Από τη στιγμή που ο άνθρωπος καταπιάστηκε με την γεωργία, ανακάλυψε και τον μύλο. Εκεί δικαιώνονταν ο κόπος του γεωργού.
Από τους αρχαίους χρόνους λοιπόν στη ζωή των χωρικών και οι νερόμυλοι που ο Στράβων αποκαλούσε «Υδραλέτας». Οι μυλωνάδες ή μυλωθροί, θεωρούνταν οι βιομήχανοι της περιοχής μιας και οι μύλοι μετά την απελευθέρωση του 1821 αλλά και προγενέστερα είχαν μεγάλη οικονομική αξία. Πολλάκις ήταν βακούφια μοναστηριών αλλά αποτελούσαν και γερή προίκα για τις κόρες ή τους γιους.
Οι νερόμυλοι είχαν ψυχή για δύο λόγους. Για το νερό που τους κινούσε και για τον μυλωνά που περνούσε την μισή του ζωή μέσα στον μύλο σαν ερημίτης σέρνοντας πίσω του χιλιάδες μύθους, θρύλους, παραδόσεις μιας και το επάγγελμα τον κρατούσε μακριά από την κοινωνική ζωή του χωριού.
Γίνονταν όμως κοινωνός των νέων της περιοχής αφού καθένας που περνούσε από τον μύλο άφηνε και το δικό του νέο, κάτι σαν social media της εποχής (το είπε ο τάδε στον μύλο, το άκουσα στον μύλο κ.λπ.) βλέπε facebook.
Χώρος συγκέντρωσης λοιπόν ο μύλος όπου ο βόμβος του νερόμυλου πνίγονταν στο θρόισμα των ανθρώπινων ομιλιών αλλά και των φωνών των ζωντανών που κουβαλούσαν τα γεννήματα.
Συνδέθηκε άρρηκτα ο μύλος, ο μυλωνάς αλλά και η μυλωνού…τοπική εφημερίδα με την κοινωνική ζωή του τόπου. Μέχρι και γάμοι έφτιαχναν στους μύλους.
Οι ενδιαφερόμενοι αντάλλασαν πληροφορίες για τον γαμπρό ή τη νύφη.
Ενίοτε ο μυλωνάς έκανε και τον προξενητή. Γίνονταν και οικογενειακός σύμβουλος μιας και η καθημερινή επαφή με τον κόσμο του έδινε την δυνατότητα να έχει άποψη για την καταλληλότητα της νύφης αφού… η καλή νοικοκυρά στο μύλο φαίνεται.
Ο μυλωνάς σπάνια ήταν ιδιοκτήτης του μύλου, συνήθως ήταν ενοικιαστής και πλήρωνε τον ιδιοκτήτη σε είδος (πάκτος) από το αρχαίο ρήμα πακτόω-πακτώ που σημαίνει δένω, καθιστώ κάτι σταθερό.
Η αμοιβή των μυλωνάδων ήταν το ξάι (από την λατινική λέξη exagium που σημαίνει δικαίωμα) ή αλεστικό….μπάτε σκύλοι αλέστε κι αλεστικά μην δίνετε…
Η αράδα στον μύλο ήταν νόμος απαράβατος. Εξ’ ου και το «αν είσαι και παπάς με την αράδα σου θα πας». Εξαίρεση για αλλαγή σειράς αποτελούσαν μόνο όταν επρόκειτο να αλεστεί σιτάρι για ψωμιά του γάμου. Το επάγγελμα του μυλωνά ήταν προσοδοφόρο. Ο καλός ο μυλωνάς ήταν και επισκευαστής του μύλου του. Οι καλύτερες μυλόπετρες ήταν από την Μήλο και την Κίμωλο. Προστάτης- Άγιος των μυλωνάδων ο Προφήτης Ηλίας.
Λάγνοι της δεισιδαιμονίας οι μυλωνάδες τα έβγαζαν μια χαρά πέρα με τις νεράιδες και τα ξωτικά που την νύχτα, πάνω στην φούντωση του μυαλού υπερφυσικές εικόνες τους έκαναν παρέα βγαλμένες από την βοή του νερού, της μυλόπετρας, των βαθύσκιωτων δέντρων και βέβαια από την φαντασία των απλοϊκών ανθρώπων που πάντα δημιουργεί ψευδαισθήσεις.
Άλλωστε όλοι οι νερόμυλοι ήταν στοιχειωμένοι.
Κατά τον Γιάννη Ρούσκα που έχει γράψει ένα υπέροχο βιβλίο… «Μυλοτόπια Μύλοι και Μυλωνάδες» από το οποίο και εμπνεύστηκα να γράψω τούτες της αράδες αναφέρεται χαρακτηριστικά:
Η μόνιμη διαμονή των μυλωνάδων σε πηγές και νερομάνες, σε φαράγγια και ρεματιές είχε συντελέσει στην μεταμόρφωσή τους σε έμμονους εραστές του υπερφυσικού. Στις χειμωνιάτικες νύχτες παγεροί αέρηδες έφερναν στους νερόμυλους αδικοχαμένες και αδικοσκοτωμένες ψυχές. Οι μυλωνάδες χαρακτηρίστηκαν πλεονέχτες, αχόρταγοι, μουρντάρηδες από το τούρκικο murdar που σημαίνει άσεμνος. Φημίζονταν για την αγάπη τους στο κρασί και στις όμορφες γυναίκες. Λέγεται μάλιστα πως πολλάκις έπαιρναν αντί για ξάι τα γλυκά φιλιά των γυναικών. Από την άλλη οι γυναίκες του χωριού ήταν ιδιαίτερα προσεκτικές στην συμπεριφορά τους απέναντι στον μυλωνά. Φρόντιζαν να πηγαίνουν με παρέα και να μην μένουν τελευταίες στο άλεσμα. Επειδή το νόμισμα όμως πάντα έχει δύο όψεις, οι μυλωνάδες χαρακτηρίστηκαν και χαρωποί, ανοιχτόκαρδοι και εξαιρετικά φιλόξενοι.
Το γύρισμα της φτερωτής σταμάτησε στην μεταπολεμική Ελλάδα αλλά και παγκοσμίως.
Το επάγγελμα του μυλωνά χάθηκε, οι νερόμυλοι εγκαταλείφθηκαν, χορτάριασαν, σιώπησαν, ερήμωσαν.
Κοινή η μοίρα τους σε όλο τον κόσμο αλέθουν πλέον θύμησες πρότερων καιρών.
Άφησαν πίσω τους πλείστες παροιμίες… «Τα βάσανά μου είναι πολλά τρεις μύλοι δεν τ’ αλέθουν». «Καθένας έχει τον πόνο του κι ο μυλωνάς τ’ αυλάκι» (το γνωστό μυλαύλακο). «Χαλασμένοι μύλοι, σβησμένοι φούρνοι». «Ζυμοφούρνιζε Διαμάντω, φέρε αλεύρι κασιδιάρη (απάντηση γυναίκας στον τεμπέλη άντρα της που είχε την αξίωση να τον τρέφει αυτή).
Μαίρη Κουρτέση – Τερζάκη