομή κρατικών διακρίσεων. Λειτουργούσε, έτσι, ως βασικό εργαλείο κινητοποίησης έργων ευποιίας και διάδοσης ενός προτύπου φιλανθρώπου με εθνωφελή δράση, που ακολουθώντας τις παραδόσεις επεδείκνυε θερμό το αίσθημα του πατριωτισμού, προσέφερε τις θυσίες του «αυθορμήτως αλλά και εν αγαστεί μετριοφροσύνη», αθόρυβα, «χωρίς να αξιοί τον στέφανον της εθνικής ευγνωμοσύνης, ουδέ να θηρεύη τον αμφιβόλου προελεύσεως λιβανωτόν της ευτελούς κολακείας».
Ο Δ. Πασχάλης σημείωνε επίσης ότι η αξία της ευεργεσίας δεν υπολογίζεται μόνον εκ της ευγενούς ορμής, η οποία την εμπνέει, αλλά και από την πρακτική της ωφέλεια. Οι πράξεις ευποιίας των Ανδριωτών κατευθύνονταν προς την παροικία του εξωτερικού στην οποία ζούσαν ή το ελληνικό κράτος όπως υπέρ του Εθνικού Στόλου ή ευαγή ιδρύματα της πρωτεύουσας αποδίδοντας όμως, από τον Ιωάννη Κυριακό το 1920 έως το ζεύγος Ανδρέου το 1962, πάντα προτεραιότητα σε Άνδριους πάσχοντες. Σε ανταπόκριση προς πρακτικά προτάγματα και ηθικά πρότυπα, ο μεγάλος όγκος της δράσης τους εκδιπλώθηκε καλύπτοντας τις ανάγκες της Άνδρου σε έργα υποδομής, υγείας και πρόνοιας, την παιδεία και τον πολιτισμό. Κι ενώ η προσφορά στους ναούς για την ανακαίνιση ή τη συντήρησή τους διατρέχει σχεδόν σταθερά όλη την περίοδο, καθώς καλύπτει τις ανάγκες του θρησκευτικού συναισθήματος των ευποιούντων, οι προτεραιότητες όσον αφορά τον όγκο των προσφορών δεν παρέμειναν ίδιες. Κατά τον 19ο και τις αρχές του 20ού αιώνα, κεντρικό ζήτημα παραμένει η παιδεία, ακολουθώντας και τη συνολική τάση της νεοελληνικής ευποιίας, πρωτίστως με την ίδρυση και υποστήριξη σχολείων και δευτερευόντως με την παροχή υποτροφιών. Η «υλιστική Άνδρος», που επικράτησε μετά το κλείσιμο της Σχολής Θεοφίλου Καΐρη, έπρεπε να αντικατασταθεί από την πνευματική, καθώς οι εξελίξεις και στον εμποροναυτιλιακό τομέα επέβαλαν τον «εγγράμματον και μεμορφωμένον». Η μεταβολή της ανδριώτικης κοινωνίας από αγροτική σε ναυτική είχε επισυμβεί. Το 1860, μια ομάδα ευεργετών της παιδείας εγκαινιάστηκε από τον Κωνσταντίνο Εμπειρίκο, έναν “εκ των ευπόρων εμποροπλοιάρχων της Άνδρου”. Απόδημοι, αυτοδημιούργητοι και ώριμοι πια, προσφέρουν στη γενέθλιο νήσο: ο Γεώρ. Λουλούδης από το Κόρθι, ο Ιωάννης Μ. Μαρής από τ’ Αποίκια, ο Μιχαήλ Κ. Μωραϊτάκης, ο Νικόλαος Μαθάς από τα Αϋπάτια, ο Νικόλαος Ιω. Ρούσσος από τη Βουρκωτή. Η μέριμνα για την παιδεία κορυφώθηκε με την ίδρυση του Εμπειρικείου Γυμνασίου στη Χώρα το 1923. Κι αν το Γυμνάσιο προσελκύει περισσότερο την προσοχή, δεν πρέπει να παραβλέπεται η προσφορά του Πέτρου Μουστάκα το 1928, ο οποίος βρίσκεται στον αντίποδα όσον αφορά την κοινωνική του προέλευση αλλά είχε ανάλογο μέλημα. Πρόβλεψη για γυναικεία επαγγελματική σχολή υπήρξε από την οικογένεια Εμπειρίκου, παρόλο που τελικώς η Σχολή δεν λειτούργησε ποτέ. Οι προικοδοτήσεις κοριτσιών εμφανίζονται από τα μέσα του 19ου και πυκνώνουν τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, με κυρίαρχο παράδειγμα αυτό της Ειρήνης Πούμπουρα. Της φροντίδας για την παιδεία, έπονται σε σπουδαιότητα τα έργα υποδομής, από τα οποία της ύδρευσης κυριαρχούσαν τον 19ο ενώ της οδοποιίας τον 20ό αιώνα. Φαίνεται ότι το έργο που έκανε τη διαφορά στην ανδριώτικη κοινωνία ήταν η ίδρυση το 1900 ενός ευαγούς ιδρύματος, του Εμπειρικείου Γηροκομείου, λόγω του ύψους της αρχικής δαπάνης και του τρόπου διαχείρισής της. Αρχής γενομένης με τον Δημήτριο Ράλλια και το Ναυτικό Μουσείο, το 1957, αλλά κυρίως το τελευταίο τέταρτο του 20ού αιώνα, η εφοπλιστική κοινότητα του νησιού ανέλαβε να προσδώσει στο νησί χαρακτήρα πολιτιστικού προορισμού, και μάλιστα σε επίπεδο διεθνούς καλλιτεχνικής παραγωγής. (πρδγμ. το νεότευκτο θέατρο)
Αλλά, οι Ανδριώτες ευποιούντες δεν υπήρξαν ένα αδιαφοροποίητο σύνολο, από οικονομική και κοινωνική άποψη. Η Άνδρος δεν ήταν μόνο πλούσιοι καραβοκύρηδες και εφοπλιστές ή καλά τακτοποιημένοι σε κοινότητες του εξωτερικού έμποροι και επαγγελματίες. Ήταν και τα πληρώματα, οι ναυτικοί των καραβιών της και οι γυναίκες των ναυτικών των καραβιών της. Ο καπετάν Βατοκούζης, της Μικράς Αγγλίας, ήταν δωρητής της πλακόστρωσης του περίγυρου κάποιου ναού του νησιού στις αρχές του 20ού αιώνα και η Μίνα Σαλταφέρου, του ίδιου μυθιστορήματος, που διαχειρίζεται τα του οίκου και της οικογενειακής περιουσίας, συνεισέφερε πάντα στους εράνους για τους σεισμούς που έπλητταν κοντινές και μακρινές χώρες. Μεταξύ των δωρητών, ήταν και οι Αρβανίτες του βόρειου μέρους του νησιού που έκαναν συχνές και σημαντικές δωρεές σε κτήματα, ζώα, δέντρα και προϊόντα προς μονές του νησιού από τον 16ο αιώνα. Εκτός του εφοπλιστικού κόσμου, που έχει κυρίαρχο ρόλο στη μακρά διάρκεια του φαινομένου -σε επιδίωξη της υστεροφημίας, του καλού ονόματος που έπρεπε να κληροδοτηθεί, μαζί με τις περιουσίες και τα καράβια, σε παιδιά και εγγόνια-, οι περισσότεροι από τους σημαντικότερους ευεργέτες της Άνδρου ήταν έμποροι ενώ καταγράφεται κι ένας «απροσδόκητος» ευεργέτης, ο αυτοδημιούργητος και λιτός στη ζωή του Πέτρος Λ. Μουστάκας από το Κόρθι. Τα έργα ευποιίας και η αποδοχή των κοινωφελών πράξεων από την τοπική κοινωνία επέτρεπαν τη συσσώρευση ενός υπολογίσιμου συμβολικού κεφαλαίου και αποκτούσαν κάποτε μια συμπλεκτική σχέση με τη συγκρότηση κοινωνικών και επαγγελματικών δικτύων και την πολιτική.
Η πρακτική της ευποιίας δεν έπαψε να καταγράφεται στην πρόσφατη ιστορία της ανδριακής κοινωνίας, και στους κόλπους των φαντασιακών κοινοτήτων της. Στις επιλογές των ευποιούντων Ανδριωτών συνυπάρχουν διαφορετικές στοχεύσεις, που αφορούν περισσότερο ή λιγότερο τον εκσυγχρονισμό και τον εξορθολογισμό, ανάλογα με την κοινωνική και οικονομική προέλευση των διαθετών. Στη σύγχρονη επαγγελματική ζωή καλλιεργείται ήδη, ως νέος τρόπος επιδίωξης της δημόσιας εικόνας, η ΕΚΕ, η στοχευμένη, συνεπής και με δημόσιο Απολογισμό επίδραση στην κοινωνία με βασικούς πυλώνες τον άνθρωπο και την ανάπτυξή του και το φυσικό περιβάλλον.