Γράφει ο Καπετάν-Λευτέρης παπά-Γιάννη Πολέμη
Για όσους είναι ή ήταν Αξιωματικοί Καταστρώματος ή ναύτες βαρδιάνοι και γενικώς ναυτικοί, το νόημα του κατωτέρου ποιήματος είναι εύκολο. Για όσους δεν γνωρίζουν από γέφυρα και κανονισμό προς αποφυγήν συγκρούσεως δυο λόγια είναι απαραίτητα.
Όταν ένα πλοίο ταξιδεύει μια οποιαδήποτε σταθερή πορεία και ξαφνικά δει δεξιά του άλλο πλοίο το οποίο πλησιάζει χωρίς να αλλάξει η γωνία που το βλέπομε μεταξύ πλώρης μας και του άλλου πλοίου, τότε υπάρχει κίνδυνος συγκρούσεως.
Στην περίπτωση αυτή είμαστε υποχρεωμένοι να στρέψομε το πλοίο μας δεξιά ώστε να βλέπομε το άλλο πλοίο αριστερά από την πλώρη μας. Όσο το άλλο πλοίο θα απομακρύνεται προς τα αριστερά, εμείς σιγά -σιγά θα στρέφομε το πλοίο μας αριστερά ώσπου να φθάσομε στην κανονική προτέρα πορεία μας και να συνεχίσομε το ταξίδι μας.
Και τώρα μπορείτε να διαβάσετε το ποίημα:
Αίματα στάζει ο ήλιος στη Δύση
θανάτου σημάδι κι αρχή της ζωής
πορεία Πουνέντε, μαυρίλα στην πρύμη
μ’ ανάβουν στην πλώρη λαμπάδες θαρρείς.
Τριαντάφυλλα κόκκινα και σκούροι πανσέδες
ματώνουν το πέλαγος στην πλώρη μπροστά,
μαυρόχτιστα σύννεφα στην πρύμη αρμενίζουν
η νύχτα στα χέρια της σκοτάδια βαστά.
Κατάπλωρα τ’ άλμπουρο σαν άρχοντας στέκει
μαβίζει και χάνεται στου ήλιου την δύση
θαμπώνει ο ορίζοντας μαυρίζουν τα πάντα
στερνόπνοο βόγγισμα ο ήλιος θ’ αφήσει.
Σκοτάδι απόλυτο, μαυρίλα η καρδιά μου
στη γέφυρα στέκομαι γι’ ακόμη ένα δείλι
τσιγάρα που σβύνονται τσιγάρα π’ ανάβουν
μακρύ είναι το πέλαγος, μακριά το Μπραζίλι.
Και νάτη στην σκέψη μου ξανάρχεται εκείνη
μαλλιά μαυροκάστανα, ματιά σαν μαχαίρι,
κοχύλια γιορντάνι στο λαιμό περασμένα,
κι’ ανθούς λεμονιάς κρατάει στο χέρι.
Βουβά με κυττά, την ρωτώ δεν μιλάει,
θλιμμένη κι’ απόμακρη, νεκρή-ζωντανή,
σπιθίζουν τα μάτια της, γυαλίζει ένα δάκρυ,
κουνάει τα χείλη της, δεν βγαίνει η φωνή.
Και ξάφνου γεμίζουνε τα πάντα λουλούδια,
μπουκέττα τριαντάφυλλα σε κάθε γωνιά,
πετάει το άλμπουρο κλωνιά και βλαστάρια,
θεόρατη γίνεται μ’ ανθούς λεμονιά.
Στα ξάρτια γαρύφαλλα, λιβάδι η κουβέρτα,
άσπρα άτια καλπάζουνε, πουλιά κελαιδούν,
τριαντάφυλλα κόκκινα, αγιόκλημα, κρίνα,
χιλιάδες μυρίπνοα λουλούδια ανθούν.
Μαγεύομαι, χάνομαι, ευωδιές με τυλίγουν,
παιδιάστικες μνήμες στο μυαλό μου πηδούν,
αηδόνια ερωτεύονται, μπουμπούκια ανοίγουν,
την γλώσσα του έρωτα τα πάντα μιλούν.
Και νάτη και πάλι ξεπρόβαλλε μπρος μου,
τα πόδια στα κύματα, το χέρι να γνέφει,
ανθοί στα μαλλιά, κοράλια στα χείλη της,
διαμάντια τα μάτια λαμπρόφωτα έχει.
Σπιθίζουν τα μάτια της δυο άσπρες φλογίτσες
γελάνε τα χείλη της και όλο σιμώνει
σκορπίζει στα κύματα ανθούς και λουλούδια,
το χέρι κατάφορτο γαρύφαλλα απλώνει.
Χτυπά η καρδιά μου τα γόνατα τρέμουν,
να πέσω στο κύμα, να τρέξω, να φθάσω,
ανοίγω τα χέρια μου αγκάλη αγάπης,
παιδεύομαι, χάνομαι το χέρι να πιάσω.
Μα δίπλα μου ακούγεται φωνή φοβισμένη
και νοιώθω το ναύτη της βάρδιας π’ ερώτα
«Καπτάνιε αφαιρέθηκες, βαπόρι κοντά μας
σταυρώνει η πορεία του, δεν βλέπεις τα φώτα;»
Με μιας όλα χάθηκαν; λουλούδια κι Εκείνη
κι απόμεινε τ’ άλμπουρο σημάδι μαγείας
βαπόρι που ερχότανε πρωτόδα κοντά μας,
τα μάτια της έγιναν δυο φώτα πορείας.
Βουρκώνουν τα μάτια μου και πέφτουν τα χέρια
μονάχος, παντέρημος σε πέλαα πλατιά,
κοιτάζω το ναύτη μου και λέω «σταμάτα
και βάλε τιμόνι αλά μπάντα δεξιά».