Ο Θεόπνευστος καλόγηρος, Ο φωτισμένος επαναστάτης, Ο όσιος Χριστοφόρος,
το φως που έλαμψε στην Ανδρο.Ο Όσιος που έζησε κοντά στο λαό!
Γράφει η Καθηγήτρια – Ζωγράφος – Αγιογράφος
Βασιλική Μελά
Η Τήνος έχει την Μεγαλόχαρη, η Κέρκυρα τον Άγ. Σπυρίδωνα, η Αίγινα τον Άγ. Νεκτάριο και η Ζάκυνθος τον Άγ. Διονύσιο. Και η Άνδρος; Ίσως τώρα ήλθε ο καιρός να γνωρίσει και η Άνδρος τον όσιό της, τον Όσιο Χριστοφόρο τον Παπουλάκο και να φανεί το πόσο αξιόλογο είναι το νησί αυτό, ακόμη περισσότερο από ότι είναι γνωστό και το πόσο μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει σαν κυκλαδονήσι. Ένα ακόμα μυρίπνοο άνθος στο περιβόλι του Θεού. Πόσοι αλήθεια γνωρίζουν ότι έζησε στην Άνδρο ο Παπουλάκος τα τελευταία επτά χρόνια της ζωής του, φυλακισμένος στη Μονή Παναχράντου, επειδή το κατεστημένο της εποχής εκείνης φοβήθηκε την αφυπνιστική δύναμη, που είχαν τα κηρύγματά του στο λαό, ο οποίος κινδύνευε να χαθεί από το υλιστικό πνεύμα των διάφορων διαφωτιστών και καλαμαράδων της δύσης; Πόσοι αλήθεια γνωρίζουν, ότι, θαυματουργικά, με αμπαρωμένη την πόρτα του κελιού του και με φύλακα απ’ έξω, βρέθηκε στον προφήτη Ηλία, σε μία κορυφή του Πέταλου, πάνω από την Άρνη; Ότι εκεί δίδαξε τους Αρνηώτες το λόγο του Θεού και άφησε ανεξίτηλη τη σφραγίδα της αγιότητάς του στον τόπο αυτό; Ο ίδιος έλεγε: «Ο λόγος του Θεού ού δέδεται» (Προς Τιμόθεον επιστολή Απ. Παύλου, Κεφ. Β΄- στ. 9). Δηλαδή ο λόγος του Θεού δεν δένεται, δεν κρατιέται, δεν εμποδίζεται, απλώνεται. Και πράγματι τα αγιασμένα λόγια του απλώνονταν παντού, όπου κήρυττε και περνώντας από στόμα σε στόμα και από γενιά σε γενιά παραμένουν αναλλοίωτα μέχρι και σήμερα, όπως θα παραμένουν και στους αιώνες. Με ένα τρίχινο ράσο, το σκούφο του τον καλογερίστικο, το ταγάρι του και το ραβδί του το απλό, με το σταυρό στην κορυφή του, σαν άλλος Κοσμάς ο Αιτωλός, διέτρεξε όλη την Πελοπόννησο και με τα λόγια του παρηγορούσε, νουθετούσε, θεράπευε, προφήτευε, στηλίτευε την αδικία, έλεγχε τους άρχοντες του τόπου, άνοιγε καινούριους ορίζοντες στην πνευματική ζωή κηρύττοντας μέρα και νύκτα τον ορθόδοξο τρόπο ζωής, που οδηγούσε στο δρόμο της αγάπης και της δικαιοσύνης. Αυτού του Οσίου θα προσπαθήσουμε να παρακολουθήσουμε, την μαρτυρική πορεία στον κόσμο αυτό, συλλέγοντας τους καρπούς της σποράς των λόγων του, ακολουθώντας την δική του φωτεινή τροχιά και ψάλλοντας:«Χριστοφόρε ένδοξε και κήρυξ μέγα,του Μορέως, Μάνης τε και Ύδραςτης ηρωικής, Σπετσών τε και Κρανιδίου τε,ως και της Άνδρου ημάς, αύθις δίδασκε».Κάθισμα από τον όρθρο του Αγ. ΧριστοφόρουΗ ζωή του στ’ Άρμπουνα – Η κλήση τουΟ Όσιος Χριστοφόρος, ο Παπουλάκος, κατά κόσμο Χριστόφορος Παναγιωτόπουλος, Χριστοπανάγος για τους συγχωριανούς του, γεννήθηκε το 1785 ή το 1790 σε ένα μικρό ορεινό χωριό, τ’ Άρμπουνα, της επαρχίας Καλαβρύτων. Ήταν άνθρωπος της προσφοράς και της δράσης. Ανιδιοτελής, ήσυχος, φιλάνθρωπος, ταπεινός στο φρόνημα, πράος, ολιγόλογος, ενάρετος και ευλαβής, με μεγάλη πίστη και αγάπη στον Χριστό, την Παναγία και τους Αγίους. Ενέπνεε το θαυμασμό, την εκτίμηση και τον σεβασμό στους συγχωριανούς του. Ήταν χασάπης μαζί με τα τρία αδέλφια του, επάγγελμα που δεν το αγαπούσε ιδιαίτερα και μόλις τελείωνε την εργασία του, έτρεχε στην εκκλησία ν’ ανάψει τα καντήλια και να φροντίσει να είναι όλα στη θέση τους, μέσα στο λατρευτικό χώρο.Αγαπούσε πολύ να διαβάζει τα συναξάρια των αγίων, που ήταν γι’ αυτόν «Λύχνος τοις ποσί του και φως ταις τρίβοις του». Ο μεγάλος πόθος της ψυχής του όμως, ήταν το ψαλτήρι. Να γίνει αναγνώστης, να ξυπνάει μέσα στις ψυχές των ανθρώπων τη νοσταλγία του Παραδείσου, να τους τονώνει την αγωνιστική διάθεση να βρίσκουν τον δρόμο της αλήθειας και της δικαιοσύνης, να πορεύονται στο στενό και τεθλιμμένο μονοπάτι που οδηγεί στο Θεό.Τα γράμματα όμως που γνώριζε, όπως έλεγε ο ίδιος, ήταν πολύ λειψά. Έτσι αναγνώστης δεν έγινε, αλλά ο Θεός τον είχε χαριτώσει και προορίσει να γίνει κήρυκας και διδάσκαλος στο αναγεννημένο ελληνικό κρατίδιο, που μετά την μακραίωνη τουρκική σκλαβιά, κινδύνευε από άλλου είδους σκλαβιές και τυραννίες πολύ πιο επικίνδυνες, γιατί ήταν αόρατες και «κρυφοδαγκανιάρες», όπως έλεγε ο μεγάλος Κόντογλου, που στόχευαν όχι τα σώματα αλλά τις πολύτιμες ψυχές των ορθοδόξων.Από το σπίτι του Παπουλάκου, το μάτι ταξιδεύει σε ένα ψηλό βουνό, τ’ Αρμπουνοβούνι. Στην πρώτη δασωμένη ραχούλα του υπάρχει ένα ταπεινό ξωκλήσι, λιγότερο από μία ώρα δρόμο, αφιερωμένο στον Προφήτη των υψηλών οράσεων, τον Προφήτη Ηλία, τον αγαπημένο Προφήτη του Οσίου Χριστοφόρου. Από μικρό παιδί με χαρά πάντοτε έπαιρνε το δρόμο προς το ξωκλήσι φορτωμένος λάδι, κερί, λιβάνι και άρτους για τον εσπερινό. Μεγαλώνοντας, εκεί έβρισκε καταφύγιο και παρηγοριά στις δύσκολες στιγμές της ζωής του και ησυχία για προσευχή και νοερή επικοινωνία με το Θεό.
«Ήταν φτωχή, μικρή κι αφρόντιστη εκκλησία ο Προφήτης Ηλίας, αλλά ευωδίαζε, χωρίς να ’χουν λιβανίσει και χωρίς να ’χουν στολίσει το τέμπλο του και το προσκυνητάρι του με λουλούδια».(Κωστής Μπαστιάς)