Της Κατερίνας Κολυδά
Η Ναυσικά ένιωθε παράξενα εκείνο το μουντό και θλιβερό απόγευμα, κατεβαίνοντας τα σκαλοπάτια της Φιλοσοφικής και περπατώντας λίγο μέσα στο πάρκο της Πανεπιστημιούπολης της συμπρωτεύουσας , για να ξεφύγει από το ζοφερό εκείνο συναίσθημα της πνευματικής κόπωσης, ανάμικτης με συνήθεια και αδιαφορία για τα τρέχοντα.
Στις εννέα και μισή είχε φτάσει έξω από το κουτούκι του “Αννίβα”. Μπήκε μέσα αναζητώντας με το βλέμμα τους φίλους της και μη βλέποντάς τους έκανε στροφή προς την έξοδο. Την πλησίασε τότε ένας μικρόσωμος, αεικίνητος και συμπαθητικός άνδρας γύρω στα τριανταοκτώ και με σταθερή, ζεστή σε τόνο φωνή της είπε:
– “Ψάχνετε για ομπρέλα;”
Εκείνη του έγνεψε με ένα νεύμα δυσφορίας και κατευθύνθηκε προς το ταμείο, για να χαιρετήσει τον μπάρμπα Θανάση, που την κοιτούσε χαμογελώντας εδώ και λίγα λεπτά της ώρας.
Η Ναυσικά κι ο μπάρμπα Θανάσης είχαν αναπτύξει μια ιδιαίτερη αμοιβαία συμπάθεια τα τελευταία τρία χρόνια που η κοπέλα βρισκόταν στην Σαλονίκη για τις σπουδές της.
Από την πρώτη φορά που η Ναυσικά επισκέφτηκε το κουτούκι του μπάρμπα Θανάση μαζί με την παρέα της, ο μπάρμπα Θανάσης την ξεχώρισε για τον χαρακτήρα και την ψυχούλα της! Άσε και το μυαλό της, κοφτερό ξυράφι, που όμως ποτέ του δεν σε μάτωνε . . .
Ο μικρόσωμος κύριος που την είχε πλησιάσει , της είπε ο μπάρμπα Θανάσης, λεγόταν Άγγελος. Πειραιώτης στην καταγωγή. Αεικίνητος , με αδιόρατη πονηριά στο βλέμμα και τικ στο λαιμό, είχε κάτσει τώρα δίπλα σε έναν ξεδοντιάρη, μπατίρη μουσικό με μια κιθάρα , τον Παυλάκο, που έφερε ανεξίτηλα τα πολλά σημάδια του χρόνου όπως ο ιδιοκτήτης της .
Το δίδυμο αυτό των δυο ανδρών, έτσι όπως κάθονταν αρμονικά δίπλα – δίπλα , μα τρανταχτά προκλητικοί στις ιδιαιτερότητές τους , είχε μια αλλόκοτη αίγλη, παρμένη λες από κινηματογραφική ταινία. . .
Φιγούρα χωρίς ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, συμπαθητική μα φευγαλέα λες και απέτρεπε ο ίδιος την στασιμότητα στο πρόσωπό του ο Άγγελος, δεν τράβηξε το ενδιαφέρον της Ναυσικάς από την πρώτη στιγμή που την είχε πλησιάσει – με την είσοδό της στο μαγαζί – παρά λίγο αργότερα όταν ήταν έτοιμη να φύγει από κει μιας και οι φίλοι της δεν είχαν φανεί παρόλο που είχε περάσει μισή ώρα από την ώρα του ραντεβού τους.
Τον είδε να την παρατηρεί επίμονα και βλέποντάς την έτοιμη να αναχωρήσει από το κουτούκι του “Αννίβα” την πλησίασε και της είπε :
-Έλα, έλα, έλα πάρε και ομπρέλα!
Της φάνηκε αστείο εκείνη την στιγμή, γιατί στην προσπάθειά του να την προσεγγίσει είχε κάνει και την ομοιοκαταληξία στην πρότασή του!
Εκείνη την στιγμή ο Άρης κι η Ελένη κατέφθασαν, βρεγμένοι ως το κόκαλο από την ξαφνική νεροποντή που είχε ξεσπάσει στην πόλη.
Κάθισαν κοντά στο τζάκι, αδιαφορώντας για τις κρυάδες που ένιωθαν και παρήγγειλαν το καλό σπιτικό φαγητό του μπάρμπα Θανάση με κόκκινο κρασί.
Το μαγαζί είχε αρχίσει να γεμίζει από παρέες φοιτητών κυρίως, κι ο Παυλάκος , με τον Χρήστο στο μπουζούκι , γρατζούνιζε την ξεχαρβαλωμένη κιθάρα του , καλύπτοντας με νέφη καπνού από σέρτικο τσιγάρο τις αμωρίες και τις αμαρτίες του παρελθόντος του. Για το παρόν δεν γινόταν λόγος ! Ούτε κι ο ίδιος καλά καλά δεν το σκεπτόταν. . . όσο για το μέλλον? Μούγγα !
Αθέατος σε ένα γωνιακό τραπέζι ο Άγγελος, τράβαγε ανεξήγητα το βλέμμα της Ναυσικάς πάνω του.
Ο Άρης της είπε ότι τις προάλλες , όταν εκείνη δεν ήταν μαζί τους , ο Άγγελος τους είχε πλησιάσει και τους ρωτούσε για κείνη. Την είχε πρωτοδεί του Άη Δημήτρη στο κουτούκι και του είχε κάνει εντύπωση, είχε τα πιο αγνά μάτια που είχε δει ποτέ του. Έτσι τους είπε. Ήθελε λέει να τη γνωρίσει καλύτερα.
Οι δυο φίλοι της , πρότειναν να τον καλέσουν στο τραπέζι τους κι εκείνη δεν έφερε αντίρρηση. Ήταν περίεργη άλλωστε να μάθει τι σόι άνθρωπος ήταν αυτός ο Άγγελος . . .
Μετά τα πρώτα λεπτά αμηχανίας , το κλίμα στην παρέα των φοιτητών και του Πειραιώτη εκδότη είχε ζεστάνει. . .
Ο Άρης , δειλά – δειλά είχε ρωτήσει τον Άγγελο αν μπορούσε να κοιτάξει κάποια χειρόγραφά του με διηγήματα και δεν πίστευε στην τύχη του όταν ο Άγγελος καλοσυνάτος πάντα, του είχε αφήσει να εννοηθεί ότι θα ασχολιόταν με αυτά.
Γρήγορα ο εκδότης έστρεψε το ενδιαφέρον του στην Ναυσικά , η οποία και το μονοπώλησε . . . μα με τρόπο απρόσμενο για τους φίλους της έστρεψε όλη εκείνη τη θετική αύρα εναντίον της!
Το κρασί ήταν κόκκινο . . . το κόκκινο κρασί κύλισε γοργά σαν αίμα στις φλέβες της μοναξιάς της , το κόκκινο κρασί χύθηκε στο λευκό της πουλόβερ… αδιαφόρησε, λίγο το κακό. . . σηκώθηκε αγέρωχη και χόρεψε “το αγριολούλουδο” κι ύστερα . . . με ένα ποτήρι κόκκινο κρασί πλησίασε πίσω στο τραπέζι τους και του ευχήθηκε εις υγεία! Έκπληκτη!
Έμοιαζε να ήταν ζωή , της ζωής η λαχτάρα!
Άρχισε μισοζαλισμένη να του μιλάει για τις νύχτες της αφόρητης μοναξιάς της, την ανάγκη της να μοιραστεί το βράδυ εκείνο μαζί του. . . μιλούσε . . . μιλούσε . . . κι έκλαιγε. . . ποτέ της δεν είχε πάει με άνδρα . . . εκείνος αν ήθελε μπορούσε να ήταν ο πρώτος της . . . γιατί ? Μα γιατί της έδωσε μια ομπρέλα για τη βροχή. . .είναι σπάνιο να σου δώσει κάποιος άγνωστος μια ομπρέλα όταν βρέχει. . . και πιο σπάνιο ακόμα να κυκλοφορεί κάποιος με δυο ομπρέλες, μια για κείνον και μια για όποιον την χρειαστεί . . .
Μετά δεν θυμόταν τίποτε άλλο. Ξύπνησε με βαρύ κεφάλι την άλλη μέρα στο κρεβάτι της και δίπλα στο κομοδίνο της η Ελένη της είχε αφήσει ένα σημείωμα. . .
“Μας λαχτάρησες, χθες! Τι έλεγες στον άνθρωπο? Γίναμε ρεζίλι!”
Ο Άγγελος ήξερε ότι με τη Ναυσικά συναντήθηκε σε λάθος τόπο και σε λάθος χρόνο. Γι ΄ αυτό, θα άφηνε τους δείκτες του ρολογιού να διαγράψουν τους κύκλους τους , θα άφηνε τα τραίνα και τα πλοία να την πηγαινοφέρνουν σε τόπους και τόπους και ποιος ξέρει μέσα σε αυτό το διαρκές κυνήγι των διαστάσεων σ’ αυτό το αλλεπάλληλο “πήγαινε – έλα” και “δούναι – λαβείν” να προέκυπτε πάλι μια συνάντηση εξ απροόπτου , ένας αιφνιδιασμός , μια συγκυρία…
Σκηνοθέτησε λοιπόν τη ζωή του μακριά της κι έπαιξε υπομονετικά το ρόλο του ως κοινωνός της ατέρμονης θλίψης της, μέχρι που γύρω από το πιο αγνό βλέμμα, το βλέμμα της, σχηματίστηκαν οι πρώτες υποψίες ρυτίδων…
Ξανασυναντήθηκαν εικοσιπέντε χρόνια μετά. . .στην Στοά του Βιβλίου εντελώς συμπτωματικά.
Τον συνάντησε μαζί με τον Άρη, που χωρίς να το γνωρίζει η Ναυσικά διατηρούσε τόσα χρόνια μια συνεχή επικοινωνία με τον Άγγελο.
Η Ναυσικά είχε αραιώσει τις επαφές της με τους παλιούς συμφοιτητές και φίλους, ειδικά τα πέντε τελευταία χρόνια που είχε υποβληθεί σε μαστεκτομές και βρισκόταν αντιμέτωπη με τον κίνδυνο των μεταστάσεων. Είχε απομονωθεί στο πατρικό της, ένα νεοκλασικό στο Κολωνάκι και ασχολιόταν με μεταφράσεις λογοτεχνικών βιβλίων και συγγραφή παιδικών βιβλίων. Ο γάμος της είχε εκπνεύσει από την πρώτη τριετία ζωής του, αφήνοντάς την δίχως απόγονο και με πολλά χρέη.
Θεωρούσε τον εαυτό της αποτυχημένο κι έτσι ήταν. . .
Αισθάνθηκε έτσι να θέλει να ανοίξει η γη να την καταπιεί όταν ο Άρης πάντοτε ενθουσιώδης και αισιόδοξος, πρότεινε στον Άγγελο και κείνη να τον επισκεφτούν το ίδιο βράδυ στο σπίτι του στο Σούνιο, για να γιορτάσουν την απρόσμενη αυτή συνάντηση και να μοιραστούν με την Ναυσικά αναμνήσεις που οι δυο άνδρες είχαν αποκομίσει από τη μακρόχρονη φιλία τους, την ιδιαίτερη σχέση που τους ένωνε τόσα χρόνια σαν να ήταν πατέρας με γιο.
Τι θυμόταν από τον Άγγελο η Ναυσικά εν τέλει? αναρωτήθηκε, μόλις οι δυο άνδρες απομακρύνθηκαν. . .
Μέσα στο λήθαργο της αποτυχημένης της ζωής, στην παραίτησή της από το όνειρο και στην μίζερη καθημερινότητά της, είχε θάψει τα πάντα. . . σημαντικά και ασήμαντα. . .
Ποιος ήταν ο ρόλος του Άγγελου σε σχέση με την Ναυσικά τόσα χρόνια; Θαμώνας σε κάποιο κουτούκι, εικοσιπέντε χρόνια πριν, είχε αφήσει να πλανηθεί κάτι που έμοιαζε με τίποτα, μιας και η Ναυσικά χρόνια πολλά μετά από κείνη τη βραδιά δεν έχει να θυμηθεί τίποτε άλλο εκτός από το ότι συνάντησε κάποτε έναν κύριο αρκετά μεγαλύτερό της, που τον συμπάθησε, τον πλησίασε, του ευχήθηκε εις υγεία, έριξε το κόκκινο κρασί στο πουλόβερ της, του μίλησε, του μίλησε πολύ, για κείνη, για τις νύχτες, για την βροχή, για τις ομπρέλες, για την αγάπη! Εκείνη, την αγάπη που δεν έδωσε , μήτε πήρε ποτέ της!
Ποιος να είναι σήμερα ο Άγγελος;
Κοίταξε δίπλα της, μέσα της κι αναρωτήθηκε απλά : «Τι ήταν εκείνο που την προσδιόριζε και της πρόσδιδε συνενοχή στην σχέση της με τον Άγγελο και τι είδους συνενοχή ήταν αυτή; Γιατί ο μαγνήτης που μας έλκει να είναι το άγνωστο και μεταξύ των πόλων του να γίνεται το ταξίδι; Ζούμε και πεθαίνουμε . . . ανάμεσα σε πόλους ετερώνυμους, τις επιθυμίες και τις υποχρεώσεις μας, το δροσερό αεράκι του ονείρου και τη φωτιά του έρωτα που μας παρασύρει καμιά φορά έξω από τα όρια, υπερβαίνοντας κατά πολύ τις αντοχές και τις δυνάμεις μας! Οφείλουμε άραγε ενίοτε τα κόμιστρα του ταξιδιού ταξιδιώτες της απροσδιοριστίας μας ή ταξιδεύουμε με προπληρωμένες διαδρομές σε προκαθορισμένες κατευθύνσεις;
Με τις ερωτήσεις μας, με τις απορίες μας , με τα μεθύσια μας και τα κόκκινα κρασιά μας , όλοι μας λίγο πολύ κουβαλάμε στην καρδιά μας τους λεκέδες “του ανεκπλήρωτου”, μιας διαρκώς καταπνιγμένης επιθυμίας , για διάρκεια στο χρόνο!
Βρέθηκαν οι δυο τους να συζητούν καταβάλλοντας προσπάθεια να μην παρασυρθούν σε μελοδραματισμούς στη βεράντα του εξοχικού του Άρη. . .
Ο Άγγελος της μιλούσε τρυφερά για την οικογένειά του, για τις δυο του κόρες, τον μικρό εγγονό του. . . Έπιναν κόκκινο κρασί, που ήταν το αγαπημένο του Άρη. Η νύχτα δεν είχε φεγγάρι. . .
Για μια στιγμή, της φάνηκε ότι ο Άγγελος τη ρώτησε :
– “Ψάχνετε για ομπρέλα?”
– “Είναι τρέλα. . . ” του απάντησε εκείνη με το βλέμμα καρφωμένο στον έναστρο ουρανό και γυρίζοντας απότομα προς το μέρος του, σκόνταψε κάπου και προσπαθώντας να ισορροπήσει, έχυσε στο αριστερό πέτο του σακακιού του κόκκινο κρασί.
Κόκκινο κρασί στο πέτο! Γούρι ! Γούρι !βιάστηκε να πει εκείνη και σωριάστηκε στο δάπεδο της βεράντας. . .λουσμένη απ’ τη βροχή των αστεριών που είχαν αναλάβει να την μετοικήσουν στους ουρανούς!