Του Γιάννη Παπασταθόπουλου – Δικηγόρου ε.τ.
Ήταν από τις σπάνιες φορές που ο Μπάρμπα Μήτσος, ένα συμπαθητικό και άκακο γεροντάκι, γύριζε σπίτι του νηφάλιος και απαλλαγμένος από τον οίστρο και την επήρεια του αλκοόλ. Ζούσε με τη γυναίκα του σ΄ ένα χωριό της Άνδρου. Του άρεσε και το είχε πια συνηθίσει τα περισσότερα βράδια του χειμώνα να πηγαίνει με την κρασοπαρέα του, είτε σε φιλικό σπίτι, είτε σε παραδοσιακό ταβερνάκι, που συνήθως ήταν μπακάλικο, με απλούς και αυτοσχέδιους μεζέδες από σαρδέλες, ρέγγες, ελιές, ντόπιο τυρί ή σπιτικό λουκάνικο, συνοδευόμενο από καμιά λούζα ή λαρδί με σταρένιο ψωμί ψημένο σε παραδοσιακό ξυλόφουρνο και με καλό λιαστό κρασί.
Έτσι λοιπόν περνούσε τις ατέλειωτες βραδιές του χειμώνα με την κρασοκατάνυξη που τον απογείωνε σε πελάγη ευτυχίας και άλλο μαγικό κόσμο που απίστευτα ομόρφαινε τη ζωή του. Ένα βράδυ λοιπόν βροχερό και χειμωνιάτικο πού ο βοριάς λυσσαλέα και επίμονα φυσούσε, σαν να’ θελε κι αυτός να μπει στη παρέα τους, ο Μπάρμπα Μήτσος είχε στρογγυλοκαθίσει στη μόνιμη θέση του, δίπλα στο γιοματάρι του μαγαζιού. Αφού λοιπόν μαζί με τη παρέα του ήρθαν στα Διονυσιακά κέφια και το γλέντι είχε φουντώσει, παρ’ όλο το μεθύσι του, με μεγάλη του έκπληξη διαπίστωσε πώς η ώρα είχε περάσει και η γυναίκα του θα τον περίμενε, όπως της είχε υποσχεθεί ότι δεν θα αργούσε να γυρίσει. Η παρέα του βέβαια δυσανασχέτησε για την πρόωρη αποχώρησή του. Δεν μπορούσε όμως και να τον μεταπείσει. Έτσι πήρε τον δρόμο για το χωριό. Αλλού πατούσε κι αλλού βρισκότανε. Τελικά τα κατάφερε να φθάσει. Με πολύ κόπο βρήκε το κλειδί που είχε ξεχάσει σε ποια απ’ όλες τις τσέπες του είχε βάλει. Μετά από πολλές προσπάθειες κατάφερε ν’ ανοίξει. Η γυναίκα του βλέποντας πώς η ώρα είχε περάσει δεν άντεξε να τον περιμένει. Είχε σχεδόν μισοκοιμηθεί στην κρεβατοκάμαρα, στο βάθος του σπιτιού. Είχε όμως φυλάξει το φαγητό του σε πήλινο τσουκάλι στη χόβολη του τζακιού για να το βρει ζεστό.
Ήταν μια χυλωμένη φασολάδα με μπόλικη τομάτα, καρότο, σέλινο και κρεμμύδι.
Εκείνος όμως από το βαρύ μεθύσει του δεν είδε το τσουκάλι αλλά πήγε δίπλα στο μπουγέλο που η γυναίκα του έβαζε τα περισσεύματα των φαγητών. Μισοκοιμισμένη όπως ήταν τον ρώτησε αν έφαγε και ακολούθησε η παρακάτω στιχομυθία που μεταφέρω όπως ακριβώς ειπώθηκε με τη χαρακτηριστική νησιώτικη προφορά
«΄Ηρθες Μήτσο μ ; Γιατί άργησες; Ήρθα! Σύρε στην κουζίνα να φας. Σού ‘χω φυλάξει το φαί!» Μετά από λίγο ο Μπάρμπα Μήτσος μπαίνει στην κρεβατοκάμαρα και ακολουθεί η συνέχεια του διαλόγου «Ήφαες Μήτσο μ; Ήφαα σ’λέω ΄Ιντα ήφαες;
Ήφαα πατσά! Αλί καήλα μ! πήγες στο μπουγελ του χοίρ;!»
Ο καημένος απ’ το μεθύσει του είχε μπερδέψει τις γεύσεις, νομίζοντας πώς οι τροφές του χοίρου προοριζόταν γι’ αυτόν! Το πρωί της άλλης μέρας ένοιωθε μια βαρυστομαχιά που όμως ξεπέρασε με κάποια χωνευτικά που του έδωσε η γυναίκα του. Όμως αν δεν έκανε και εμετό δεν μπορούσε να ησυχάσει. Η γυναίκα του είχε ετοιμάσει το πρωινό για να συνέλθει. Όταν όμως πήγε στην κουζίνα διαπίστωσε πώς ο αρπακτικός και λαίμαργος γάτος του με ταχυδακτυλουργική μαεστρία είχε ξεσκεπάσει το σερβιρισμένο πιάτο που το βρήκε άδειο. Προσπάθησε να τον βρει για να του ανταποδώσει τα δέοντα, αλλά δεν τα κατάφερε.
Τον βρήκε χωμένο μέσα σε μια βαθιά υδρορροή στην αυλή του σπιτιού. ΄Ήθελε να τον βγάλει αλλά τελικά οι προσπάθειές του ήταν μάταιες, αφού το τούνελ ήταν πολύ βαθύ. Για να εκτονώσει την οργή και το θυμό του με αγανάκτηση φώναξε «βγες έξω βρέ παληόγατε να σου δώσω ένα μάθημα καλής συμπεριφοράς για να δεις αν θα το ξανακάνεις. Κάπου θα ανταμώσουμε και τότε θα λογαριαστούμε!» Μ’αυτό τον καημό και το παράπονο έφυγε απογοητευμένος γιατί δεν μπόρεσε να εκδικηθεί τον παμπόνηρο γάτο του!!