Παπουλάκος (συνέχεια από φύλλο Απριλίου)
Της Βασιλικής Μελά
«Ένα μεσημέρι το χωριό αναστατώθηκε, γιατί μαθεύτηκε ότι ο Χριστοπανάγος είχε πέσει στο στρώμα με δυνατή θέρμη και πως στο σπίτι του βασίλευε μεγάλη ταραχή». (Κ. Μπαστιάς)
Για τέσσερις ημέρες ο άρρωστος ψηνόταν στον πυρετό, βογγούσε, είχε παραλήρημα και έβγαζε αλλόκοτες φωνές που τρόμαζαν, όλο το σπίτι. Φόβος εξαπλώθηκε σε ολόκληρο το χωριό, γιατί πίστεψαν, ότι είχαν ν’ αντιμετωπίσουν μια πολύ σοβαρή μολυσματική ασθένεια: τύφο ή χολέρα. Ο παπα-Νήφωνας, ο εφημέριος του Αγίου Αθανασίου έδειχνε πολύ ανήσυχος για την πορεία της υγείας του Χριστοπανάγου, γιατί έτρεφε ιδιαίτερη αγάπη και εκτίμηση στο πρόσωπό του. Με μεγάλη προθυμία πήγε και του διάβασε μία ευχή και κάθισε ώρες πολλές κοντά στο προσκέφαλό του, μέχρι τα μεσάνυχτα. Μετά τις τέσσερις ημέρες ο άρρωστος βάρυνε, αγγελοσκιάστηκε, όπως έλεγαν, με φόβο και δέος οι χωρικοί. Για τρεις ημέρες έμεινε ακίνητος με κλειστά τα μάτια, χωρίς τροφή και νερό, σαν πεθαμένος.
Ο παπα-Νήφωνας πιστεύοντας ότι έφτασε το τέλος του, μετά τη θεία λειτουργία της Κυριακής, πήρε τη Θεία Μετάληψη και πήγε να τον κοινωνήσει. Και ενώ όλοι περίμεναν την ενδημία του, εκείνος ξαφνικά συνήλθε, άνοιξε τα μάτια και άρχισε να μιλάει, σαν να είχε ξυπνήσει από ένα βαθύ αναζωογονητικό ύπνο. Τότε φωτίστηκε! Την επιστροφή του στη ζωή, οι συγχωριανοί του την απέδωσαν σε θαύμα της Παναγίας, που συνοδεύτηκε, μετά από λίγες ημέρες από ένα συγκλονιστικό γεγονός.
Ο Χριστοπανάγος απέτρεψε την σύλληψη δύο νέων, που είχαν κατηγορηθεί άδικα, από φθόνο, λέγοντας στον αστυνόμο που είχε έλθει να τους συλλάβει.
«…στείλε τα παλικάρια σπίτι τους να ησυχάσουν οι μανάδες τους και να ’σαι σίγουρος, πως δε θα σου φύγουν… Κάμε καθώς σου λέω, κι η Παναγιά θα φυλάξει το σπίτι σου και θα γειάνει τ’ άρρωστο παιδί σου». (Κωστής Μπαστιάς)Κανένας δε γνώριζε στο χωριό πως ο αστυνόμος είχε παιδί μουγκό και ανήμπορο. Αυτό ήταν ο μεγάλος καημός της ζωής του. Όταν του έφεραν το μαντάτο, ότι το μοναχοπαίδι του έγειανε, λύθηκε η γλώσσα του και μίλησε, κατάλαβε, ότι είχε
μπροστά του έναν άγιο άνθρωπο.
Από εκείνη την ημέρα ο Χριστοπανάγος παρέμεινε αμίλητος και συλλογισμένος. Νήστευε και προσευχόταν στο Θεό να του «γνωρίσει οδόν, εν η πορεύσηται», για να πράξει το θέλημά Του. Τελικά πήρε την απόφαση. Θα πήγαινε ν’ ασκητέψει! Μίλησε στα τρία αδέλφια του τον Αντώνη, τον Γιώργη και τον Θανάση και τους ανακοίνωσε την απόφασή του. Δεν τη δέχτηκαν, διαμαρτυρήθηκαν, αλλά όταν είδαν, ότι ήταν ανένδοτος συμφώνησαν.
Μοίρασε το μερίδιό του στα τρία αδέλφια του. Το σακούλι του, με όσα χρήματα είχε, τα έδωσε στους φτωχούς του χωριού και κρατώντας μόνο το συναξάρι του, τη φυλλάδα, το ψαλτήρι και ένα εικόνισμα της Κοίμησης της Θεοτόκου, κληρονομιά από τη μάνα του, που ποτέ του δεν είχε αποχωριστεί, τράβηξε ν’ ασκητέψει, σε αρκετά μεγάλη ηλικία, κοντά στα εξήντα του χρόνια.