Απόσπασμα από το βιβλίο της ΙΟΥΛΙΑΣ ΖΑΝΝΑΚΗ ΛΙΑΛΙΟΥ
του Γιώργη του Κατσαρού.
Ο πατέρας κάνει αυτά που λατρεύει. Φροντίζει τη γη, τα μελίσσια, πηγαίνει κυνήγι. Η μάνα ακουμπά το μισό της φορτίο στους ώμους του. Από το δώμα του σπιτιού, βλέπουν τον πατέρα με το τουφέκι στον ώμο, ν’ ανηφορίζει στην απέναντι πλαγιά. Τα σύννεφα ακολουθούν θαρρείς τα βήματα του. Σκοτεινιάζουν τα θαλάμια του ποταμού, δρασκελίζουν το βουνό, ρίχνουν τη σκιά τους στα σκίνα, στα φρύγανα, στα ανεμοδαρμένα δέντρα. Τον φτάνουν, τον κυκλώνουν. Χάνεται μέσα στο πούσι.
Δρασκελά ο πατέρας το βουνό. Η ομίχλη πυκνή καλύπτει όλα γύρω τον. Τα γνώριμα μονοπάτια, θολώνουν, χάνονται. Οι ήχοι στερεύουν. Απόλυτη σιωπή. Το τουφέκι στον ώμο, με το ραβδί ανιχνεύει τα εμπόδια. Ένα βήμα και χάνεται στο κενό. Την ύστατη ώρα μια σκέψη: «Παναγία, βοήθα!» Βρίσκεται όρθιος στη ρίζα τον βράχου. Ακέραιος.
Γυρίζει στο σπίτι, το λέει στη μάνα. Δεν το χωράει ο νους του. Η αντρίκια καρδιά, ψημένη στην αλμύρα και το άγνωστο των ωκεανών, αρνείται να δεχθεί το απίθανο, το θαύμα. Σέρνει μαζί του τη μνήμη ακόμα κι όταν μπαρκάρει. Ένα χρόνο, δύο χρόνια, μέχρι τα βαθιά γεράματα. Ο καιρός κυλάει και οι δουλειές δεν λένε να τελειώσουν. Άνοιξη και το γκρίζο αραιώνει. Γίνεται πάχνη, χλιαρή πνοή. Στέκεται στη Σαπιαβρύση. Κατηφορίζει το φιδωτό μονοπάτι μέσα από τις αχιβάδες που θροΐζουν στο διάβα της. Το γεφύρι, στερεή αντρίκια παρουσία.
Το παιδί παίζει στο δώμα και ονειρεύεται. Κοιτάζει το βουνό αντίκρυ και ταξιδεύει. Ούτε που κατάλαβε από πού ξεφύτρωσε αυτός ο παράξενος άνθρωπος. Τον βλέπει να κατηφορίζει, απέναντι στο βουνό, με το μουλάρι του και φωνάζει τη μάνα. Αυτή, τη νονά και τη θεία Φραντζέσκα τη «σαράκι». Μέσα σε λίγη ώρα, οι γυναίκες βγαίνουν στα δώματα, προσπαθώντας να μαντέψουν ποιος είναι.
Πάντοτε έτσι γινόταν. Μόλις ξεπρόβαλλε κάποιος αντίκρυ στο Μεγάλο γκρέμνο, οι γυναίκες του χωριού προσπαθούσαν να μαντέψουν ποιος ήταν. Όταν έφτανε στη μέση περίπου, κοντά στη Σαπιαβρύση και στέκονταν να πιει νερό ή να ποτίσει τα ζωντανά, ήταν σχεδόν σίγουρες. Σπάνια έφτανε κάποιος ξένος μέχρι εδώ πάνω. Οι περισσότεροι ήταν ντόπιοι, ναυτικοί, ξενιτεμένοι, άντε και κανένας αγωγιάτης που μετέφερε εμπορεύματα.
Αυτές που περίμεναν κάποιο ταξιδεμένο, κοιτούσαν με λαχτάρα, περιμένοντας να δουν ένα σημάδι, κάτι που να τους δείξει ότι ήρθε το αγαπημένο τους πρόσωπο.
((Άννα, εσύ που βλέπεις καλά, για κοίταξε, έχει στο μουλάρι βαλίτσες, σάκους;» φωνάζει η νονά Ευτυχία. «Περιμένω το Θόδωρο, θα ξε-μπαρκάρει αυτές τις μέρες στο Μπάρι».
((Λες να μας έστειλαν καινούργιο ταχυδρόμο;» ρωτάει η θεία Φραντζέσκα.
((Αν ήταν ταχυδρόμος, δεν θα ακούγαμε την τρομπέτα; Μόνο ένα δισάκι έχει. Αγωγιάτης πάντως δεν είναι», απαντάει η μάνα. «Ξενομερίτης φαίνεται».
Το σούσουρο στο χωριό όλο και μεγαλώνει. Τα παιδιά τρέχουν στο γεφύρι να τον προϋπαντήσουν. Η μάνα στέλνει τον Θόδωρο. Όταν γυρίζει, το μυστήριο λύνεται. Τεχνίτης είναι ο άνθρωπος. Επισκευάζει τα πάντα: ραπτομηχανές, λάμπες, γραμμόφωνα, ρολόγια, τα πάντα. Μέχρι εργαλεία τροχίζει.
((Του είπες ότι το γραμμόφωνο μας είναι χαλασμένο;» τον ρώτησε η μάνα.
«Πρώτος, πρώτος», περηφανεύτηκε εκείνος. ((Του είπα για το γραμμόφωνο και είπε να πάω σε λίγο να τον πάρω από το καφενείο. Να δεις τις γυναίκες που ήταν στη βρύση, άρχισαν να τον καλούν, μάλωναν ποια θα τον πρωτοπάρει, κόντεψαν να πιαστούν στα χέρια».
Τέτοιο πράγμα δεν είχε ξαναγίνει. Να έρθει τεχνίτης στο χωριό. Γυναικοχώρια στο νησί. Οι άντρες στη θάλασσα. Πολλές φορές από τα δώδεκα. Σπίτι, ζώα, χωράφια, όλα τα κατάφερναν, άξιες και πανάξιες οι γυναίκες των ναυτικών, αλλά αυτού του είδους τα μαστορέματα δεν τα ήξεραν. Για να τα φτιάξουν κατέβαιναν στη Χώρα, τα έστελναν στον Πειραιά.
Τα παιδιά περιμένουν ανυπόμονα τον ερχομό του μάστορα. Όταν τον βλέπουν να προβάλλει απέναντι με τον Θόδωρο, βγάζουν έναν αναστεναγμό ανακούφισης.
Ψηλός, ξερακιανός, με μικρά μάτια, κρατώντας μια μεγάλη δερμάτινη τσάντα, ο τεχνίτης μπαίνει στην αυλή… σαν λόρδος. Αφού κεράστηκε, ανεβαίνει στη σάλα να δει το γραμμόφωνο.
((Πολύ ωραίο, πολύ ωραίο», λέει με θαυμασμό και αρχίζει να το σκαλίζει. ((Μάλιστα, μάλιστα. Λοιπόν, ένα εξάρτημα είναι σπασμένο. Δεν έχω μαζί μου ανταλλακτικό», λέει στη μάνα. ((Θα πρέπει, όταν πάω πέρα, να σας το στείλω. Θα το κολλήσω προσωρινά, όμως δεν πρέπει να το δουλέψετε για μια δυο μέρες».
Τελειώνει, το κλείνει προσεκτικά με το καπάκι, κατεβαίνει στην κουζίνα πλένει τα χέρια του και κάθεται να πιει ένα ρακί.
((Πόσο κάνει το ανταλλακτικό;» τον ρωτάει η μάνα. ((Δεν ξέρω. Έχετε κάποιον συγγενή στην Αθήνα, για να συνεννοηθώ μαζί του; Τι είναι αυτός ο θόρυβος;» ρωτάει ξαφνιασμένος.
((Αέρας. Δεν έχετε ακούσει πώς λένε το νησί; “Νησί των ανέμων”», λέει η μάνα. «Σε λίγο έρχεται βροχή, να φύγετε πριν νυχτώσει».
Φεύγει, τονίζοντας ότι δεν πρέπει να το αγγίξουν, για να πιάσει η κόλλα. Σκοτείνιαζε όταν γύρισε ο πατέρας από το χωράφι. Χαρούμενοι τρέχουν να του πουν τα νέα. Εκείνος τους κοιτάζει έκπληκτος. Βγάζει βιαστικά τη νιτσεράδα και ανεβαίνει από την γκλαβανή στη σάλα. Τα παιδιά τον ακολουθούν με φωνές και γέλια. Εκείνος ανοίγει το γραμμόφωνο… και αρχίζει να βλαστημάει. Η μάνα κερώνει.
((Τι έγινε;» ψελλίζει.
((Τι έγινε; Βούτηξε ολόκληρο το μηχάνημα ο κερατάς, φωνάζει έξω φρενών. Φτου να πάρει και να σηκώσει. Το έσκασε ο απατεώνας! Το καράβι πρέπει να έφυγε στις εφτά».
((Με τέτοιο αέρα; Αποκλείεται», λέει η μάνα.
((Πάω στο τηλεφωνείο. Αν δεν έχουν πέσει πάλι τα καταραμένα τηλεγραφόξυλα», ουρλιάζει ο πατέρας, κατεβάζοντας θεούς και δαίμονες. ((Πού είχατε το μυαλό σας τόσοι άνθρωποι; Πώς σας την έφερε ο αγύρτης; Αν δεν έφυγε το καράβι, ξημερώματα αύριο φεύγουμε για τη Χώρα. Πάω στο τηλεφωνείο. Να εύχεστε μόνο να συνεχιστεί η κακοκαιρία. Και συ, θα έρθεις μαζί μου», λέει στο Νίκο.
Στη βραδινή τους προσευχή, άλλος φωναχτά και άλλος βουβά, παρακαλούν, για πρώτη και τελευταία φορά, τον Αϊ-Νικόλα να σηκώσει βουνό τα κύματα στον Καβοντόρο, να μην μπορέσει να φύγει το καράβι.
Δεν είχε καλοφέξει ακόμα, ο πατέρας με τον Νίκο σελώνουν το μουλάρι και ξεκινούν για τη Χώρα. Οι ώρες κυλούν αργά. Όλοι γεμάτοι αγωνία κοιτούν απέναντι, περιμένοντας να τους δουν να προβάλλουν από το βουνό. Κάθονται να φάνε ανόρεχτοι. Είχανε τελειώσει και σηκώνανε το τραπέζι, όταν τους είδαν να προβάλλουν αντίκρυ στο βουνό. Η μισή ώρα που έκαναν, ο πατέρας και ο Νίκος, μέχρι να φτάσουν σπίτι τους φάνηκε αιώνας. Μόλις μπήκαν στην αυλή αρχίσανε να τους ρωτάνε τι έγινε.
((Όλα εντάξει, πήραμε πίσω τον μηχανισμό», λέει ο πατέρας. ((Βάλε να φάμε γιατί είμαστε ψόφιοι στην κούραση».
((Άντε, λέγε, τι έγινε;» τον ρωτάει με αγωνία η μάνα.
((Να σας τα πει ο Νικόλας, εγώ θα ξεφορτώσω το μουλάρι».
Άλλο που δεν ήθελε και εκείνος. Θρονιάζεται στον καναπέ και αρχίζει να τους λέει τι έγινε. «Λοιπόν, φτάσαμε στη Χώρα κατά τις εννιά. Το καράβι δεν είχε φύγει. Πήγαμε στην αγορά. Πήχτρα στον κόσμο. Εγώ κοίταζα γύρω γύρω, όπως μου είχε πει ο μπαμπάς, μήπως και τον δω. Τα μάτια μου έτσουζαν και δάκρυζαν από την αγωνία. Δυο φορές γυρίσαμε την αγορά. Τίποτα. Λες και είχε ανοίξει η γη και τον είχε καταπιεί. Στο τέλος κατηφορίζουμε για τις Πλακούρες, εκεί που δένουν τα καΐκια. Τα κύματα λούζουν την Αγία Θαλασσινή, φτάνουν μέχρι τα σπίτια. Ξαφνικά είδαμε μια παρέα αντρών, που στέκονταν έξω από το καφενείο. Ανάμεσα τους ένας ψηλός αδύνατος άντρας. Ήταν αυτός. Τον δείχνω στον μπαμπά. Πλησιάζουμε, γυρίζει αυτός μας βλέπει, κάνει να τρέξει, τον βουτάει ο μπαμπάς από το σβέρκο, τον γυρίζει, σηκώνει τη χερούκλα του, του ρίχνει μια μπουνιά και τον ξαπλώνει χάμω. Αυτός ούρλιαζε πανικόβλητος και έβριζε. Γύρω μας είχε μαζευτεί κόσμος που ρωτούσε περίεργος να μάθει τι έγινε.
“Δώσε το μηχανισμό από το γραμμόφωνο και ό,τι άλλο έχεις κλέψει από το χωριό”, του λέει άγρια ο μπαμπάς.
“Παλαβός είναι”, φώναξε αυτός. “Πρώτη φορά τον βλέπω. Δεν είναι στα καλά του ο άνθρωπος”.
“Κι αυτόν; Πρώτη φορά τον βλέπεις;” ρώτησε ο μπαμπάς και με έσπρωξε μπροστά του. Μόλις με είδε τα ‘χασε.
“Λέγε, γιατί θα σε σαπίσω στο ξύλο”, τον απείλησε ο μπαμπάς.
“Εντάξει. Εντάξει. Θυμήθηκα. Πώς κάνεις έτσι; Το πήρα για να το διορθώσω, είπε βιαστικά. Το είπα στη γυναίκα σου. Στο ξενοδοχείο το έχω. Πάμε να σ’ το δώσω”. Σηκώθηκε όρθιος και άρχισε να φτιάχνει τα ρούχα του. “θα μου το πληρώσεις”.
Εκείνη την ώρα ήρθε ο λιμενάρχης. Ο πατέρας του είπε τι είχε γίνει. Πήγαμε στο ξενοδοχείο. Δύο βαλίτσες πράγματα είχε κλέψει από τα χωριά. Πήραμε το μηχανισμό. Τώρα θα κελαηδάει πίσω από τα κάγκελα, στο λιμεναρχείο».
((Δόξα τω θεώ», λέει η μάνα και σηκώνεται να στρώσει το τραπέζι.
((Για πάμε να δούμε, μήπως το διόρθωσε αυτός ο αγύρτης», λέει ο μπαμπάς, μόλις απόφαγαν.
Ανεβαίνουν τρέχοντας ξοπίσω του. Εκείνος τοποθετεί τον μηχανισμό, παίρνει μια πλάκα, τη σκουπίζει με το βουρτσάκι, ακουμπάει τη βελόνα και μια υπέροχη μελωδία πλημμυρίζει το δωμάτιο.
Αδύνατον να θυμηθεί τι ήταν. Περίεργο πράγμα, ποτέ δεν συγκρατούσε τις νότες μιας μελωδίας, μόνο τα αισθήματα που της γεννούσε. Οι ήχοι που άκουγε όπου κι αν πήγαινε ήταν αυτοί του ανέμου και της θάλασσας. Το καλοκαίρι όλοι περιμένουν με λαχτάρα να πάνε στη θάλασσα. Στα Άχλα.