“Πάσχα στις Στενιές το Καπετανοχώρι της Άνδρου” είναι ο τίτλος του αφηγήματος της Ελένης Φαλαγγά που ζωντανεύει μνήμες και μας ταξιδεύει στην Άνδρο.
“Το χωριό αυτό κατοικείτο πρώτα από ναυτικούς και κυρίως καπετάνιους απ’ όπου πήρε και το όνομά του, ενώ σήμερα υπάρχουν και πολλοί επιστήμονες εκεί.
Οι ετοιμασίες των εορτών του Πάσχα αρχίζουν πολύ καιρό πριν, καθαρίζοντας και ασπρίζοντας δρόμους, σπίτια, κάνοντας τα απαραίτητα ψώνια, ενώ τα παιδιά προμηθεύονται τα διάφορα σμπάρα, όπως τα λένε, να τα σκάσουν το Πάσχα.
Το χωριό χωρίζεται σε επάνω και κάτω, έχοντας δύο ενορίες όπου γίνεται μεγάλος συναγωνισμός ποια ενορία θα είναι ωραιότερη και ποιος επιτάφιος πιο όμορφος. Η κατάνυξη είναι μεγάλη από το βράδυ των Βαΐων με τον Νυμφίο και κάθε ημέρα της Μ. Εβδομάδας έχει επίσης της δική της κατάνυξη.
Την βραδιά της Μ. Παρασκευής γεμίζει από κόσμο η εκκλησία γιατί τότε κυρίως έρχονται οι πολλοί Στενιώτες στην Άνδρο, στο χωριό τους.
Στα δώδεκα Ευαγγέλια που βγαίνει, ο Εσταυρωμένος, παρακολουθούν όλοι με μάτια δακρυσμένα κρατώντας το μικρό τους κεράκι, ακόμα κι αυτοί οι σκληροί καπετάνιοι λυγίζουν μπροστά σε αυτό το θέαμα.
Το ίδιο βράδυ αρχίζει το στόλισμα του Επιταφίου που διαρκεί ολόκληρη την νύκτα μέχρι το πρωί της Μ. Παρασκευής. Κατά την διάρκεια της νύκτας του στολισμού πολλά κοριτσόπουλα τρέχουν από την μια εκκλησία στην άλλη και μεταφέρουν μυστικά του στολισμού.
Όταν ετοιμαστεί κάνει την εμφάνισή του έτοιμος πια, με τα πιο εκλεκτά λουλούδια εισαγωγής κατ’ ευθείαν από την Αθήνα, μετά από παραγγελία. Κάθε χρόνο είναι ένα αριστούργημα τέχνης, έργο γυναικών μεγάλων και νεότερων που πρέπει να μάθουν την τέχνη για να τις διαδεχθούν αργότερα.
Το ντύσιμο του κόσμου το πρωί της Μ. Παρασκευής είναι ότι πιο ωραίο και πιο ακριβό υπάρχει στην ντουλάπα. Γίνεται η αποκαθήλωση πάλι με συγκίνηση μεγάλη.
Το βράδυ τα εγκώμια τα ψάλλουν ομάδες κοριτσιών και αγοριών. Γίνεται η περιφορά των δύο επιταφίων συνοδεία λαμπάδων και βεγγαλικών.
Στην πλατεία του χωριού συναντιούνται οι επιτάφιοι και συνεχίζουν οι κάτω πηγαίνοντας προς τα επάνω και οι επάνω προς τα κάτω.
Τα αγόρια του χωριού χωρισμένα σε ομάδες ευρίσκονται από πολύ πρωί του Μ. Σαββάτου στα περιβόλια και σε ορισμένα σημεία φτιάχνουν τα μάσκουλα που είναι κάλυκες από οβίδες, γεμισμένα με μπαρούτι πολύ επικίνδυνα και έτοιμα να σκάσουν, πραγματική ομοβροντία, το βράδυ με το Χριστός Ανέστη.
Εν τω μεταξύ το πρωί του Σαββάτου ψέλνοντας το Ανάστα ο Θεός, ο ιερέας σκορπίζει φύλλα δάφνης σε όλη την εκκλησία ενώ κτυπούν χαρμόσυνα οι καμπάνες.Η εκκλησία ντυμένη στα αναστάσιμα χρώματα και η εικόνα της Ανάστασης στολισμένη με κόκκινα λουλούδια, δίνουν αμέσως μια χαρούμενη νότα στην όλη συγκίνηση των προηγούμενων ημερών.
Το στήσιμο των μάσκουλων θέλει πολύ τέχνη και μόνον αν ξέρουν πηγαίνουν κοντά, πηγαίνουν όμως και άλλα παιδιά για να μάθουν. Οι κάλυκες αυτοί γεμίζουν με μπαρούτι, πέτρες, χώμα και μπαίνουν στη γη αφήνοντας έξω ένα φυτίλι που θα το ανάψουν.
Ο κρότος είναι τρομακτικός και εκεί κοντά σπάζουν τζάμια, τρύπες σε τοίχους και μια χρονιά που βρεθήκαμε στο χωριό μας είπαν πως έπεσε ένας πολυέλαιος κάποιου σπιτιού που ήταν εκεί κοντά.
Όταν τελειώσουν οι γιορτές αυτοί οι κάλυκες φυλάσσονται για τον επόμενο χρόνο. Και πριν τα γεμίσουν την Μ. Παρασκευή το πρωί τα έχουν στη σειρά σε τραπεζάκια επάνω, στην αυλή της εκκλησίας άδεια με ένα γαρύφαλλο στο στόμιο και οι άνδρες τους αφήνουν εκεί χρήματα για τα έξοδά τους, έλεγαν πώς το μπαρούτι το αγοράζουν πολύ ακριβά.
Ένα παλληκάρι του χωριού, ωραία ντυμένο σηκώνει την εικόνα της Ανάστασης, το βράδυ του Σαββάτου και το απόγευμα της Κυριακής, στην Αγάπη. Δίνει πολλά χρήματα στην εκκλησία και μάλιστα τα παλιά χρόνια έλεγαν, πως με έξοδά του γινόταν τραπέζι στην αυλή της εκκλησίας.
Μόλις ο παπάς πει το Χριστός Ανέστη αρχίζει η ομοβροντία των μάσκουλων και των εκατοντάδων βαρελότων. Κατά καιρούς έχουν συμβεί και μικροατυχήματα. Τελειώνοντας η λειτουργία πηγαίναμε θυμάμαι στο σπίτι μας ευχαριστημένοι γιατί ο άνδρας μου έψελνε πολύ ωραία και τρώγαμε το πατροπαράδοτο φαγητό. Τα μπαμ και μπουμ κρατούν ως το ξημέρωμα. Την Κυριακή απόγευμα τελείται στην εκκλησία η Αγάπη. Μετά ξεκινούν από τις εκκλησίες ο κόσμος, ο ιερέας και τα παλληκάρια κρατώντας τις εικόνες της Ανάστασης, κάνοντας τον γύρο του χωριού Οι δύο Αναστάσεις, συναντιούνται στην πλατεία του χωριού όπου γίνεται κανονικός πόλεμος.
Βροντούν μάσκουλα, βαρελότα, τράκες και καπνοί που δεν μπορείς ούτε να δεις ούτε να ανασάνεις. Προχωρούν προς τις εκκλησίες τους απ’ όπου ο κόσμος φεύγει και σκορπίζει. Πολλοί είναι οι ξένοι που έρχονται να δούνε από μακριά αυτό που γίνεται στις Στενιές. Τα γλέντια συνεχίζοντας στα σπίτια τους κρατούν ως την επόμενη ημέρα.
Στις Στενιές δεν ψήνουν το αρνί ούτε πρώτα, ούτε τώρα νομίζω. Το κουφάρι του αρνιού με τέχνη ραμμένο γίνεται ένας χώρος βαθύς που γεμίζεται με τυριά, αυγά, συκωτάκια και διάφορα μυρωδικά. Αυτό το φαγητό το λένε λαμπριάτης (από την λαμπρή) και δεν μπορεί να διανοηθεί Πάσχα στις Στενιές χωρίς τον λαμπριάτη σε κάθε σπίτι. Η μυρωδιά του όταν ψήνεται στον φούρνο είναι υπέροχη καθώς και η γεύση του. Δεν μπορείς να αντισταθείς στον λαμπριάτη έστω αν κάνεις αυστηρή δίαιτα.
Πριν από χρόνια υπήρχε ένας φούρνος στο χωριό, όπου όλες οι νοικοκυρές πήγαιναν τις λαμαρίνες τους με τα τσουρέκια να τα ψήσει ο φούρναρης.
Επίσης το Μ. Σάββατο πήγαιναν εκεί να ψήσουν τον λαμπριάτη.
Αυτές τις δύο ημέρες γινόταν τέτοια φασαρία στον φούρνο από όλες τις γυναίκες, πραγματικό πανδαιμόνιο. Τραβούσαν τον φούρναρη, από δω κι από κει που τον τρέλαιναν φωνάζοντάς του να τα ψήσει καλά κι εκείνος που ήταν ένας καλόβολος άνθρωπος, έκανε πως θύμωνε και τους έβαζε καμιά φωνή.
Μετά άρχιζε το σχόλιο ποιανής ήταν καλύτερα και το σχετικό κουτσομπολιό, ψιθυριστά, έδινε κι έπαιρνε. Μου διηγούταν ο άνδρας μου το εξής περιστατικό. Επήγε η γιαγιά του, με την λαμαρίνα με τα τσουρεκάκια γεμάτη και με τη φασαρία των γυναικών πάτησε μια μέσα στη λαμαρίνα. Ε, ποιος είδε τον Θεό και δεν τον φοβήθηκε, σημειωτέο ότι η γιαγιά του ήταν γνωστή για την παραξενιά της.
Την Τρίτη μετά το Πάσχα συνηθίζεται ο κόσμος να πηγαίνει με καΐκια σε ένα πολύ μικρό νησάκι εκεί κοντά που είναι η εκκλησία της Θεοτόκου. Παίρνουν μαζί τα φαγητά τους, τις μουσικές τους και περνούν εκεί ολόκληρη την ημέρα. Εάν είναι κακοκαιρία και δεν μπορεί να πάει το καΐκι, πολλοί από τους κατοίκους συγκεντρώνονται σε ένα παραλιακό κέντρο και εκεί διασκεδάζουν. Παλαιότερα πάλι εάν ο καιρός δεν το επέτρεπε, κατέβαιναν στην παραλία που έχει ωραία άμμο και βότσαλα, έστρωναν χάμω κι εκεί περνούσαν την ημέρα, με όμορφες παρέες.
Το περίεργο είναι ότι ενώ τώρα ο κόσμος έχει αλλάξει γενικώς συνήθειες, αυτά τα πασχαλινά έθιμα του χωριού, επαναλαμβάνονται τα ίδια κάθε χρόνο εδώ και αμέτρητες δεκαετίες με τον ίδιο πόθο και λαχτάρα από μεγάλους και μικρούς, σημειωτέο ότι κανείς τους δεν ζει πλέον στο χωριό τον χειμώνα.
Ασφαλώς το Πάσχα είναι όμορφο σε κάθε χωριό, όμως οι Στενιές ξεχωρίζουν αυτό τουλάχιστον, λένε οι ξένοι. Έχει σπίτια πολύ όμορφα με αυλές γεμάτες βουκαμβίλιες και γιασεμιά που μοσχοβολούν, θάλασσα, φυσικές ομορφιές ατελείωτες, πράσινο πολύ, νερά σε γραφικές ρεματιές και κτήματα γεμάτα λεμονιές, πορτοκαλιές και μανταρινιές που την Άνοιξη και την εποχή του Πάσχα είναι όλα αυτά τα δέντρα ανθισμένα και καθώς περνάς τα δρομάκια το άρωμά τους σε μαγεύει.
Θα τελειώσω με ένα στίχο από το ποίημα του Διονύσιου Σολωμού «ημέρα Λαμπρής»:
«Χριστός Ανέστη νέοι, γέροι και κόρες όλοι μικροί μεγάλοι ετοιμαστείτε
μέσα στις εκκλησιές τις δαφνοφόρες με το φως της χαράς συμμαζωχτείτε,
ανοίξετε αγκαλιές ειρηνοφόρες μπροστά στους Αγίους και φιληθείτε.
Φιληθείτε γλυκά χείλη με χείλη πέστε Χριστός Ανέστη εχθροί και φίλοι».
ΕΛΕΝΗ ΦΑΛΑΓΓΑ