Του ΓΙΑΝΝΗ ΜΗΝΔΡΙΝΟΥ

Το Πάσχα στην Άνδρο, για εμάς τους λίγο μεγαλύτερους σε ηλικία, που έχουμε ζήσει τα παιδικά μας χρόνια στο νησί, είναι μοναδικό. Ίσως να φταίνε οι μυρωδιές των λουλουδιών και των ανθισμένων δέντρων που το κάνουν τόσο διαφορετικό. Ίσως και όχι. Δύσκολα μπορεί να εντοπίσει κανείς τι είναι εκείνο που προκαλεί τόσο μεγάλη ψυχική ευφορία. Που προσδίδει αυτή τη μοναδικότητα, την οποία δεν μπορεί κανείς να εξηγήσει εύκολα με λόγια. Ίσως, πάλι, αυτή η μοναδικότητα να είναι άμεσα συνδεδεμένη με το ταξίδι που κάνει ασυναίσθητα το μυαλό στο Πάσχα κάποιων άλλων χρόνων… Τότε που το «Πάσχα στην Άνδρο» ήταν για όλους μας πολλές εικόνες μαζί!

Πάσχα στην Άνδρο, λοιπόν,  ήταν η συγκέντρωση των παιδιών του χωριού, κάθε Μεγάλη Πέμπτη πρωί, στην εκκλησία. Εκεί μας περίμεναν μεγάλα πανέρια που έπρεπε να τα γεμίσουμε λουλούδια για τον Επιτάφιο. Χωρίζαμε το χωριό στα δυο (πάνω και κάτω) ή στα τρία –ανάλογα τη συμμετοχή- και ξεκινούσαμε. Πόρτα – πόρτα.

Οι νοικοκυρές έκοβαν ό,τι είχαν στην αυλή τους: Μαργαρίτες, δαφνάκια, φραγκοκόρακα. Και μεγάλους κρίνους που στόλιζαν τον τρούλο του Επιταφίου. Τα έριχναν στα πανέρια, μας εύχονταν «και του χρόνου» κι όλο και κάτι είχαν να μας τρατάρουν. Άλλες –αυτές που είχαν κατέβει Μεγάλη Δευτέρα στη Χώρα για τα ψώνια τους- ζελεδάκια νηστίσιμα από το ζαχαροπλαστείο, κάποιες –οι πιο προκομμένες- φρεσκοβαμμένα κόκκινα αβγά για την Ανάσταση.

Πάσχα στην Άνδρο… ήταν το στόλισμα του Επιταφίου αργά τη νύχτα της Μεγάλης Πέμπτης –μετά την Ακολουθία των Παθών. Τα «12 Ευαγγέλια», όπως συνηθίζαμε να λέμε. Κι αφού τέλειωνε το στόλισμα του Επιταφίου, άρχιζε η αγρύπνια πλάι στον Εσταυρωμένο… Όλη τη νύχτα ψέλναμε τα εγκώμια. Ξανά και ξανά. Και διαβάζαμε ψαλμούς. Μέχρι το πρωί της Μεγάλης Παρασκευής, που άρχιζε η Ακολουθία της Αποκαθήλωσης.

Πάσχα στην Άνδρο… ήταν η μυρωδιά του καπνού, κατά τις πέντε το απόγευμα του Μεγάλου Σαββάτου, όταν άναβαν οι ξυλόφουρνοι κάθε σπιτιού για να φουρνιστεί ο «λαμπριάτης». Εκεί, καθώς οι νοικοκυραίοι «τάιζαν» με κλαδιά τη φωτιά για να πυρώσει ο ξυλόφουρνος, οι ρακές και τα τσίπουρα έδιναν κι έπαιρναν. Πάντα με τη συνοδεία ξερού σύκου, μύγδαλου ή καρυδιού που δεν έλειπαν από κανένα σπίτι. Την αρχή έκανε ο νοικοκύρης του σπιτιού. Κι όταν μύριζε ο πρώτος καπνός, ένας – ένας οι γειτόνοι που θα έψηναν τον «λαμπριάτη» τους στον ξυλόφουρνο, έπαιρναν τα ταψιά τους κι έμπαιναν στην παρέα. Κάποιες φορές, όταν τέλειωναν τα μύγδαλα και τα καρύδια, εμφανιζόταν οι κεφτέδες ή τα συκωτάκια. Με την ίδια πάντα «δικαιολογία»:

-Έλα μωρέ, ο Χριστός έχει αναστηθεί από το πρωί. Δεν άκουσες τον παπά που έψελνε το Αναστήτω ο Ιησούς;

Και δώστου τα «εβίβα»!

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ

Η andriakipress.gr δημοσιεύει κάθε σχόλιο το οποίο είναι σχετικό με το θέμα. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι υιοθετεί τις απόψεις αυτές. Διατηρεί το δικαίωμα να μην δημοσιεύει συκοφαντικά, υβριστικά, ρατσιστικά ή άλλα σχόλια που προτρέπουν σε άσκηση βίας. Επίσης, σχόλια σε greeklish και κεφαλαία δεν θα δημοσιεύονται, ενώ η andriakipress.gr, όταν και όπου κρίνει, θα συμμετέχει στον διάλογο.

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.