Ξεκινούμε το Β’ Μέρος από τα λόγια της γιαγιάς με μια άλλη προσευχή: «Δος μου Δέσποινα Μαρία, δος μου τη βοήθειά σου και ποτέ, ποτέ μακράν Σου μη μ’ αφήνεις, Παναγιά, χάρισε μου την υγεία, κάνε με καλόν παιδιον, ν’ αγαπώ την εκκλησία, ν’ αγαπώ και το σχολείο, ν’ αγαπώ και τους γονείς μου.
Γνώμη δική της: «Το γέλιο του μικρού παιδιού είναι ύμνος στον Θεό. Ο πιστεύων ουδέποτε μετανόησε. Και συνεχίζει με παλιές, γνωστές παροιμίες και σοφές συμβουλές:
-Παλιός γάιδαρος, καινούργια περπατημασιά. Δηλαδή ο μεγάλης ηλικίας άνθρωπος δεν αλλάζει τις συνήθειες του, όπως λέμε ακόμα «το μεγάλο δέντρο δεν μεταφυτεύεται».
-Μάτια που δεν θωρούνται, γρήγορα λησμονιούνται. (έστω κι αν είναι συγγενείς)
-Πως βλέπεις τον αντικρινό σου; Σαν τον εαυτό μου. Δηλαδή ο κλέφτης όλους τους βλέπει κλέφτες. Είσαι πονηρός, είσαι κακός και οτιδήποτε άλλο έχεις την εντύπωση ότι είσαι, όλοι σου μοιάζουν.
-Κρύψε με σαν δε με θες, για να μ’ έχεις όταν με θες. Δηλαδή είναι πολλά πράγματα που είναι περιττά και άχρηστα και τα πετάμε. Εγώ προσωπικά δεν πετώ εύκολα κάτι, λέω, ας το κρύψω. Και όμως έρχεται ώρα και το χρησιμοποιώ, ιδίως παλαιά ρούχα ή και καινούργια, μικρά υφάσματα, κομμάτια, περισσεύματα, όλα τα χρησιμοποιώ κάπου, ακόμα και για μπάλωμα. Όταν ξέρει ο άνθρωπος τα βολεύει
-Άνθρωπος αγράμματος, ξύλο απελέκητο. -Στου κουφού την πόρτα όσο θέλεις βρόντα-Όποιος γυρίζει μυρίζει -Το γοργό και χάριν έχει -Γαλανός ουρανός αστραπές δεν φοβάται -Ανάγκα γαρ και Θεοί πείθονται -Φασούλι το φασούλι γεμίζει το σακούλι –Σταλαγματιά -σταλαγματιά, γεμίζει η στάμνα η πλατιά -Εγώ σου λέω να ‘χεις χίλια πρόβατα. Δεν θες; Μηδέ τρίχα! -Κάλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρι -Κτίσου όνομα καλόν. Υπέρ πλούτου πολύ -Τα πλούτη πολλοί εμίσησαν, την δόξαν ουδείς -Κάλια να σε ζηλεύουνε παρά να σε λυπούνται -Ευχή γονιού αγόραζε και στο βουνό ανέβα -Το ‘να χέρι νίβει τ’ άλλο και τα δυο το πρόσωπο -Βάδιζε προσεκτικά για να μην σκουντουφλάς -Να σκέπτεσαι πάρα πολύ πριν κάνεις κάτι. Η σκέψη θα σου δώσει την καλύτερη λύση -Ο λύκος κι αν εγέρασε κι άσπρισε το μαλλί του, μηδέ την τρίχα του άλλαξε μηδέ την κεφαλή του. Κι όταν τον ρώτησαν γιατί είναι ο σβέρκος του χονδρός απάντησε: “Γιατί κάνω τις δουλειές μου μόνος μου”. -Αν σηκωθεί η νοικοκυρά πρωί έχει μάνα κι αδερφή. Δηλαδή το πρωινό ξύπνημα σου προσφέρει τόσο χρόνο εργασίας σαν να είχες μια μάνα και μια αδελφή να σέ βοηθούν ταυτόχρονα.
Υπάρχουν στη ζωή ορισμένα όρια που δεν πρέπει να τα παραβλέπεις: -απομακρύνσου από το φλεγόμενο δάσος -μην πέφτεις στην θάλασσα στα βαθιά νερά όταν δεν ξέρεις καλό κολύμπι -μην κάνεις παρέα με κακούς και μοχθηρούς ανθρώπους η μεθυσμένους η οπλοκρατούντες -μην χαρτοπαίζεις γιατί χάνεις τον έλεγχο του εαυτού σου, το χαρτί γίνεται πάθος και το πάθος καταστροφή. (Η μπιρίμπα εξαιρείται)
Και ακόμα κάποιες κουβέντες για τις σχέσεις με το άλλο φύλο:
-Βασιλικός πλατύφυλλος με τα 40 φύλλα, 40 σ’ αγαπήσαμε μ’ απ’ όλους εγώ σε πήρα.-Δεν το ‘λεγα, δεν το ‘λπιζα κι ούτε στο νου μου το ‘χα: Ν’ αφήσεις το γαρύφαλλο, να πάρεις την μολόχα. -Αγάπα με να σ’ αγαπώ, θέλε με σαν σε θέλω, γιατί θε να ρθει ένας καιρός να θες και να μη θέλω. -Όλα του γάμου δύσκολα κι η νύφη φουσκωμένη -Γέρο μου κι αν στολίζεσαι, στον ανήφορο γνωρίζεσαι. -Οι θλίψεις κόβουν γόνατα και οι λογισμοί γερνούνε. Δηλαδή οι στενοχώριες ποτέ δεν έχουν καλά αποτελέσματα.-Υπάρχει στην ζωή και ο απαγορευμένος καρπός, που οταν τον γευτείς… χάνεις τον παράδεισο που ζεις.
Τώρα ίσως να φαίνονται κάπως γνωστά και ίσως λίγο φλύαρα κάποια από τα παραπάνω. Τα σημειώνω όμως σαν αφιέρωμα στη μνήμη τής μητέρας μου, αλλά και του πατέρα μου μερικά. Είναι κουβέντες πού έχουν την αφετηρία τους πολλές γενιές πριν, οι οποίες έχουν γαλουχήσει πολύ κόσμο με ψήγματα λαϊκής σοφίας και ηθικών αξιών. Είναι κρίμα αυτές οι κουβέντες να μουχλιάζουν μέσα σέ παλιά τετράδια, μακριά από τα τετράγωνα μάτια τής νέας γενιάς.
Le Val