Η δύναμη των 10 μποφώρ συνεχιζόταν μες’ τον Απριλιάτικο αγέρα… «Γιώργηηη…» η φωνή της Ζωής. Τράνταξε το πέλαγος καθώς ένα γιγάντιο κύμα της σκέπασε το όμορφο πρόσωπο. Έχασε από τα υγρά της μάτια τον Γιώργη, που ήταν η … ζωή της. Έντρομη τρέμοντας με αναφιλητά πετάχτηκε από το μαξιλάρι της κι αγκάλιασε τον καπετάνιο. Του χάιδεψε τα λευκά μαλλιά. «Όνειρο ήταν…» του ψιθύρισε, «μα τώρα είσαι πλάι μου, αφού έχεις αγκυροβολήσει στο λιμάνι σου».
Οι καμπάνες σήμαναν Ανάσταση, στην Άντρο. Η Ζωή και ο Γιώργης ντυμένοι στα γιορτινά τους τράβηξαν στο ασπρογαλακτισμένο δρομάκι, ίσα κάτω στην εκκλησία της Θεοσκέπαστης. Πάσχα ξημέρωνε ακόμη μια φορά στην Άντρο, κι αρώματα αγγελικούλας ξεχύνονταν στη θάλασσα. «Όμορφη διήγηση παππούλη» είπε το κοριτσάκι. Στα χέρια του κρατούσε την κόκκινη λαμπάδα στολισμένη με τριαντάφυλλα τ’ Απρίλη. «Ναι κόρη μου, γιατί είναι αληθινή…»
Απόσπασμα διηγήματος Χριστίνας Ραίση Μανάλη