Του ΓΙΑΝΝΗ ΜΗΝΔΡΙΝΟΥ
Πρωί Μεγάλης Παρασκευής.
Περπατάς στους έρημους δρόμους της πόλης, απολαμβάνοντας την απόλυτη ησυχία που απλώνεται γύρω σου.
Ρουφάς σχεδόν ηδονικά τις μυρωδιές από τις ανθισμένες νεραντζιές των πεζοδρομίων.
Χαζεύεις τη γάτα που τεντώνεται νωχελικά στην είσοδο μιας πολυκατοικίας. Μετράς δεκάδες ελεύθερες θέσεις στάθμευσης εκεί ακριβώς που πριν δυο ημέρες δεν έβρισκες χώρο να παρκάρεις ούτε μοτοποδήλατο.
Στην επόμενη γωνία κάποιος βιάζεται να φορτώσει τα μπαγκάζια στο αυτοκίνητο: οι βαλίτσες, οι κούτες, η σούβλα, ο σκύλος, η σύζυγος, τα παιδιά, η πίεση, το άγχος… Να φύγουμε!
Πρωί Μεγάλης Παρασκευής.
Μπαίνεις στην εκκλησία, το βλέμμα σου εστιάζει στον Επιτάφιο. Τι όμορφα που είναι στολισμένος! Με πόσο σεβασμό, με πόση αγάπη, με πόση ταπεινότητα. Τίποτε δεν θυμίζει την υπερβολή των καιρών.
Το μυαλό γυρίζει πίσω, στα χρόνια της αθωότητας. Τότε που, μαθητής στο Δημοτικό Σχολείο Πιτροφού, συναντιόσουν με τα άλλα παιδιά του χωριού στην αυλή της εκκλησίας το πρωί της Μεγάλης Πέμπτης. Να σας μοιράσουν οι επίτροποι τα πανέρια, να πάτε στα σπίτια του χωριού, να μαζέψετε λουλούδια για τον Επιτάφιο που θα στολιζόταν τη νύχτα, μετά τα Δώδεκα Ευαγγέλια.
Μαργαρίτες, κρινάκια, δαφνάκι, ό,τι είχε κάθε σπίτι στην αυλή του έδινε. Γέμιζαν τα πανέρια, γέμιζαν οι τσέπες των παιδιών με τα τσουρέκια ή τα κόκκινα αβγά που κερνούσαν οι νοικοκυρές, γέμιζε κι η ψυχή τους προσμονή για την Ανάσταση.
Πλησιάζεις τον Επιτάφιο, να προσκυνήσεις την εικόνα του νεκρού Θεανθρώπου. Τώρα το μυαλό σου ψάλλει:
Ώ γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατον μου τέκνον. Κι αμέσως μετά: Ους έθρεψε το μάννα, εκίνησαν την πτέρναν κατά του ευεργέτου.
Σκύβεις να προσκυνήσεις, κοιτάς την εικόνα, θυμάσαι τους στίχους τού ποιητή:
Θεριά οι ανθρώποι, δεν μπορούν το φως να το σηκώσουν. Χίλιες φορές να γεννηθείς, τόσες θα σε σταυρώσουν.
Σηκώνεις το κεφάλι σου, κοιτάς τον Σταυρό. Όχι, όσες φορές κι αν σε σταυρώσουν εσύ θα αναστηθείς. Άλλωστε μετά από κάθε Σταύρωση έρχεται πάντα η Ανάσταση, έτσι δεν γίνεται; Και το φως είναι αυτό που πάντα θα βρει τον τρόπο να περάσει. Όσες χαραμάδες κι αν του κλείσουν.
Χρόνια Πολλά, Καλή Ανάσταση!