Της Λυδίας Παλαιοκρασσά Κόπιτσα

Καθηγήτριας Αρχαιολογίας Π. Α.

Η ανασκαφή στην Παλαιόπολη που διεξάγεται από ερευνητική ομάδα του Πανεπιστημίου Αθηνών, με τη συμμετοχή κάθε χρόνο πολλών προπτυχιακών φοιτητών που ασκούνται στην τεχνική της ανασκαφής, έχει δώσει έως σήμερα σημαντικά στοιχεία για τη ζωή στην αρχαία Άνδρο, την πρωτεύουσα του νησιού για μια περίπου χιλιετία. Τα τελευταία χρόνια η έρευνα πραγματοποιείται κοντά στην παραλία, όπου έχει αποκαλυφθεί τμήμα της αγοράς της αρχαίας πόλης, δηλαδή του διοικητικού, πολιτικού και εμπορικού κέντρου της. Σε δύο αιμασιές έχουν αποκαλυφθεί τμήματα τριών πλακόστρωτων δρόμων και τεσσάρων κτηρίων, δύο στοών, κτηρίου με μνημειακή είσοδο και εσωτερική αυλή και μιας παλαιοχριστιανικής Βασιλικής, δηλαδή χριστιανικής εκκλησίας.

Στην επάνω αιμασιά, ανασκάπτεται κτήριο, που διέθετε  εσωτερική αυλή με κίονες (περίστυλη), μνημειακή είσοδο με τέσσερις κίονες στην πρόσοψη και ημιϋπόγειο χώρο, που όπως δείχνουν τα ευρήματα φαίνεται ότι αποτελούσε βοηθητικό χώρο ψαραγοράς.

Ανατολικά του κτηρίου αυτού έχει αποκαλυφθεί μεγάλο τμήμα στοάς, το ανατολικό άκρο της οποίας είχε ερευνήσει το 1956 ο καθηγητής Κοντολέων. Μεταξύ των δύο κτηρίων παρεμβάλλεται πλακόστρωτος ανηφορικός δρόμος, με βαθμίδες, ενώ κάθετα σε αυτόν υπήρχε ένας αρχαιότερος παρόμοιος δρόμος, με κτιστό αποχετευτικό αγωγό. Τα κτήρια οικοδομήθηκαν μάλλον στα τέλη του 3ου ή τις αρχές του 2ου αιώνα π.Χ. και εξυπηρετούσαν δραστηριότητες της Αγοράς. Το κτήριο με την εσωτερική αυλή ήταν πιθανώς η αγορά τροφίμων, κρεάτων και ψαριών. Επάνω στο κτήριο αυτό κτίστηκε αργότερα, ίσως στον 3ο αιώνα μ.Χ. ένα ακόμη κτήριο, από το οποίο σώζονται τμήματα τοίχων.

Στο κάτω άνδηρο, περίπου 4 μ. χαμηλότερα, ανασκάπτεται μια δεύτερη στοά, από την οποία έχει αποκαλυφθεί μικρό τμήμα, και ένας ακόμη πλακόστρωτος δρόμος, με καλοχτισμένο αποχετευτικό αγωγό, που χρονολογούνται επίσης στα τέλη του 3ου ή τις αρχές του 2ου αιώνα π.Χ.

Η αγορά αναπτύχθηκε λοιπόν σε άμεση γειτνίαση και στραμμένη προς το λιμάνι, το οποίο διαμορφώθηκε μάλλον πριν από τους κλασικούς χρόνους, ως μιαή ισχυρότατη λιμενική κατασκευή, η οποία εξασφάλιζε μεγάλη λιμενολεκάνη, προστατευμένη από τον κυματισμό. Το λιμάνι συνέβαλε σημαντικά στην ανάπτυξη της πόλης και της οικονομίας της.

Η μορφή του χώρου, όπως άλλωστε και όλης της πόλης, υπαγορεύθηκε από τη φυσική διαμόρφωση του εδάφους, καθώς την οργάνωση και το σχεδιασμό του περιόριζε η κλιμάκωση σε αιμασιές. Τα κτήρια ήταν προσανατολισμένα κατά το ανάγλυφο της πλαγιάς και καταλάμβαναν το πίσω μέρος των αιμασιών, ενώ την επικοινωνία μεταξύ των διαφορετικών επιπέδων διευκόλυναν ανηφορικοί δρόμοι με βαθμίδες. Παράλληλοι προς τα κτήρια πλακόστρωτοι δρόμοι αποτελούσαν την πρόσβαση προς αυτά, διευκολύνοντας την κίνηση στο ίδιο επίπεδο. Οι καλοκτισμένοι αποχετευτικοί αγωγοί που διέθεταν οι δρόμοι και το κτήριο με την περίστυλη αυλή μαρτυρούν ένα οργανωμένο αποχετευτικό σύστημα. Την ύπαρξη δικτύου ύδρευσης υποδεικνύουν τα τμήματα πήλινων αγωγών που βρέθηκαν.

Οι οικοδομικές φάσεις που διαπιστώθηκαν στα κατάλοιπα μαρτυρούν εκτεταμένη οικοδομική δραστηριότητα στην αγορά από τα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ., όπως παρατηρείται και σε άλλες αγορές σε όλο τον ελληνικό χώρο.  Η κύρια όμως φάση είναι αυτή του κτηρίου με την αυλή και των δύο στοών, του τέλους του 3ου ή των αρχών του 2ου αιώνα π.Χ., που ενδεχομένως μπορεί να σχετισθεί με κάποια ανοικοδόμηση της αγοράς μετά την άλωση της πόλης το 199 π.Χ., από τις δυνάμεις της Ρώμης και του Περγάμου, μετά την οποία το νησί παραχωρήθηκε στο βασιλέα του Περγάμου Ατταλο τον Α΄. Εύλογα θα μπορούσε να διακρίνει κανείς περγαμηνή επίδραση στις προσόψεις των μακρών, πιθανότατα δωρικών, στοών κατανεμημένων σε δύο διαφορετικές αιμασιές στην πλαγιά. Παράλληλη οργάνωση συναντάται και σε αγορές άλλων πόλεων με παρόμοιο φυσικό τοπίο, όπως στη Θήρα, την Πριήνη ή στο Πέργαμο.

Τον επισκέπτη της πόλης της Άνδρου, ερχόμενο από τη θάλασσα, θα αιχμαλώτιζαν οι προσόψεις των δύο στοών, σε δύο επίπεδα, και του πιθανότατα διώροφου κτηρίου με το επιβλητικό τετράστυλο πρόπυλο. Το αρχιτεκτονικό περιβάλλον συνδυαζόταν έτσι αρμονικά με το φυσικό.

Τον ελεύθερο χώρο μπροστά στα κτήρια και τους δρόμους καταλάμβαναν επιβλητικά μνημεία, όπως φανερώνει η ανεύρεση αγαλμάτων, επιγραφών, διαφόρων βάθρων τιμητικών ανδριάντων, εξεδρών ή μαρμάρινου ρολογιού. Επίσης τα τέσσερα αγάλματα, τα δύο παλαιά ευρήματα ο Ερμής και ένα γυναικείο εκτίθενται σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο Άνδρου, που βρέθηκαν στο χώρο, είχαν ανεγερθεί μάλλον σε μνημεία-ηρώα επιφανών νεκρών.

Περί τα μέσα του 2ου αιώνα μ.Χ. κατασκευάσθηκε ένας μάκελλος, όπως μας πληροφορεί επιγραφή, μάλλον από το δήμο των Ανδρίων και αφιερώθηκε στο Μάρκο Αυρήλιο και πιθανότατα στον αυτοκράτορα Αντωνίνο Ευσεβή. Ενδεχομένως η οικοδόμησή του θα μπορούσε να σχετισθεί με την ανοικοδόμηση ίσως του κτηρίου με την περίστυλη αυλή, μετά τον καταστροφικό σεισμό του 142/143 μ.Χ., μετά τον οποίο είναι γνωστό ότι με πρωτοβουλία του Μάρκου Αυρηλίου επισκευάστηκαν οι ζημιές σε πολλές ελληνικές πόλεις. Ο αρχιτεκτονικός τύπος του κτηρίου, το δίκτυο ύδρευσης και αποχέτευσης που εξασφάλιζε τις απαραίτητες συνθήκες υγιεινής, οι μαρμάρινες τράπεζες που βρέθηκαν στο χώρο και τα κατάλοιπα των θαλασσινών τροφών στο ημιϋπόγειο δωμάτιο αποτελούν σοβαρές ενδείξεις υπέρ της παραπάνω υπόθεσης.

Η αλλαγή της χρήσης του χώρου ως εμπορικού και διοικητικού κέντρου είχε ήδη συντελεσθεί το δεύτερο μισό του 5ου αιώνα μ.Χ., όταν οικοδομήθηκε η Βασιλική, το νέο πνευματικό κέντρο της πόλης, όπως συνέβη και σε άλλες πόλεις, το Πέργαμο, τη Ρόδο, τη Θήρα ή το Δίον.  Η Βασιλική κτίστηκε στην κάτω αιμασιά, επάνω στις προγενέστερες κατασκευές, τη στοά και τον πλακόστρωτο δρόμο. Μάλιστα οι λίθοι των βαθμίδων της στοάς χρησιμοποιήθηκαν ως στυλοβάτης της νότιας κιονοστοιχίας του κεντρικού κλίτους της Βασιλικής.

Η Βασιλική, ίσως ο μητροπολιτικός ναός της Άνδρου, ήταν τρίκλιτη και πλούσια διακοσμημένη με τοιχογραφίες, τουλάχιστον στην αψίδα, εξαίρετης τέχνης γλυπτό διάκοσμο, ενώ το δάπεδό της καλυπτόταν από ψηφιδωτό δάπεδο, με φυτικά και γεωμετρικά θέματα, καμωμένο από έναν ικανό ψηφοθέτη. Η έρευνα το 2009 μας έδωσε και μια επιπλέον σημαντική πληροφορία. Σε έναν πίνακα-πλαίσιο (tabula ansata) μπροστά στο Ιερό βήμα αναγράφονται τα ονόματα των δύο ευλαβών πιστών που χρηματοδότησαν την κατασκευή του ψηφιδωτού, του διάκονου Ευφρόσυνου και της συμβίου του Μαρίας. Κατά τον 6ο αιώνα το οικοδόμημα καταστράφηκε από σεισμό, μάλλον το μεγάλο σεισμό του 552, που προκάλεσε σημαντικές καταστροφές στη νότια Ελλάδα και το νησιωτικό χώρο. Στο δεύτερο μισό του αιώνα αυτού κτίστηκε στο μεσαίο κλίτος της Βασιλικής επιμήκης μονοκάμαρος ναός, αμελούς τοιχοποιίας. Ισως στις αρχές του 7ου αιώνα, λίγο πριν εγκαταλειφθεί η πόλη, κτίστηκαν γύρω από το το μικρό αυτό ναό πρόχειρες κατασκευές, μάλλον σπίτια. Οι κάτοικοι φαίνεται ότι εγκατέλειψαν την πόλη στις αρχές του 7ου αιώνα και μετοίκησαν στην ασφαλέστερη ενδοχώρα, γύρω από τη Μεσαριά, που αποτέλεσε κατά τα μεσοβυζαντινά χρόνια και το κέντρο του νησιού.

Δυστυχώς φέτος, παρόλο που είχε προγραμματισθεί, δεν πραγματοποιήθηκε η έρευνα,  καθώς βρίσκεται στα πρόθυρα αδιεξόδου λόγω της έλλειψης ομαλής πρόσβασης προς το χώρο. Ως αποτέλεσμα της έλλειψης αυτής καθίσταται αδύνατη η αποκομιδή των «μπάζων» και η μεταφορά των βαρέων ευρημάτων στο Μουσείο, αλλά και πολύ δύσκολη η μεταφορά των υλικών για τη συντήρηση των κτηρίων και μελλοντικά για την εκτεταμένη διαμόρφωση και ανάδειξη του χώρου, ούτως ώστε να καταστεί επισκέψιμος. Ο μόνος τρόπος να συνεχισθεί η έρευνα, να συντηρηθούν τα αποκαλυφθέντα κτήρια και να αναδειχθεί ο χώρος, αλλά και να εξασφαλισθεί η ασφάλεια των εργαζομένων (σε περίπτωση ατυχήματος η μεταφορά είναι ιδιαίτερα δύσκολη) είναι να εγκριθεί από το ΥΠΠΟΤ η κατατεθειμένη οριστική μελέτη του Επαρχείου Άνδρου, που προβλέπει επέκταση της υφισταμένης οδού και κατασκευή εργοταξιακού δρόμου για τις ανάγκες του έργου, ο οποίος μετά τη λήξη του θα αποτελέσει το μονοπάτι πρόσβασης των επισκεπτών στο χώρο. Οι εργασίες αυτές έχουν ήδη εγκριθεί υπό μορφή προμελέτης από το ΥΠΠΟ (ΥΠΠΟ/ΓΔΑΠΚ/ΑΡΧ/Α1/Φ21/87663/4079/ 10.10.2006 Υπουργική απόφαση για την έγκριση προμελέτης βελτίωσης και επέκτασης υφισταμένης οδού, που ενώνει την επαρχιακή οδό με το κάτω τμήμα του οικισμού της Παλαιόπολης και κατασκευής εργοταξιακού δρόμου προς τον αρχαιολογικό χώρο της αγοράς).

Σε περίπτωση που δεν καταστεί δυνατή η πραγματοποίηση των παραπάνω εργασιών, η μόνη λύση γαι την προστασία των αρχαιοτήτων είναι η κατάχωση του χώρου της ανασκαφής, ο οποίος υπερβαίνει σε έκταση τα 600 τμ., για τη διεξαγωγή της οποίας έχει δαπανηθεί ένα υπέρογκο ποσό, καθώς η έλλειψη πρόσβασης καθιστά το έργο ιδιαίτερα δαπανηρό.

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ

Η andriakipress.gr δημοσιεύει κάθε σχόλιο το οποίο είναι σχετικό με το θέμα. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι υιοθετεί τις απόψεις αυτές. Διατηρεί το δικαίωμα να μην δημοσιεύει συκοφαντικά, υβριστικά, ρατσιστικά ή άλλα σχόλια που προτρέπουν σε άσκηση βίας. Επίσης, σχόλια σε greeklish και κεφαλαία δεν θα δημοσιεύονται, ενώ η andriakipress.gr, όταν και όπου κρίνει, θα συμμετέχει στον διάλογο.

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.