Κάποιο βράδυ παρακολούθησα μια παράσταση στο θέατρο «ΧΩΡΑ», μια παράσταση μονόπρακτη (μονόλογο), «Η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου», με την ηθοποιό Νίνα Μεντή.
Το θέατρο, παρά την κακοκαιρία, ήταν κατάμεστο από κόσμο, περισσότερο από νέα παιδιά με ευπρεπή παρουσία και συμπεριφορά.
Πρώτη μου φορά, ομολογώ, είδα σε θέατρο, στο τέλος της παράστασης, τον κόσμο όρθιο να χειροκροτεί επί πέντε και πλέον λεπτά την ηθοποιό, καθ’ όλη τη διάρκεια που ακουγόταν το τραγούδι που είχε στιχουργήσει η Ευτυχία «δύο πόρτες έχει η ζωή».
Εκείνο που παρατήρηση ήταν ότι σε πολλά διαφημιστικά spot και άλλα έντυπα, δεν την αναφέρουν «ποιήτρια», έστω «ποιήτρια στιχουργικής» αλλά «στιχουργό τραγουδιών».
Αναρωτιέμαι ποια είναι η διαφορά του στιχουργού από τον ποιητή, ή, μεταξύ ποίησης και στιχουργικής.
Αυτός που γράφει, και μάλιστα στίχους έμμετρους και ποιοτικούς, δεν είναι ποιητής, είναι απλός στιχουργός;
Γνωρίζω, και από ό,τι έχω διαβάσει και διδαχθεί, ότι ποίηση είναι το μέτρο και ο ρυθμός. Ο έμμετρος λόγος έναντι του πεζού.
Διάβασα σ’ ένα site του διαδικτύου με θέμα: «Κανόνες στιχουργικής» τα εξής:
«Βάση για. κάθε ποίημα είναι ο στίχος. Γι’ αυτό άλλωστε έλεγαν «στιχουργός» με την Ίδια έννοια που έλεγαν «ποιητής». Σήμερα ο στιχουργός έχει μειωτική σημασία. Μπορεί να φτιάχνει έστω στίχους πολύ καλούς, σύμφωνα με όλους τους κανόνες της στιχουργικής, όμως λείπει η συγκίνηση και η πνοή και ένα από τα βασικά στοιχεία της ποίησης είναι το μέτρο».
Δεν καταλαβαίνω ο γράφων τι και ποιους εννοεί:
Σήμερα υπάρχουν στιχουργοί, ειδικά τραγουδιών που γράφουν στίχους στο γόνατο, χυδαίους, ανυπόστατους, κακόηχους, χωρίς κανόνες και συγκίνηση, πνοή, ή, με κανόνες αλλά όχι με συγκίνηση, πνοή. Εννοεί αυτούς;
Γιατί άριστους ποιοτικούς στίχους γράφουν, και με όλους τους κανόνες της στιχουργικής, ο Ν. Γκάτσος, η Ε. Παπαγιαννοπούλου, ο Λ. Παπαδόπουλος, η Πολυδούρη, ο Καββαδίας και τόσοι άλλοι, παλαιοί και σύγχρονοι, και οι στίχοι τους έχουν συγκίνηση και πνοή.
Είδα, στην προαναφερθείσα παράσταση, νέους ανθρώπους να βουρκώνουν, να δακρύζουν, ακούγοντας τα μελοποιημένα ποιήματα τη ς Ε. Παπαγιαννοπούλου.
Είδα στη Γερμανία και στην Αμερική, Έλληνες μετανάστες να κλαίνε, ακούγοντας τραγούδια, π.χ. του Καζαντζίδη.
Η αγάπη και η νοσταλγία της μακρινής πατρίδας γινόταν πόνος και δάκρυα στο άκουσμα των τραγουδιών, που μιλούν για τους καημούς και τα βάσανα της ξενιτιάς.
Γιατί με τα τραγούδια, είναι συνδεδεμένη η ζωή και οι αναμνήσεις μας. Αυτά εκφράζουν, ποιητικά, ζωντανά αισθήματα και συναισθήματα μας. Ένα τραγούδι με καλό στίχο είναι συντροφιά μας, όχι μόνο στη χαρά αλλά και στη λύπη.
Σήμερα, οι λόγιοι της ελίτ έχουν διαχωρίσει τον ποιητή από τον στιχουργό και την ποίηση σε παραδοσιακή και μοντέρνα – σε σύγχρονη – όπως τη λένε. Οι σύγχρονοι μοντερνιστές του ελεύθερου στίχου κατήργησαν ορισμένους κανόνες της στιχουργικής, της ποίησης, όπως την ομοιοκαταληξία και τα είδη της, τον αριθμό των συλλαβών, και καλά κάνανε άλλωστε, και ο Όμηρος τα είχε καταργήσει, είχε όμως αφήσει το μέτρο και τον ρυθμό, τα δύο βασικά γνωρίσματα του έμμετρου λόγου, δηλαδή της ποίησης.
Οι συγχρονιστές κατήργησαν το μέτρο και το ρυθμό. Και όταν αυτά τα αφαιρείς, τι γίνονται; Όπως είπε ο Πλάτωνας: «πεζός λόγος», πεζογράφημα.
«Έχουν παγιδευτεί στην τροχιά ενός αδιέξοδου μοντερνισμού» και έχουν απαξιώσει όλους τους «μεγάλους» παραδοσιακούς ποιητές μας, τους θεωρούν περισσότερο στιχουργούς.
Ο «μεγάλος» ποιητής γι’ αυτούς είναι ο Καβάφης, γιατί ο Σεφέρης και ο Ελύτης έγραφαν στίχους, οι οποίοι μελοποιήθηκαν, όπως το «Άρνηση» ο πρώτος «Της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ» ο δεύτερος κ.α. Ο Παλαμάς είχε πει: «Τα ποιήματα του Καβάφη μοιάζουν με ρεπορτάζ από τους αιώνες και όχι τα καλύτερα».
Οι φανατικοί μουντζούρωσαν το άγαλμα του Παλαμά, έκοψαν και κομμάτια από το πρόσωπο του. Θέλουν λένε να το βγάλουν και να βάλουν τον «πεζοποιητή» Καβάφη.
Αυτά τα ποιήματα τους «προσεγγίζουν διαρκώς το πεζογράφημα με λέξεις κακόηχες, δύσκολες στην ερμηνεία τους, με ασάφεια, άσχετες με τη γλώσσα του περισσοτέρου κοινού· του λαού».
«Αναιμικοί επίγονοι του μοντερνισμού, όχι από αισθητική πεποίθηση αλλά από ανεπάρκεια, προχώρησαν ένα βήμα πιο πέρα, στην απελευθέρωση της μετρικής και ρυθμικής με την παντελή κατάργηση τους».
Δεν είμαι αρμόδιος, ούτε έχω σπουδάσει φιλολογία για να κρίνω τους μοντέρνους συγχρονιστές και την ποίηση τους. Γράφω ό,τι έχω διαβάσει και μάθει, εφόσον αυτά με εκφράζουν. Σέβομαι και χειροκροτώ αυτούς, για τη μεγάλη φαντασία τους, το πλούσιο, δυναμικό λεξιλόγιο τους και την πρωτοτυπία εκφράσεων.
Παρατηρώ, όμως, τόσον εγώ όσο και ο πολύς κόσμος που ακούει και διαβάσει τέτοια «ποίηση», ότι λείπουν απ’ αυτήν η αισθητική και το νόημα, «λείπουν τα διακοσμητικά στοιχεία και το ωραίο ύφος». Γράφουν λόγια πολύ δυσνόητα, λίγο ακαταλαβίστικα για τον αναγνώστη και το ευρύ κοινό. Δύσκολα για κάποιον να τα αποστηθίσει.
Το λεξιλόγιο τους μοιάζει με πεζογραφία και πολλές φορές δεν διαφέρει σε τίποτα από πεζογράφημα. Τους λείπει το μουσικό γνώρισμα του στίχου, που είναι το μέτρο. Όταν δεν υπάρχει μέτρο δεν υπάρχει και στίχος, άρα δεν είναι ποίημα. Λείπει και ο ρυθμός, η εναλλαγή των ήχων που ξεχωρίζει το ποίημα από τον πεζό λόγο. Στη σύγχρονη ποίηση δεν υπάρχει μέτρο, ρυθμός, άρα είναι πεζογραφία.
Νομίζω δε, ότι ένα ελεύθερος στίχος γράφεται πολύ πιο εύκολα από τον έμμετρο με τους περιορισμούς του.
Η πραγματική ποίηση η παραδοσιακή, έχει κατανοητές ιδέες, προσεγμένο λεξιλόγιο, η επιλογή φράσεων είναι πολύ προσεκτική και προπάντων έχει μέτρο και ρυθμό. Χρειάζεται τεχνική, ταλέντο και χρόνο για να γραφτεί ένα ποίημα. Ο Σεφέρης είπε: «Είναι πιο δύσκολο να συμπληρώσω ένα στίχο, παρά να σηκώσω ένα βράχο».
Ιάκωβος Βαλμάς