ΕΞΗΛΘΕΝ Ο ΣΠΕΙΡΩΝ ΤΟΥ ΣΠΕΙΡΑΙ…
Της Βασιλικής Μελά
Τα Τρόπαια της Γορτυνίας ήταν ο δεύτερος σταθμός του κηρύγματός του. Εδώ το χωριό μαστιζόταν από τους τοκογλύφους, που ρούφαγαν στην κυριολεξία το αίμα των συγχωριανών τους και εξαιτίας τους πολλοί στερούνταν ακόμα και το γάλα των παιδιών τους. Σε μία τέτοια πάμπτωχη οικογένεια στάθηκε ο γέροντας.
Εκεί ένα παιδί οκτώ χρονών ψηνόταν στον πυρετό με τη μάνα του και τη γιαγιά του δίπλα να θρηνολογούν, γιατί δεν είχαν τίποτα να του προσφέρουν για να το ανακουφίσουν. Είχαν ήδη θάψει τα 4 αδέλφια του και αυτό ήταν το τελευταίο που τους είχε απομείνει. «Ο Παπουλάκος ζύγωσε το άρρωστο παιδί γονάτισε στο πλάι του, προσευχήθηκε κι ύστερα τ’ άνοιξε τα κλειστά του βλέφαρα και σταύρωσε τα μάτια του. Το παιδί, που δυο μέρες τα’χε κλειστά, άνοιξε τα μάτια του κι οι δύο γυναίκες σταυροκοπήθηκαν. Ένα χαμόγελο φώτισε τ’ αχνό του πρόσωπο και κοίταξε τον Παπουλάκο. – Θα γειάνεις, του είπε ο Παπουλάκος και θα πας μια μεγάλη λαμπάδα στη χάρη της».
Κωστής Μπαστιάς «Ο Παπουλάκος».
Δεν έμεινε όμως μόνο στη θεραπεία του μικρού. Έπρεπε αυτή η οικογένεια να στηριχθεί και οικονομικά. Να πιει γάλα το παιδί να αναρρώσει. Γι’ αυτό πήγε στο σπίτι του Ανδρέα Βυτινιώτη «ένα γέρο μαγκούφη» με πολύ βιός, γνωστό σ’ όλη τη Γορτυνία, σαν ο πιο φοβερός τοκογλύφος και ο πιο σπαγγοραμένος άνθρωπος στην πλάση. Δάνειζε με βουνό το διάφορο και χωριά και πολιτείες του χρωστούσαν κι είχε ξεσπιτώσει ένα σωρό φτωχοφαμελιές, για ένα τίποτα. Δεν έλεγε να λυγίσει και κρεμασμένο αν έβλεπε τον άνθρωπο καμάρωνε, πως δάκρυ δεν είχε ποτέ νοτίσει το μάτι του».
Κωστής Μπαστιάς «Ο Παπουλάκος»