Της ΙΟΥΛΙΑΣ ΖΑΝΝΑΚΗ ΛΙΑΛΙΟΥ
Λούης
Τώρα οι λέξεις που με ορίζουν λιγόστεψαν και με τρομάζουν.
Είναι γραμμένες στα χαρτιά ενός απρόσωπου γραφείου.
Είμαι αδέξιος χειριστής των στεριανών καθημερινών πραγμάτων στο σπιτικό μου. Μέλος ενός σώματος που κόπηκε κάποτε και τώρα δεν ταιριάζει. Πηγαινοέρχομαι, ανοιγοκλείνω τις πόρτες στις κάμαρες.
Παράταιρο έπιπλο στη σάλα, στην κουζίνα, στον εξώστη. Μεγάλωσα πολύ, μακριά από το καλούπι τους και τώρα δεν χωράω.
Καρνάγια, ταρσανάδες τα καφενεία, γεμάτα από σκαριά κτυπημένα, λαβωμένα από της θάλασσας την αμάχη, ποτισμένα από την αλμύρα. Σκαριά που δεν θα ξαναταξιδέψουν.
Τριγύρω μου, ίδιοι με μένα, απόμαχοι, με πνευμόνια σακατεμένα από την υγρασία, μολυσμένα από της λαμαρίνας και του σίδερου τη σκουριά, σκελετοί παιδεμένοι στρεβλοί από των κυμάτων το βάσανο.
Ατέλειωτες αρχίζουν συζητήσεις. Για πού και πως η νιότη τους σκορπίστηκε και χάθηκε σε τόπους και πολιτείες ξένες. Η ζωή τους ακουμπισμένη σε κομμάτια, πάνω στο γαλάζιο σιδερένιο τραπεζάκι, δίπλα στο ρακί. Και κείνοι μάταια προσπαθούν να τα κολλήσουν, τις άδειες ώρες να γεμίσουν με αναμνήσεις, που όσο πάνε και θολώνουν.
Τα χρόνια μου ταξιδεύουν σε λιμάνια που δεν θυμάμαι πιά.
Οι μέρες μου περπατούν στη στεριά σε δρόμους που έχω ξεχάσει.
Μετά σαράντα χρόνια, παροπλισμένο σκαρί στο δικό μου καρνάγιο.
Αυτό που εγώ έκτισα.