Του ΜHΝΑ ΓΚΟΥΜΑ
Μια φωτογραφία που δημοσίευσε ο φίλος μου Ιάσων στο FB από το βαπόρι, ήταν η αφορμή να ταξιδέψει το μυαλό μου στα μακριά πέλαγα, τότε που μπαρκάριζα στα πλοία.
Το επάγγελμα του ναυτικού είναι από τα πιο δύσκολα επαγγέλματα και, ίσως, το πλέον μοναχικό. Μπορεί να συνταξειδεύεις με άλλους είκοσι ναυτικούς, αλλά ουδείς είναι φίλος σου. Και αν είναι, πάλι το μπάρκο σου θα είναι γεμάτο μοναξιά διότι είσαι μακριά από την γυναίκα σου, τα παιδιά σου, τους γονείς και αγαπημένους συγγενείς και φίλους.
Σήμερα, τα πράγματα είναι τελείως διαφορετικά απ’ ό,τι ήσαν την εποχή που πρωτομπαρκάρησε ο Πατέρας μου. Τότε, για να βρεις το βαπόρι, ταξείδευες μια ή δυο βδομάδες με το τραίνο ή έπαιρνες ένα επιβατικό πλοίο ή φορτηγοποστάλι (φορτηγό πλοίο που μεταφέρει και επιβάτες) από τον Πειραιά για να φθάσεις στην Αμερική ή την Αυστραλία. Μαζί σου έπαιρνες το μαξιλάρι σου, τα σεντόνια σου και, ίσως, μια κουβέρτα. Στο πλοίο, μόλις επιβιβαζόσουν, σου έδινε ο καμαρώτος καφέ και ζάχαρη, που όφειλες να κάνεις σωστό κουμάντο μέχρι το επόμενο λιμάνι, το οποίο, ενδεχομένως, να ήταν μετά από τρεις μήνες.
Στην εποχή την δική μου, τα πλοία είχαν ανέσεις που ούτε θα τις ονειρευόταν ο ναυτικός του ‘30. Κλιματισμός, κινηματογράφος, πισίνα και άνετες καμπίνες. Τα πλοία έπιαναν λιμάνι το πολύ σε πενήντα μέρες και ο κόσμος είχε χρόνο να πεταχτεί να κάνει ένα τηλέφωνο σπίτι του και να ψωνίσει πέντε απαραίτητα πράγματα. Οδοντόπαστα, εσώρουχα, αποσμητικά, ποτά και, ίσως, κάποιες κασσέτες μουσικής. Αν δε ο μάγειρας του πλοίου ήταν άχρηστος, είχε τον χρόνο να φάει ένα φαΐ της ανθρωπιάς σε ένα ωραίο εστιατόριο.
Εννοείται πως στα βολικά λιμάνια της Νοτίου Αμερικής, ο ρόλος της πόρνης ήταν όχι μόνον αναγκαίος, όπως σε όλα τα λιμάνια, αλλά και ο πιο ευχάριστος λόγω της ιδιοσυγκρασίας των κοριτσιών, τα οποία ήταν πέρα και πάνω από το χρήμα πολλές φορές, σε σχέση με τας κορίτσια της Ιαπωνίας ή Αφρικής που ήθελαν να σου πάρουν και τα σώβρακα!
Πριν την δεκαετία του ‘80, τα πλοία ξεφόρτωναν στα λιμάνια για μήνες και οι ναυτικοί είχαν χρόνο όχι μόνον να ξεφαντώσουν, αλλά πολλές φορές και να καταλήξουν σε γάμο με τα κοριτσόπουλα που τους είχαν σπιτώσει. Είναι αδύνατον να υπολογίσει κανείς πόσα παιδιά έχουν αφήσει οι Έλληνες στα διάφορα λιμάνια ανά τον κόσμο, αλλά και πόσα κορίτσια μετοίκησαν στην Πατρίδα μας εξ αιτίας των Ελλήνων ναυτικών.
Μετά το ‘80, τα πράγματα έγιναν λίγο δύσκολα, καθώς οι εμπορικές απαιτήσεις μεγάλωσαν, όπως και τα πλοία. Τα λιμάνια γιγαντώθηκαν και έπαψαν να βρίσκονται κοντά σε πόλεις ή χωριά, αλλά κτίστηκαν σε μακρινές περιοχές, για μεγαλύτερες ανάγκες, με μεγαλύτερο βάθος, για άλλα βυθίσματα και, ως εκ τούτου, οι άμοιροι ναυτικοί δεν είχαν πλέον τον χρόνο να βγουν από το πλοίο.
Να προσθέσω πως η φορτοεκφόρτωση γίνεται πλέον ταχύτατα και ο χρόνος παραμονής στο λιμάνι μίκρυνε στο ελάχιστο. Πώς να προλάβει ο ναυτικός, και ιδιαίτερα ο μηχανικός, να βγει έξω; Στο λιμάνι, έχοντας σταματημένη μηχανή, είναι υποχρεωμένος να ανοίξει κάποιους κυλίνδρους για επισκευή ή συντήρηση αλλά και να ελέγξει έναν σωρό άλλα πράγματα, που στο πέλαγος αδυνατεί να κάνει.
Η επικοινωνία στο πέλαγος με το σπίτι ήταν πολύ δύσκολη τα παλιά χρόνια μέσω ασυρμάτου και ο ναυτικός επικοινωνούσε με το σπίτι του, γράφοντας γράμματα στο πέλαγος επί μήνες. Όταν με το καλό έφτανε στο λιμάνι, ήταν πια μπαγιάτικα τα νέα και μέχρι δε να τα λάβει η οικογένεια του ήσαν σχεδόν περσινά διότι και αυτά εστέλλοντο με άλλο πλοίο.
Το 1780, τα γράμματα που έστελνε ο κάπταιν-Κουκ από την Χαβάη ή την Αυστραλία έκαναν τρία χρόνια να φθάσουν στην Αγγλία.
Στα χρόνια μου τα γράμματα έφταναν στο πλοίο σε κάθε λιμάνι μέσω ταχυδρομείου και πολλές φορές πιο άμεσα, δηλαδή με κάποιον ναυτικό που ερχόταν να αντικαταστήσει κάποιον στο πλοίο.
Υπήρχαν και οι ραδιοσταθμοί ανά τον κόσμο και για αυτήν την επικοινωνία φρόντιζε ο ασυρματιστής. Καλούσε, συνήθως, το ραδιο-Αθήναι μέσω Θερμοπυλών ή το ραδιο-Κύπρος.
Μετά από κάθε φράση που ολοκλήρωνες, φώναζες «έτοιμος», όπως επίσης και η άλλη πλευρά για να καταλάβει ο άλλος πως τέλειωσες αυτό που ήθελες να πεις. Συνήθως σε βοηθούσε ο operator αν η επικοινωνία ήταν αδύναμη.
Η σειρά αναμονής ήταν τεράστια πολλές φορές και έπρεπε να περιμένεις ώρες μέχρι να μιλήσουν ένας σωρός πλοία. Όσο μιλούσες με τους δικούς σου στην Ελλάδα, σε άκουγαν και όλα τα πλοία που περίμεναν στην σειρά. Ιδίως χρονιάρες μέρες η σειρά ήταν πολύωρη. Θυμάμαι, μια από αυτές τις ημέρες τηλεφώνησε ένας νιόπαντρος στην γυναίκα του για να μάθει πώς πάει το κτίσιμο του σπιτιού.
-Καλά Χριστούγεννα εύχομαι, αγάπη μου.
-Στείλε λεφτά για τα κεραμίδια και τα παράθυρα.
Ο άνθρωπος φαίνεται πως είχε απαυδίσει να στέλνει λεφτά και έκανε τον κουφό.
-Δεν ακούω τι λες. Κάνει παράσιτα.
-ΛΕΦΤΑ ΣΤΕΙΛΕ!
-Δεν ακούω. Είναι χάλια η γραμμή.
Επενέβη ο τηλεφωνητής από την Κύπρο να βοηθήσει.
-Λέει η γυναίκα σου να στείλεις λεφτά!
-Έτσι είπε;
-Ναι!
-Το άκουσες;
-Ναι!
-Ε, τότε δώσ’ τα εσύ!
Οι ημέρες των εορτών είναι για τον ναυτικό ένα δράμα. Αν είναι στο πέλαγος και έχει καλό καιρό, πάει καλώς. Στρώνονται τα τραπέζια με εδέσματα και στολίζονται οι τραπεζαρίες. Ο κόσμος, κατώτερο πλήρωμα και αξιωματικοί, κάθονται γύρω από ένα τραπέζι και υπό τον ήχο της μουσικής, που συνήθως είναι νησιώτικα ή λαϊκά τελευταίας διαλογής, γίνεται ένα «αναγκαστικό» γλέντι. Δεν λέω, ξεφεύγει ο κόσμος από την ρουτίνα, αλλά κατά γενική ομολογία είναι μια βαρετή μάζωξη. Αν και πάντοτε ήμουν παρών, διότι θα ήταν αγενές εκ μέρους μου να μην είμαι, δεν έβλεπα την ώρα να φύγω και να ανεβώ στην καμπίνα μου να διαβάσω το βιβλίο μου.
Τα ίδια και την Πρωτοχρονιά.
Το Πάσχα ήταν λίγο πιο ευχάριστο, με ένα αρνί να γυρίζει στην σούβλα και καμμιά παγωμένη μπυρίτσα. Και όλα αυτά στο κατάστρωμα, αν το επέτρεπε ο καιρός. Τώρα, μετά το ατύχημα του Exxon Valdez, απαγορεύεται το αλκοόλ στο πλοίο επισήμως. Παρανόμως, όμως, μερικοί βάζουν στο πλοίο κάνα μπουκαλάκι ουίσκυ ή βότκα.
Δεν θα ξεχάσω την Πρωτοχρονιά στην Γκάνα με τα κατάμαυρα «κορίτσια» (μόνον τα δόντια τους έβλεπες), σε ένα κωλόμπαρο να πίνουμε οι μηχανικοί τα ποτάκια μας λόγω της ημέρας. Ήμουν δεύτερος μηχανικός τότε.
Είχαν ανάψει παντού φωτιές στους δρόμους για να ξορκίσουν το κακό, ώστε ο καινούργιος χρόνος να τους βρει αμόλυντους. Μια θεόχοντρη «πεταλουδίτσα» είχε καθίσει στα πόδια μου, ζητώντας επίμονα να την κεράσω ένα ποτό. Μέχρι να την ξεφορτωθώ, ίδρωσα. Εφιαλτική Πρωτοχρονιά.
Χριστούγεννα ως πρωτόμπαρκος δόκιμος, μια μέρα πριν φθάσουμε στην Ιαπωνία, είχε περάσει πετρέλαιο στο λαδί της μηχανής. Εργαζόμασταν δυο μέρες στο κάρτερ της μηχανής να καθαρίζουμε με απίστευτα άσχημο καιρό. Όχι δεν γλεντήσαμε εκείνα τα Χριστούγεννα, αλλα και δεν κοιμηθήκαμε από τα μπότζια.
Αυτό που βλέπετε, είναι μια πολύ ωραία φωτογραφία, η οποία απεικονίζει ένα όμορφο ηλιοβασίλεμα με φόντο το κατάστρωμα ενός γκαζάδικου. Είναι μια ωραία και ρομαντική φωτογραφία αναμφισβήτητα, όμως για μένα είναι το μάτι, η σκέψη, το λυπηρό βλέμμα, η νοσταλγία ενός ναυτικού, ιδιαιτέρως αυτές τις γιορτινές μέρες, που το μυαλό του τρέχει στο σπίτι του, στην άρρωστη -πιθανώς- μητέρα του, στον πατέρα που μόλις έχασε ή ίσως τίποτα απ’ όλα αυτά. Ίσως σε ευχάριστα πράγματα, δηλαδή στους δικούς του ανθρώπους, τον νιόπαντρο αδελφό του ή την αδελφή του που μπήκε στο Πανεπιστήμιο, τους φίλους που γλεντάνε πίσω στην Πατρίδα και εκείνοι με την σειρά τους νοσταλγούν τον άνθρωπό τους, ο οποίος ταξειδεύει στις λαμαρίνες, στις άγριες θάλασσες, μόνος μέσα στα λάδια και στα πετρέλαια. Στον μπαρκαρούτσο πατέρα ή γιο, που δεν μπορεί να πάει μια βόλτα το παιδάκι του, να φάει την αγαπημένη του σοκολάτα, να πάει στον κινηματογράφο με την φιλενάδα του, να πιει έναν καφέ με τον κολλητό του, να αγκαλιάσει την αγαπημένη του ξαδέλφη, να φάει το αγαπημένο του φαΐ ή να αγοράσει έστω και μια τσίχλα ή ένα παγωτό που του ‘ρθε εκείνη την στιγμή. Τόσο απλό, αλλά και τόσο δύσκολο.
Σήμερα οι ναυτικοί ζουν ένα άλλο δράμα. Μπορεί να μην πιάνουν σχεδόν καθόλου λιμάνι ή η παραμονή τους να είναι ολιγόωρη, αλλά έχουν τα satellites και τα e-mails, όπου η επικοινωνία είναι άμεση και ανά πάσα στιγμή, μα η ζωή είναι ακόμη πιο μοναχική από ό,τι παλαιότερα. Ευτυχώς που η παραμονή τους είναι υποχρεωτική μόνον ένα εξάμηνο.
Τα παλιά τα χρόνια, ο ναυτικός είχε το δικαίωμα να παραμείνει όσο ήθελε και, χρησιμοποιώντας αυτό το δικαίωμα, εκάθετο και δέκα ή δώδεκα χρόνια. Είχα κάνει με έναν τέτοιο γέρο καπετάνιο από την Άνδρο. Πήγα και έφυγα τέσσερις φορές στο ίδιο πλοίο και καθόμουν από έναν χρόνο και αυτός ήταν εκεί. Μέχρι που τον έβγαλαν σχεδόν σηκωτό μετά από έξι χρόνια. Όταν γύρισε στο νησί, πέθανε.
Πόσες μοναχικές γιορτές έχω περάσει στα βαπόρια τα δέκα χρόνια που ταξείδεψα… Θεωρώ πως ήταν χαμένος χρόνος όλα αυτά τα χρόνια στην θάλασσα, διότι άλλα ήθελα να κάνω στην ζωή μου ή για άλλα προοριζόμουν από τους γονείς μου, αλλά τελικά άλλα έκαναν εκείνοι και άθελά τους μου άλλαξαν την ζωή εντελώς. Εύχομαι, παρ’ όλες τις εμπειρίες που απέκτησα στα χρόνια της θάλασσας, να μην τα ζήσει κανείς από σας. Ήταν χαμένος χρόνος.
Άξιζαν μόνο τα μέρη που επισκέφθηκα και τα ιστορικά γεγονότα που συνέβησαν στα διάφορα κράτη και είχα την τύχη να βρίσκομαι εκεί εκείνες τις ημέρες.
Όμως, πάντα στο μυαλό σας να σκέπτεστε με συμπάθεια τους ναυτικούς που θαλασσοπνίγονται και ιδιαιτέρως αυτές τις γιορτινές μέρες, όπου η μοναξιά είναι αβάσταχτη στο μέσον του Ειρηνικού με τα κύματα να φθάνουν τα είκοσι μέτρα.
Καλή χρονιά σάς εύχομαι, με υγεία και να είστε πάντα ευτυχείς.