Ιστορώντας την Υπέρβαση
Από την παράδοση του Βυζαντίου στη νεώτερη τέχνη
30 Ιουνίου – 29 Σεπτεμβρίου 2013
«Αποδέκτες του αφιερώματος αυτού θέλουµε να είναι οι πάντες. Ανεξάρτητα από δεσµεύσεις δογματικές και οµολογιακές κατατάξεις. Ο αφηγητής του Θείου θέτει δεσμεύσεις δογµατικές στον ίδιο. ∆εν δεσμεύει, όµως, την ελευθερία της πρόσληψης από τον παραλήπτη, ο οποίος είναι ελεύθερος να αξιολογήσει το προτεινόµενο µε κριτήρια δικά του.
Σε καιρούς διαψεύσεων, αρνήσεων, αμφισβητήσεων και ανατροπών, αναδροµές και αναφορές αυτού του είδους, όσο και αν θεωρηθούν παράκαιρες και παράταιρες µε το πνεύµα αποϊεροποίησης των αξιών, είναι βέβαιο ότι ενισχύουν τον συνεκτικό µας ιστό, αυτόν που µας ενώνει µε τους µύθους και τα περί του Θείου «πιστεύω» µας· στηρίζουν τη συγκίνηση, ώστε να αναζητήσει την υψηλή της ισοτιµία µε τον νου και να αποτελέσουν εφαλτήρια προς εναργέστερες περί τέχνης αντιλήψεις και αναζητήσεις, οι οποίες συμβάλλουν στη σφαιρικότερη θεώρηση των εικόνων του κόσµου που µας περιβάλλει».
Κυριάκος Κουτσοµάλλης ∆ιευθυντής του Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης Άνδρου
«Στην αέναη αναπλαστική ροή προσέγγισης του αρχετυπικού μοτίβου που ο άνθρωπος ανέκαθεν επιχειρεί, προκειμένου να δοθεί σχήμα και μορφή σε προσωπικά βιώματα και σε υπαρξιακές αγωνίες, ο ζωγράφος της εικόνας ενήργησε μ’ ένα τρόπο στοχαστικού εικαστικού μυστικισμού, ώστε να αναχθεί το τελούμενο σε είδος μυσταγωγικής ιερουργίας.
Η ζωγραφική της εικόνας επόμενο είναι να μην προσεγγίζεται, συνεπώς, με κριτήρια μόνο κοσμικά. Η θέασή της προϋποθέτει τη νοητή προέκταση, η οποία ορίζεται και καθορίζεται από δογματικές δεσμεύσεις και ομολογιακούς περιορισμούς, η δε ανάγνωσή της από τη χρήση κωδίκων για την αποκρυπτογράφηση εννοιών, μηνυμάτων και συμβολισμών που θα εισάγουν τον αποδέκτη του ορώμενου στα ενδότερα του μυστηρίου, το οποίο εγκλείεται στην εικονογραφική ιστόρηση.
Το Βυζάντιο, συμβάλλοντας ιστορικά στη διάπλαση της πολιτιστικής μας ταυτότητας και παραμένοντας επί μακρού ένας κόσμος κλειστός, δέχθηκε την τέχνη ως αισθητικό αποτέλεσμα με προέκταση και νοήματα υπερφυσικά. Μέσα σε ένα λιτό, απέριττο και αποψιλωμένο απ’ ό,τι το περιττό δισδιάστατο χώρο υποδοχής οι ασκητικές μορφές ζωγραφίζονται μετωπικά, με έκφραση πνευματικής πληρότητας και με τρόπο που να δίνεται έμφαση στο βλέμμα, στην πραότητα, την προσήνεια και τη μειλιχιότητα του αγιογραφούμενου προσώπου. Οι έντονες χρωματικές κλίμακες, οι γραμμικές εκτελέσεις και τα γεωμετρικά μοτίβα, η μετωπική διάταξη των μορφών, η έλλειψη τρίτης διάστασης, η σχηματοποιημένη γεωμετρίζουσα πτυχολογία, οι στερεομετρικοί όγκοι και η κατανομή τους στο χώρο είναι χαρακτηριστικά που ως προδρομικά ζωγραφικά στοιχεία ευθέως παραπέμπουν στον κυβισμό, το φωβισμό, τον υπερρεαλισμό ή και τον εξπρεσιονισμό.
Η βυζαντινή τέχνη, σε όλες της τις εκφάνσεις, είναι δεδομένο ότι επηρέασε τη νεότερη και σύγχρονη εικονογραφική ιστοριογραφία, με πλείστα όσα εικονιστικά και τεχνοτροπικά στοιχεία με τον τρόπο που και η εκκλησιαστική ποίηση και υμνολογία τροφοδότησε τη νεότερη λογοτεχνική έκφραση και η ψαλτική βυζαντινή μουσική τα νεότερα μουσικά ακούσματα, ιδιαίτερα της Ανατολής.
Σε καιρούς διαψεύσεων, αρνήσεων, αμφισβητήσεων και ανατροπών, αναδρομές και αναφορές αυτού του είδους, όσο κι αν θεωρηθούν παράκαιρες και παράταιρες με το πνεύμα αποϊεροποίησης των αξιών, είναι βέβαιο ότι ενισχύουν το συνεκτικό μας ιστό, αυτόν που μας ενώνει με τους μύθους και τα περί του Θείου πιστεύω μας· στηρίζουν τη συγκίνηση ώστε να αναζητήσει την υψηλή της ισοτιμία με το νου και να αποτελέσουν εφαλτήρια προς εναργέστερες περί τέχνης αντιλήψεις και αναζητήσεις που συμβάλλουν στην σφαιρικότερη θεώρηση των εικόνων του κόσμου που μας περιβάλλει.
Ο σκοπός του φετινού εικαστικού αφιερώματος δεν αφορά στο να επαναληφθούν στερεότυπες θέσεις που αφορούν τη βυζαντινή τέχνη, αλλά στην ανάδειξη των επιδράσεων και επιρροών που δέχθηκαν νεότεροι έλληνες ζωγράφοι από τα βυζαντινά και τα μεταβυζαντινά πρότυπα. Διαμένοντας ή απλώς ταξιδεύοντας σε μεγάλα καλλιτεχνικά κέντρα, οι εν λόγω καλλιτέχνες κληρονομώντας τη βυζαντινή παράδοση, την εμβολίασαν με τις ανατρεπτικές αλλαγές που γνώρισε η τέχνη, στο πνεύμα των αναζητήσεων της περιλάλητης γενιάς του ’30 και του Μεσοπολέμου κατά τον περασμένο αιώνα.
Η έκθεση, την οποία επιμελήθηκε ο Ομότιμος Καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, κ. Νικόλαος Ζίας, θα περιλαμβάνει έργα των εξής καλλιτεχνών, οι οποίοι ζωγράφισαν με θρησκευτική ευαισθησία, συμβάλλοντας με τον τρόπο αυτό στην αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος για τη βυζαντινή τέχνη: Κωνσταντίνου Παρθένη, Φώτη Κόντογλου, Νίκου Εγγονόπουλου, Γιάννη Τσαρούχη, Σπύρου Παπαλουκά, Σπύρου Βασιλείου, Νίκου Νικολάου, Πολύκλειτου Ρέγκου, Κωνσταντίνου Αρτέμη, Δημήτριου Πελεκάση, Αγήνωρα Αστεριάδη, Πολυχρόνη Λεμπέση, Δημήτρη Μπισκίνη, Στέφανου Αλμαλιώτη, Αναστάσιου Λουκίδη, Ράλλη Κοψίδη, Κωνσταντίνου Φανέλλη, Χριστόφορου Αναστασάκη, Παντολέωνα και Νικόλαου Γ. Ζωγράφου και των χαρακτών Δημήτριου Γαλάνη, Λυκούργου Κογεβίνα, Ευθύμιου Παπαδημητρίου, Αλεβίζου Αναστάσιου (Τάσσου), Γιώργου Σικελιώτη, Γιώργου Βελισσαρίδη και Βάσως Κατράκη.
Τα 130 και πλέον έργα προέρχονται από Κρατικά και Εκκλησιαστικά Μουσεία, Ιδρύματα, Ιερούς Ναούς και Ιδιωτικές συλλογές.
Την έκθεση συνοδεύει τεκμηριωμένος τόμος, που σχεδιάστηκε και εκδόθηκε από τη Μικρή Άρκτο, σε επιμέλεια του κ Χρήστου Φ. Μαργαρίτη. Περιλαμβάνει εισαγωγικό κείμενο του Διευθυντή του Μουσείου κ. Κυριάκου Κουτσομάλλη και των εξής επιστημόνων: κ Νικολάου Ζία, κ Νικολάου Γραίκου, κ Σπύρου Μοσχονά, κ Γιώργου Μυλωνά, κ Ιωάννη Φριλίγκου, κας Ιωάννας Στουφή-Πουλημένου, κ Γεώργιου Τσιγάρα, κας Ανδρομάχης Κατσελάκη, κας Μαρίας Νάνου, κ Γιάννη Κολοκοτρώνη, κας Μελίτας Εμμανουήλ, κ Νεκτάριου Μαμάη, κας Ειρήνης Οράτη, γλωσσάρι, βιβλιογραφία και έγχρωμες αναπαραγωγές όλων των εκθεμάτων, αλλά και έργων αναφοράς.
Αποδέκτες του αφιερώματος αυτού θέλουμε να είναι οι πάντες. Ανεξάρτητα από ιδεολογικά πιστεύω, από δεσμεύσεις δογματικές και ομολογιακές κατατάξεις. Ο αφηγητής του Θείου βάζει δεσμεύσεις δογματικές στον ίδιο. Δεν δεσμεύει, όμως, την ελευθερία της πρόσληψης από τον παραλήπτη, ο οποίος είναι ελεύθερος να αξιολογήσει το προτεινόμενο με κριτήρια δικά του.
Η έκθεση θα διαρκέσει από τις 30 Ιουνίου έως τις 29 Σεπτεμβρίου 2013. Οι ώρες λειτουργίας του Μουσείου είναι 10:00 έως 14:00 και 18:00 έως 20:00, εκτός της Τρίτης και του απογεύματος της Κυριακής. Ειδικά για τον μήνα Αύγουστο, θα πραγματοποιούνται καθημερινά ξεναγήσεις στους χώρους της έκθεσης (12:00-13:00) για το κοινό και για γκρουπ κατόπιν συνεννόησης και εκπαιδευτικά προγράμματα για παιδιά ηλικίας 6-13 ετών».