Του ΛΕΩΝΙΔΑ Δ. ΜΟΥΣΤΑΚΑ
Πλοίαρχος Ε.Ν.
Μεγάλο Σάββατο του 1965 ήμουνα καπετάνιος στο νεότευκτο bulk carrier «Lyric» φορτωμένο κάρβουνο (pet coke) από τον Norfolk πηγαίναμε για την Chiba της Ιαπωνίας.
Εδώ εν παρενθέσει εξηγώ για το όνομα: Όταν έκαναν τις διατυπώσεις για τη νηολόγηση του βαποριού, οι αρχές της Λιβερίας δεν ενέκριναν το αρχικά σωστά γραμμένο όνομα γιατί στο νηολόγιο τους υπήρχε άλλο πλοίο με το ίδιο όνομα. (αυτά να τα βλέπουν οι δικές μας οι αρχές γιατί υπήρχαν τότε 5-6 ελληνικά βαπόρια με το ίδιο όνομα, π.χ. «Άγιος Νικόλαος», «Μαρία» κ.λπ.). Όμως ο μακαρίτης τώρα καπτα –Κώστας Μ. Λεμός πλοιοκτήτης του « Liryc» που δεν έκανε εύκολα πίσω σε κάτι τέτοια ήθελε το βαπόρι του να ονομαστεί έτσι και σκαρφίστηκε τη γραφή του ονόματος με αναγραμματισμό, ανατρέποντας τις αντιρρήσεις των Λιβεριανών αρχών. Έτσι εβαπτίστηκε με το λάθος στην ορθογραφία όνομα. Στα πιο πολλά λιμάνια που προσεγγίζαμε οι διάφοροι συναλλασσόμενοι με το βαπόρι, πράκτορες, λιμενικές αρχές κ.λπ. το αποκαλούσαν το βαπόρι με το λάθος όνομα. Κλείνει εδώ η παρένθεση και προχωράμε στο κυρίως θέμα.
Ο καμαρότος ονόματι Μάρκος Νομικός από την Αμοργό είχε στεναχωρηθεί γιατί δεν μας έφεραν στα προηγούμενα λιμάνια που είχαμε πάρει στόρια κόκκινη μπογιά για τα αυγά και δεν θα είχαμε ακολουθήσει το έθιμο για το Πάσχα. Το Μεγάλο Σάββατο κάνοντας τη βόλτα μου στις σαλοτραπεζαρίες βλέπω και τις είχανε στολίσει με γιρλάντες που είχανε φτιάξει από εφημερίδες και περιοδικά που υπήρχανε για τον εορτασμό της ημέρας. Φτάνοντας έξω από την κουζίνα βλέπω σε κάποιον πάγκο βαμμένα καμιά πενηνταριά κόκκινα αυγά. Φωνάζω τον καμαρότο να μου εξηγήσει πού βρήκανε μπογιά. Φαντάζεται κανείς την έκπληξή μου όταν μου είπε ότι πήρανε από τον Γραμματικό και τον Πρώτο Μηχανικό όσους μαρκαδόρους είχανε και καθίσανε όλοι μαζί, πλήρωμα καταστρώματος και Μηχανή και τα βάψανε.
Ανήμερα το Πάσχα το πρωί, όπως συνήθιζα έκανα τη βόλτα μου στους διάφορους χώρους και για να ανταλλάξω ευχές με όσους συναντούσα. Είχε προηγηθεί στο μεταξύ δυνατός καιρός στον Ειρηνικό Ωκεανό όχι πολύ μακριά μας και άφησε πίσω του swell με το σχετικό μπότζι. Φτάνοντας έξω από την κουζίνα βλέπω τον καμαρότο με ένα ταψί γαλακτομπούρεκο έτοιμος να το ρίξει στο μπουγέλο των σκουπιδιών ενώ συγχρόνως με το βλέμμα στραμμένο προς τον ουρανό αντάλλασσε κάποιες κουβέντες στα γαλλικά με τον Χριστό: «Τι ήθελες και αναστήθηκες σήμερα, και άλλα τέτοια…».
Στο μεταξύ μου εξήγησε ότι δεν μπορούσαν να το ψήσουν γιατί λόγω των διατοιχισμών του βαποριού χυνότανε μέσα στο φούρνο. Μόλις δηλαδή που πρόλαβα και τον σταμάτησα να τον ρωτήσω –πόση ώρα θέλει για να ψηθεί. Στην απάντησή του «περίπου 20 λεπτά» του είπα να περιμένει και από το τηλέφωνο της ρεσπέτζας είπα στον ανθυποπλοίαρχο να γυρίσει το βαπόρι 10 μοίρες αριστερά για να μετριαστεί το μπότζι. Βάζει λοιπόν ο καμαρότος το ταψί στο φούρνο αλλά συνέχιζε να χύνεται. Κρατώντας το τηλέφωνο ανοικτό γυρίζω άλλες 10 μοίρες. Αφού συνέχιζε να φεύγει το γλυκό από το ταψί γύρισα συνολικά 40 μοίρες ώσπου πια σταμάτησε. Τόσο είχαμε βγει και από τη γραμμή μας. Μέχρι να ψηθεί το γλυκό όντας σε ετοιμότητα για να γυρίσουμε στην πορεία μας μόλις τελειώσει το ψήσιμο ανέβηκα στην γέφυρα όπου ο ανθυποπλοίαρχος της βάρδιας με περίμενε να μάθει τους λόγους γιατί φοβήθηκε μήπως είχα δει κάτι εγώ από την πρύμνη όπου ήταν όλες οι υπερκατασκευές και η κουζίνα και δεν το είχε αντιληφθεί ο ίδιος από την γέφυρα. Τον καθησύχασα ότι έκανε καλά τη δουλειά του και ότι υπήρχε λόγος ανωτέρας βίας (δεν θα τρώγαμε το διαλεχτό επιδόρπιο στο πασχαλινό τραπέζι).
Μόλις ψήθηκε το γαλακτομπούρεκο ξαναγυρίσαμε στην κανονική μας πορεία και στην συνέχεια ακολούθησε τρικούβερτο γλέντι με όσα καλά διέθετε το βαπόρι.
Ήταν ένα αξέχαστο Πάσχα!