
“Ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου Τέκνον, πού έδυ σου το κάλλος;
Υιέ Θεού παντάναξ, Θεέ μου πλαστουργέ μου, πώς πάθος κατεδέξω;

Έρραναν τον τάφον αι Μυροφόροι μύρα, λίαν πρωί ελθούσαι.
Ω Τριάς Θεέ μου, Πατήρ Υιός και Πνεύμα, ελέησον τον κόσμον.
Ιδείν την του Υιού σου, Ανάστασιν, Παρθένε, αξίωσον σους δούλους.”

Τί σημαίνουν τα εγκώμια; Γιατί η Παναγία αποκαλεί τον Χριστό “Ω γλυκύ μου έαρ”;

“Το κατανυκτικό κείμενο του ύμνου αποδίδει τον πόνο της Παναγίας για τον επίγειο θάνατο του μοναδικού υιού της.
Εξιστορεί την σταύρωση του Ιησού και εκφράζει τον πόνο της Αγίας Μητέρας.
Κατά τον ύμνο, προσφωνεί το Τέκνον της έαρ, άνοιξή μου. Η λέξη έαρ είναι αρχαία ελληνική, ενώ στη μεσαιωνική Ελλάδα χρησιμοποιείτο η λέξη άνοιξις.

Προέρχεται από το ρήμα ανοίγνυμι, ανοίγω, διότι είναι η εποχή που ανοίγουν τα άνθη και τα μάτια των φυτών, για να αναπτυχθούν.

Η λέξη τέκνον προέρχεται από τον αόριστο β΄ του αρχαίου ελληνικού ρήματος τίκτω, το οποίο αναφέρεται ακριβώς στην πράξη της γέννησης από τη μήτρα της μητέρας, εξού και η λέξη τοκετός.

Τέκνον – τίκτω, μήτρα – μητέρα άμεσες αναφορές στο σπλάχνο, στη ζωή που δημιουργείται μέσα στο σώμα της γυναίκας και άρα στην οδύνη του χαμού του.”