Του Αρη Ευστρατιάδη
Τις άγριες νύχτες κάθε χειμώνα όταν ο άνεμος λυσσομανά
Όταν η θάλασα φουρτουνιασμένη χτυπά την πόρτα μου και με ξυπνά
Όταν τ’ αστέρια κοιτούν με τρόμο και το φεγγάρι πάει να κρυφτεί…
Όταν τα σύννεφα γίναν ποτάμια και το σκοτάδι πέφτει βαρύ…
Αυτές τις ώρες που οι στεριανοί, αδιαφορούν και ξαποσταίνουν…
Σκέφτομαι πόσο τρομαχτικές θα’ ‘ναι γι’ αυτούς που ταξιδεύουν
Για καπετάνιους και ρεσπετζέρους, λοστρόμους, ναύτες, μηχανικούς
Για καμαρότους και για λαδάδες, για τους λεβέντες τους ναυτικούς…
Αυτές τις ώρες του χαλασμού, τρέχω στο εικόνισμα και γονατίζω…
Κερί ανάβω στην Παναγιά, «πρόστατευέ τους» της ψιθυρίζω.
«Είναι οι προστάτες μας και τα παιδιά μας, όλοι τους έχουν χρυσή καρδιά,
τους περιμένουμε να έρθουν κοντά μας από την μαύρη την ξενιτιά».