Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΣΥΜΠΟΥΡΑ
Το Δημοτικό Συμβούλιο της Άνδρου αποφάσισε ότι η προσπάθεια του Συνδέσμου Στενιωτών για επισκευή, εξωραϊσμό και αναβάθμιση του δημοτικού σχολείου δεν μπορεί να προχωρήσει.
Παλιά συνήθεια άκρως ελληνική μόλις κάτι καινούργιο σκάει μύτη, σε έργο, σε ιδέα, να γίνεται στόχος κριτικής έντονης πάντα και συχνά υβριστικής. Το σχολείο μας λοιπόν, που ανοικτό το βλέπουμε μόνο στις εκλογές, προσφέρει στα παιδιά την αυλή του για να παίξουν μπάσκετ, ποδόσφαιρο, να κάνουν παρέα, να γελάσουν, να χαρούν. Ίσως τα καλοκαίρια μόνον. Ο σεβασμός στο χώρο δεν επιτρέπει οι αίθουσες που μια σειρά από καταξιωμένους επιστήμονες πήραν τα πρώτα τους βήματα στη γνώση, να γίνουν προέκταση της αυλής. Οι άνθρωποι του Δ.Σ. ξεκινώντας αυτήν την προσπάθεια δεν είχαν κατά νου ότι θα αντιμετώπιζαν αυτό τον θίασο αρμοδίων και μη, που ήθελαν το σχολείο ένα άνυδρο τοπίο. Είναι κάποιες στιγμές που σαν σε κατακλύζουν αυτές οι σκέψεις της μιζέριας οργίζεσαι σαν τον έφηβο που του κλείνουν τον δρόμο των ονείρων του και καμμιά φορά χειροδικείς βάναυσα με την γραφή. Σαν να μην υπάρχει πόρτα για να ξεφύγεις, ψάχνεις ένα άνοιγμα στο φράκτη, μια είσοδο στο άσυλο των ονείρων σου, ένα φως στο παράθυρο, ένα κάλεσμα στα αυτιά σου να μπεις μέσα να ζήσεις όλο το μυστήριο που ίσως δεν είχες αντιληφθεί. Το χτύπημα του κουδουνιού…
Κάποια μαθήτρια με μπλε ποδιά, δεν θυμάμαι ποια ήταν, όλες πάνω κάτω την ίδια κοψιά είχαν, το κτύπησε πολλές φορές ανεβοκατεβάζοντάς το σαν θυμιατό σε πανηγύρι. Το κάλεσμα ότι το διάλειμμα τελείωνε. Γιατί δεν τελείωνε και εύκολα. Άντε να μαζευτούν κάποιοι που είχαν πάει στην βρύση για νερό, άλλοι απ’ το φούρνο του μάστρο Σπύρου για κουλούρι, στης Λούενας για τις καραμέλες, τις κόκκινες, που τις έπιανες μετρημένες μέσα απ’τη γυάλα, στο μπακάλικο της Φραγκούλας για χαλβά, κάποιοι που πήδηξαν στο κτήμα του Καραπιπέρη, που το πρόσεχε ο Παπα -Νικόλας για κανένα μανταρίνι, και κάποιοι ξεχασμένοι στις νεόκτιστες τουαλέτες. Αργούσε και ο δάσκαλος θαρρώ καμμιά φορά και γινόταν το μικρό με το μεγάλο διάλειμμα ένα και έμοιαζαν τα μαθήματα σαν διαλείμματα των διαλειμμάτων. Μπήκαμε στις γραμμές. Σωστές αποστάσεις, στοίχιση. Ποιά στοίχιση!! Οι τσέπες στα κοντά παντελονάκια έγερναν απ’ τα καπάκια που προφτάσαμε να μαζέψουμε άρον – άρον από το «μπιζ» σέρνοντας τα γόνατα στο μπετόν, για να μένει και ο τίτλος του Μαυρογόνατου αναλλοίωτος. Τίτλος που έγινε τίτλος τιμής. Οχι για τα παράσημα στα γόνατα, αλλά για την πρόοδο όλων όσοι γαλουχήθηκαν σ’ αυτόν τον τόπο. Είχε μπατάρει ένα φορτηγό στη Σάριζα και ήταν μια καλή ευκαιρία για να γεμίσουμε τις τσέπες με το υλικό του δημοφιλούς μας παιχνιδιού. Ο δάσκαλος διέταξε να έλθει μπροστά ο γκαζοτενεκές και να αδειάσουν όλες οι τσέπες. Θυμάμαι ότι είχα βάλει και τα δυο χέρια στις τσέπες να τα προστατεύσω. Αλλά δεν κρυβόταν. Μαζί έπρεπε να παραδώσω και το μεγάλο καφά που είχα φτιάξει από καπάκι κρέμας Nivea. Αυτός «καθάριζε» με την μία. Μαζί φύγανε και τα γυαλένια που έπαιζαν τον ρόλο του bowling στις πίστες του νεχυτού. Είχαν αντικαταστήσει τους πήλινους βόλους και όσοι τους κρατούσαν το θεωρούσαν πολύτιμο απόκτημα. Ανεβαίναμε τρέχοντας τα σκαλιά και γραμμή στα πράσινα θρανία. Σ αυτά είχαμε χαράξει απ’ τα αρχικά μας, την ομάδα μας και κάπου κάπου δειλά και καμμιά καρδούλα. Ήταν η εποχή λίγο πριν πάμε στο γυμνάσιο που άρχιζαν οι νεανικές ανησυχίες. Τα αγόρια να σπάνε αναίτια τα μολύβια και τα κορίτσια να δαγκώνουν τις γομολάστιχες. Έπρεπε γρήγορα να συγκεντρωθούμε. Ο δάσκαλος, ίσως ο καλλίτερος δάσκαλος μαθηματικών που γνώρισα σαν μαθηματικός και εγω, δεν σ άφηνε για πολύ να ταξιδεύεις αλλού. Δεν είναι τυχαίο ότι απ’ αυτό το σχολείο ξεκίνησαν και βγήκαν γύρω στους 30 μαθηματικοί. Ήταν και από πάνω μας βλέπετε αυτές οι μορφές των ηρώων του ‘21 στα κάντρα, που δεν σου επέτρεπαν να ξεφύγεις. Θες το ηρωικό τους ύφος, θες το βλοσυρό τους βλέμμα, σου επέβαλαν να έχεις την αρμόζουσα προσοχή. Έπρεπε να προετοιμαστούμε όσο το δυνατό καλλίτερα για τις εισαγωγικές στο γυμνάσιο. Δεν μπορούσε να μην είναι Στενιωτης αυτός που θα έπαιρνε τον καλλίτερο βαθμό και θα έμπαινε πρώτος. Προβλήματα πρακτικής αριθμητικής, κρουνοί, συμμιγείς, εσωτερική κι εξωτερική υφαίρεση έπρεπε να τα παίζουμε στα δάκτυλα. Και δεν ήταν διανοητό να υπάρχει ορθογραφικό λάθος στην έκθεση. Δεν ήταν για όλους η ένταση ίδια. ´Έβρισκαν τρόπους κάποιοι να την αποφύγουν. Θυμάμαι την σκηνή που μπήκε στην αίθουσα απεσταλμένος συμμαθητή που αργότερα ακολούθησε τον δρόμο του Θεού, να ανακοινώσει ότι είχε ζέστη εκείνη την μέρα κι ας ήταν καταχείμωνο. Ζέστη, πυρετός, ένα. Σημασία είχε να λείψει για κάποιο λόγο. Την ένταση διέκοπτε το μάθημα τις χειροτεχνίας. Έβγαιναν τα εργαλεία. Πριόνι με λαμάκια στρογγυλά και πλατιά, που σπάγανε σε κάποιες άγαρμπες κινήσεις, κόντρα πλακέ, και γινόταν η αίθουσα μαραγκούδικο. Φαναράκια για την Λαμπαδηφορία του γυμνασίου φτιάχναμε. Άλλοι με την προσμονή να το έχουν έτοιμο για την επόμενη χρονιά και κάποιοι εκτελούσαν παραγγελία. Βάζαμε και το ΓΑ στις πλευρές. Το Γυμνάσιο Άνδρου μας περίμενε. Ήταν το μάθημα της χαλάρωσης και μια αποβολή ήταν πάντα επί θύρας. Κάποτε την προκαλούσαμε. Δεν βγαίνανε και οι συνθέσεις στους ποδοσφαιρικούς αγώνες στου Πίκουλα, στου Καλκούτα και στην Κασόγρια που γινόταν ταυτόχρονα. Ένα σφύριγμα από κάτω, ότι χρειάζεται επειγόντως τερματοφύλακας ή παίκτης ειδικής αποστολής και φρόντιζε ο Δημήτρης κρατώντας την μύτη και φυσώντας τόσο, ώστε να κοκκινίσει εντελώς το πρόσωπο του, να προκαλέσει την γενική θυμηδία και να δώσει σε όποιον καλούσαν να αρπάξει την ευκαιρία και την αποβολή, ώστε να βρεθεί όχι κάτω απ’ τα δοκάρια αλλά δίπλα στις μεγάλες πέτρες που βάζαμε για σημάδια για τέρματα. Παίζαμε και στην αυλή, την αυλή μας, ποδόσφαιρο και όχι μόνο. Μακριά γαϊδούρα και μπιζ, με τους πιο βολικούς να είναι τα συνήθη θύματα, μία περάς φωνάζοντας μήλο σαν επικρατούσαμε στην αντίπαλη ομάδα, κάτι τις στο πιάτο, που για λόγους γλωσσικής καλλιέπειας δεν αναφέρω, και άλλα που συνήθως ο δάσκαλος μας έβαζε και θα παρουσιάζαμε σαν άθλημα στις επιδείξεις. Ο κύκλος με την αρίθμηση των δρομέων και αγώνας μέχρι τελικής πτώσεως ήταν από τα δημοφιλή και οι τσουβαλοδρομίες που συχνά συνοδευόταν με πτώση στο μπετόν για να βαφτούν με μαύρο και οι αγκώνες πέρα από τα γόνατα. Στις επιδείξεις υπήρχε στρατιωτική πειθαρχία. Πάντα η σημαία μπροστά. Ο εθνικός ύμνος, η προσευχή. Μαύρα παντελονάκια και άσπρα τρικό. Το ύψωμα μπροστά απ’ την κυρία είσοδο ήταν η εξέδρα για απαγγελία ποιημάτων, την καθημερινή προσευχή, το πάλκο θεατρικών παραστάσεων, συνήθως το κρυφό σχολείο ξαναζωντάνευε. Αλλά και το βήμα που αγόρευε ο δάσκαλος για να μας νουθετήσει γενικώς. Κοιτώ παλιές φωτογραφίες αυτές που αιχμαλώτισαν για λίγο την ζωή και δεν χάθηκαν μέσα στα memory sticks. Άνθρωποι λησμονημένοι ζωντανεύουν μνήμες, δάσκαλοι, παπάδες, μανάδες συνήθως, που θα έστελναν τις δικές μας φωτογραφίες στους πατεράδες που έλειπαν και που μέχρι να τις πάρουν ίσως είχαμε ψηλώσει δυο πόντους, φίλοι που ακόμα μοιραζόμαστε τις μνήμες μας και άλλοι που έφυγαν νωρίς. Άξιζε νομίζω αυτό το οδοιπορικό στο χρόνο. Και αξίζει πιο πολύ αν το σχολείο μας κρατηθεί ζωντανό και ο Δήμος Άνδρου ανακαλέσει την απόφαση του. Αξίζει. Γιατί είναι λάθος. Έτσι απλά….
Σημ: Ο τίτλος είναι από σχόλιο της Γιολάντας Βαλμά