Πέρασε ο χρόνος γρήγορα, κύλησε σα νερό που αύτανδρο βυθίστηκε το φορτηγό «Αντίπαρος» στο Βόρειο Ειρηνικό. Είχα μπαρκάρει δόκιμος τότε το ’63. Περάσαμε από Κορσική, στενό του Μπόνα Φάτσο. Την Σκύλα και την Χάρυβδη πουθενά δεν τις είδα, θα είχαν φύγει στην στεριά ή θα είχαν πάει στη θάλασσα της Κορσικής τον πάτο.
Περάσαμε από το Γιβραλτάρ και μπήκαμε Ατλαντικό. Αγριεμένη η θάλασσα, το κύμα σαν βουνό. Πορεία όλο δυτικά κι η θάλασσα βογκούσε σαν το θηρίο εμούγκριζε όταν εξεψυχούσε. Φορτώσαμε στο Galveston μεσ’ τον Μισισιπή. Πορεία τώρα ολοταχώς πάμε για Βραζιλία. Στο Galveston ζέστη φωτιά, βροχή και καταιγίδα. Μα όμως και στον Ισημερινό μία από τα ίδια. Όλο το τσούρμο στη δροσιά ήταν κι αυτό πρωτόγνωρο μα δεν το ξαναείδα. Εκατό μέρες ήτανε το πρώτο μου το μπάρκο, όλο ουρανό και θάλασσα γεμάτο νοσταλγία. Κι από παράδες τίποτα, ούτε δραχμή καμία. Φλόμωσα από το ψαρόλαδο. Ζαλάδα το κατράμι. Στο τολμηρό καράβι μας ετρίξανε τα σίδερα, γινόταν υποβρύχιο κι έφευγε στον Ατλαντικό να φθάσομε στο λιμάνι. Τέλειωσε το ταξίδι μας φάνηκαν οι στεριές. Βρεθήκαμε ένα πρωινό στον όμορφη Ολλανδία. Μέσα όμως στη βαλίτσα μου είχα γράψει από καιρό: «αντίο θάλασσα πικρή, αντίο Βραζιλία». Πήρα κι απ’ την κουκέτα μου 32 γράμματα μαζί και κάτι άλλα. Τα έβαλα στο σάκο για ενθύμιο. Γυρίζουμε Ελλάδα. Ήταν απ’ την γυναίκα μου λόγια του αποχωρισμού, μα λόγια πονεμένα. Λόγια γραμμένα με λυγμούς, με δάκρυα σφραγισμένα. Τώρα όμως το αποφάσισα στην Άνδρο μας γυρίζω. Θα βγω στο μεροκάματο. Όσο για το φυλλάδιο τ’ αφήνω στα αζήτητα, το βάζω στο αρχείο. Θα μείνω στην Ιθάκη μας σαν τον γέρο Λαέρτη το κτήμα θα καλλιεργώ, τα δέντρα θα ποτίζω, τον Οδυσσέα θα καρτερώ που κάποτε θα έρθει. Θα έρχεται όμως στην θύμηση πάντα το φορτηγό που αύτανδρο βυθίστηκε και πήγε στον βυθό. Κανένας δεν επέζησε σε εκείνο το τρομακτικό ταξίδι του χαμού. Μόνο η σφυρίχτρα ακούστηκε του αποχαιρετισμού, που έκλαιγε γοερά και αποχαιρετούσε την θάλασσα του Βόρειου Ειρηνικού!
Βασίλης Δημ. Ξένος