Μια νοσταλγική εικόνα, ένα ταξίδι στο χθες… Το Κόρθι του 1950 και όχι μόνο. Με τη “ζωγραφική” πένα του Γιώργου Κανάκη

Τα πανηγύρια

Γράφει ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΝΑΚΗΣ

«Αύγουστε καλέ μου μήνα να ’σουν δυο φορές το χρόνο» λέει η λαϊκή παροιμία και δικαιολογημένα. Ο μήνας αυτός μας χαρίζει απλόχερα την αμεριμνησία των διακοπών, την αγκαλιά της  θάλασσας, τους ετήσιους ανέμους, τα δροσερά μελτέμια, τα υπέροχα φρούτα: τα παγωμένα όλο γλύκα σύκα, τα τσαμπιά σταφύλια με τις τραγανές ηδονικές ρώγες. Τα δυο ολόγεμα φεγγάρια να φωτίζουν τη ραστώνη και τη νωχέλεια των θερινών βραδιών, σαν ένα φωτεινό εφέ τον τίτλο του τέλους μιας καταπληκτικής ταινίας  που μ’ αυτήν  κλείνει ο κύκλος των διακοπών και μας γεμίζει με  αμήχανη μελαγχολία, αλλά μας κάνει να δώσουμε υπόσχεση, ότι και του χρόνου θα ξαναβρεθούμε στην Άνδρο.

Αυτές περίπου ήταν οι σκέψεις που με διακατείχαν όταν πλησίαζε το τέλος του Αυγούστου και μαζί του οι διακοπές. Τότε, όπως όριζαν και ορίζουν οι νόμοι της ουράνιας μηχανικής, ο ήλιος άρχιζε να βασιλεύει όλο και πιο νωρίς, το λυκόφως να γίνεται πιο έντονο και το βραδινό αεράκι πιο δροσερό. Τότε δεν ήθελα καθόλου να ακούσω «από Μάρτη καλοκαίρι και από Αύγουστο χειμώνα», ήθελα να φωτογραφήσω μια σκηνή, μια οποιαδήποτε σκηνή και να τη κλείσω σε ένα κουτί μέσα μου, σαν παρακαταθήκη για τις μέρες του χειμώνα. Σαν παιδί ήθελα οι εικόνες αυτές να είναι μεγεθυσμένες, δηλαδή στο κάντρο τους να περιλαμβάνεται όλη η οικογένειά μου. Τέτοιες εικόνες έχω από τα πανηγύρια του Αυγούστου.

Την παραμονή της Παναγίας νηστεύαμε, απέχαμε από το κρέας και τρώγαμε σαλάτες. Ο πατέρας μου πήγαινε στην παράκληση της Παναγιάς για να ενώσει τις προσευχές του μαζί με τις προσευχές των άλλων του  εκκλησιάσματος. Και είχαν για πολλά πράγματα να προσευχηθούν: για υγεία, για καλή πρόοδο των παιδιών, για καλές και γαλήνιες θάλασσες γι’ αυτούς που ταξίδευαν με τα βαπόρια μίλα μακριά, για καλή επάνοδο των ναυτικών, για καλό μπάρκο αυτών θα μπαρκάριζαν σε λίγο και θα άφηναν τους αγαπημένους τους πίσω….

Οι γονείς μου κάποια στιγμή πήγαιναν και αγόραζαν από το χασάπικο του Σουβλόκωλου μοσχαρίσιο κρέας, ειδικό για μαγειρευτό με κριθαράκι στο φούρνο. Η προετοιμασία γινόταν από τη μάνα μου στη κουζίνα του καφενείου του Αραπογιώργη, που γκρίνιαζε και καμιά φορά φώναζε με τη βραχνή από το τσιγάρο φωνή του: «….α μωρέ κατσίκα!» και η μάνα μου του ανταπαντούσε στα ίσα: «..μια ζωή γκρινιάρης είσαι….πως σε υποφέρει η Μαρία;». Το ερώτημα ήταν ρητορικό μάλλον γιατί ήξερε ότι ο Αραπογιώργης, ο μαύρος, ο  black, ο ταμ ταμ, που θα έλεγε  και ο Ζαμπέτας, αγαπούσε τη γυναίκα του, που στα νιάτα της ήταν όμορφη γυναικάρα, statuette θα την λέγαμε με αγγλοσαξονικά κριτήρια  και με πράσινα μεγάλα μάτια, εξ’ ου και η εμμονή του Αραπογιώργη με το πράσινο χρώμα (βάρκα, μαγαζί).

Το ταψί με το φαί ήταν αποκλειστική αρμοδιότητα δική μου να το πάω στον φούρνο ανήμερα της εορτής και κατόπιν εντολής της μητέρας μου να μεταφέρω στο φούρναρη την οδηγία «να προσέξει το φαί μη και αρπάξει!».

Μετά ντυμένοι με τα πιο καλά ρούχα των διακοπών, ανηφορίζαμε προς το Ρωγό για να εκκλησιαστούμε. Η εκκλησία του χωριού γιόρταζε και ήταν στολισμένη με λογιών λογιών λουλούδια βαλμένα στις εικόνες και σε περίτεχνα σκαλισμένους μπρούτζινους κάλυκες από κανόνια του πολεμικού ναυτικού. Δίπλα στην ωραία πύλη ήταν ανηρτημένες  γαλανόλευκες σημαίες, κάτι που μόνο στην Άνδρο συνηθίζεται. Ανάβαμε τα κεριά μας και προσκυνούσαμε την εικόνα της Παναγίας και εγώ προσπαθούσα να βρω κάποιον εύσχημο τρόπο να βγω έξω στο προαύλιο της εκκλησίας που ήταν μαζεμένα τα παιδιά του χωριού. Με την απόλυση της λειτουργίας ο Αραπαντώνης προεστός του χωριού και επίτροπος της εκκλησίας έκανε τα κουμάντα του. Κρατώντας ένα ασημένιο μυροδοχείο έρανε τον κόσμο φωνάζοντας δυνατά: «Χρόνια πολλά Χριστιανοί….και του χρόνου…με υγεία…καλή πρόοδο!», μετά αφού είχε ραντίσει όλο το εκκλησίασμα μέσα και έξω από την εκκλησία, βοηθούμενος από τον εγγονό του, τον Αραπαντωνάκη, που κρατούσε το πανέρι με το αντίδωρο από τους άρτους, το μοίραζε στο εκκλησίασμα. Ύστερα ακολουθούσαν τα κεράσματα με λουκούμια και ερυθρό ημίγλυκο οίνο από περιφερόμενη γυάλινη οκαδιάρικη φιάλη που κένωνε  ίδιος ο Αραπαντώνης σε ένα μικρό ποτήρι. Ο πατέρας μου παρακολουθούσε εκστατικά την όλη διαδικασία και σκύβοντας μου είπε όλο ενθουσιασμό  στ’ αυτί: «Δες παιδί μου αυτό το μοναδικό έθιμο…λες και έχει βγει από τις σελίδες των ηθογραφημάτων του Παπαδιαμάντη!». Μετά από χρόνια όταν διάβασα τα πασχαλινά διηγήματα κατάλαβα τον ενθουσιώδη υπαινιγμό του αθεράπευτα ρομαντικού πατέρα μου!

Βιαστικά κατεβαίναμε στο Γιαλό και αλλάζαμε για να πάμε στο Βίντσι για μπάνιο. Ανήμερα της Παναγίας γινόταν μεγάλος συνωστισμός από κόσμο στην Αγία Κατερίνα. Κατέβαιναν από τα κοντινά χωριά για μπάνιο. Τα αγόρια και οι μεγάλοι ξεχώριζαν γιατί το σώμα τους ήταν κάτασπρο σαν γάλα με εξαίρεση τους πήχεις των χεριών τους που ήταν μαυρισμένα από τον ήλιο.  Λίγο παρακάτω κάποιοι νεαροί έτσι χάριν παιδιάς, για να σπάσουν πλάκα προσπάθησαν να βάλουν στη θάλασσα τον γάιδαρό τους μαζί με το σαμάρι, αλλά τους αποπήραν και σταμάτησαν.

Ειδικά για αυτή τη χρονιάρα μέρα τα μαζέψαμε και φύγαμε νωρίτερα από το κανονικό. Για να εντυπωσιάσω τον πατέρα μου περπατούσα πάνω στο τσιμεντένιο προστατευτικό στηθαίο πηδώντας από το ενδιάμεσο κενό. Ο πατέρας μου συνήθως δεν με τιμωρούσε για τυχόν αταξίες μου, αυτό το καθήκον το είχε αναθέσει στη μητέρα μου, που το εξασκούσε με την πρώτη ευκαιρία σε καθημερινή βάση ανεξαρτήτως είδους παραπτώματος, έτσι το τέλος της παράτολμης επίδειξης δόθηκε με μια φωνή από τη μάνα μου. Εντολή της κυράς Ζαφείρως ….και τα σκυλιά δεμένα!

Παίρνοντας δυο παλιοεφημερίδες για να κρατάω το καυτό ταψί,  πήγα δρομαίως στο φούρνο και επέστρεψα οίκαδε για τα περαιτέρω. Μέσα στο εσωτερικό του καφενείου που ήταν δροσερό από την μεσημεριανή κάψα το εορταστικό γεύμα με μοσχάρι κριθαράκι , αγγουροντομάτα, παγωμένες μπίρες Fix και κασάτα παγωτό ΕΒΓΑ για επιδόρπιο, ήταν απλά ονειρεμένο.

Το πανηγύρι γινόταν στη ταβέρνα που ήταν πάνω από το Βίντσι. Ήταν μια πρόχειρη εγκατάσταση, που την είχε πρωταρχίσει ο Γιάννης ο Μάνεσης. Πρόσφερε σπιτικούς μεζέδες, απλές βαπορίσιες μακαρονάδες, μπιφτέκια απλά και γεμιστά με τυρί, σαλάτες, παγωμένες μπίρες και αναψυκτικά. Για την εποχή εκείνη ήταν παραπάνω από επαρκές για τις απαιτήσεις του κόσμου. Έκτοτε με τα χρόνια άλλαξε ιδιοκτήτες αλλά παραμένει το ίδιο αγαπητό για πολλούς ακόμα και τώρα. Τα τραπέζια ήταν απλωμένα πέριξ του μόλου σχεδόν κάτω από την εκκλησία της Αγίας Κατερίνας εκεί από κάτω που αποθήκευαν τις μπάλες με τις ζωοτροφές. Το πάλκο με τα όργανα, λαούτο, βιολί και σαντούρι ήταν στη βάση του μόλου. Τα γκαρσόνια πηγαινοέρχονταν και έφερναν τις παραγγελίες, η παγωμένη μπίρα έρρεε και το κέφι άρχισε να κορυφώνεται. Οι παραγγελιές για τραγούδια άρχισαν να δίνονται και η χαρτούρα έδινε και έπαιρνε. Να οι συρτοί, να οι μπάλοι, να τα τσαλίμια και το τσακίρ κέφι. Μερικοί ελληνοαμερικανοί έβγαζαν και κολλούσαν στα μέτωπα των μουσικών dollars και τα μαντήλια ανέμιζαν με τον ξέφρενο τέμπο του χορού.

Από τα τραπέζια ακούγονταν η ευχή: «και του χρόνου στο πανηγύρι μας! Πάντα να είμαστε καλά και ν’ ανταμώνουμε με χαρά!» και δώς του μπίρες και να χορός και τραγούδι.

Κάτω από μια σελήνη που καθρεπτιζόταν σαν μια στενή κιτρινωπή λουρίδα  πάνω στην ακύμαντη θάλασσα του όρμου του Κορθίου με τη μουσική των οργάνων να αντηχεί στους βράχους και στα γκρέμνα, ζούσα μια εντελώς πρωτόγνωρη μοναδική εμπειρία. Τελείως ασυναίσθητα σηκώθηκα και κόλλησα ένα χάρτινο εικοσάρικο στο μέτωπο του Τσομεκτσόγλου που έπαιζε το σαντούρι και του ζήτησα ένα χασάπικο.  Μετά από λίγο ήρθε η σειρά μου και βρέθηκα να χορεύω, κάποιοι σηκώθηκαν και με το γόνατο λυγισμένο κρατούσαν το ρυθμό κτυπώντας παλαμάκια. Και εγώ χόρευα συνεπαρμένος από τη μουσική και ιδίως από τον ήχο του σαντουριού, που περνούσε στα αυτιά και στη ψυχή μου σαν κάποιο κολιέ με πολύτιμες πέρλες μαργαριταριών να είχε ξαφνικά σπάσει και οι πέρλες έπεφταν από ψηλά, από τον ουρανό στα τέλια του σαντουριού. Η μαγεία αυτή με κυρίευσε και η σαγήνη της με κατέκτησε.

Ο πατέρας μου κατάλαβε ότι δεν ήμουν νηφάλιος, αλλά δεν είπε τίποτα, απλά με κοιτούσε και με καμάρωνε, εξ άλλου κάποτε θα γινόταν κι ’ αυτό.

Την άλλη μέρα μπαίνοντας στη θάλασσα  με ντάλα ήλιο έτρεμα και είχα ρίγη, δεν ήξερα όμως τότε ακόμα τα συμπτώματα του hang over!  

Όσο έφτανε στο τέλος ο Αύγουστος τόσο αραίωναν οι παρέες, γυρίζοντας πίσω στην Αθήνα. Μέναμε μερικοί και τα παιδιά που ήταν  μόνιμοι κάτοικοι του Κορθίου. Τότε οι ενασχολήσεις εστιαζόντουσαν σε ψαρέματα και σε προσπάθειες, μάλλον άκαρπες για εκμάθηση πρέφας ή τάβλι. Το αεράκι μόλις βγαίναμε  από τη θάλασσα μας  κρύωνε και μπιμπίκιαζε η επιδερμίδα, το ξεπερνούσαμε όμως παίζοντας ρακέτες με γρήγορες μπαλιές. Μαζί με το τέλος, πλησίαζε η εορτή του Αγίου Φανουρίου στις 27 του Αυγούστου. Το εκκλησάκι του Αγίου Φανουρίου ήταν κτισμένο σε ένα ακρωτήρι και συγκεκριμένα κοντά στον Κάβο του Οργίνου, που είχε πάρει το όνομά του από τον Οργίνο, έναν διακεκριμένο Κορθιανό, που διέπρεψε σαν στέλεχος σε Ανδριώτικες ναυτιλιακές εταιρείες. Τον  μακαρίτη απ’ όσα έλεγαν, τον είχαν θάψει στον κάβο όρθιο- σαν τον Γάλλο Πρωθυπουργό Georges Clemenceau- για να αγναντεύει το αγαπημένο του Κόρθι, εξ’ ου και η ονομασία του Κάβου.

Ανήμερα της εορτής του Αγίου ομάδες προσκυνητών μαζί με προσφορές, φανουρόπιτες, κεριά, λαμπάδες, μπουκάλια με λάδι για τα καντήλια επιβιβάζονταν στα καΐκια για να μεταφερθούν απέναντι. Οι κοπέλες ήταν ντυμένες με τα κυριακάτικά τους και οι άνδρες φρεσκοξουρισμένοι φορώντας άσπρα πουκάμισα με ανεβασμένα τα μανίκια. Η αποβίβαση γινόταν από την πλώρη του καϊκιού μια και δεν υπήρχε προβλήτα. Τότε οι εύρωστοι νέοι προθυμοποιούνταν να βοηθήσουν τα γυναικόπαιδα να πηδήσουν στη στεριά. Τη δεκαετία του ’60 πολύ λίγες γυναίκες ξύριζαν τις μασχάλες τους, και όταν φορούσαν ξεμανίκωτα φορέματα οποιαδήποτε κίνηση των χεριών τους αποκάλυπτε την πλούσια δασύτατη λόχμη εκεί  στη καμπύλη ανάμεσα στα χέρια τους. Κατά τη διαδικασία της αποβίβασης λοιπόν, άθελά τους αγκάλιαζαν κατά τρόπο τινά τους νεαρούς που τις βοηθούσαν.    

Το εκκλησάκι, γιατί περί ερημοκκλησιού επρόκειτο, ήταν ασβεστωμένο και έλαμπε αντανακλώντας τα ξέφτια του ήλιου που πήγαινε να δύσει. Ο ιερέας έκανε τη λειτουργία βοηθούμενος από εθελοντές ψάλτες χωρίς μεγαφωνική εγκατάσταση προσδίδοντας περισσή ιερότητα. Μετά την απόλυση μοιράζονταν οι άρτοι που μοσχομύριζαν. Η επιστροφή γινόταν με το ίδιο πάλι τρόπο. Πολλοί προτιμούσαν να πηγαίνουν στο εκκλησάκι ακολουθώντας ένα μονοπάτι παράλληλο σχεδόν με τη θάλασσα. Η πορεία αυτή είχε κάτι το ξεχωριστό αν και απαιτούσε ποδαρόδρομο, εκτός και αν κάποιος διέθετε ζώο. Για να πάει κάποιος έπρεπε να διασχίσει όλο το Κόρθι, να περάσει από το ξενοδοχείο του Μάνεση, και να περπατήσει το Νημποριό που άρχιζε από το σπίτι του ιατρού του Σταυρόπουλου, μετά να συναντήσει την παλιά ηλεκτρική και να βαδίσει πάνω στην άμμο που τη χτυπούσε το κύμα. Τα πόδια βούλιαζαν στη λεπτή άμμο και το βάδισμα ήταν δύσκολο, έπρεπε να σταματήσεις για να ξαποστάσεις. Τότε  όντας ακίνητος για να ξεκουραστείς, παρατηρούσες τα κύματα να έρχονται από το πέλαγο και να σπάνε αφρίζοντας στην ακτογραμμή και να ξεχύνονται να βγουν  έξω και μετά να ξαναφεύγουν αφήνοντας πίσω τους ένα βαθύ υγρό σκούρο ίχνος.  Γινόσουν μάρτυρας ενός ακήρυχτου πολέμου ανάμεσα στο υγρό στοιχείο που λυσσομανούσε να κατανικήσει την επικράτεια της ξηράς, και νικητής έβγαινε η γη. Η υγρασία της θάλασσας κολλούσε στο κορμί σου και αναμιγνυόταν με τον ιδρώτα και  όταν στέγνωνε άφηνε πάνω στο δέρμα ακαθόριστα σχήματα από ξερό αλάτι που θύμιζαν νησιά. Τότε εκεί στην απέραντη άμμο μια λεπτή ευγενική  στεριανή μυρουδιά τελείως αιφνιδιαστικά  σε ξάφνιαζε! Μπρος από τις συστάδες των καλαμιών που λύγιζαν από το δυνατό αέρα, εκεί στην άμμο χωμένα άνθιζαν μοσχομυριστά ολόλευκα κρινάκια. Ο αέρας έπαιρνε αυτή τη θεϊκή ευωδιά και την ταξίδευε προς το πέλαγος. Μόνο και μόνο για αυτά τα ταπεινά κρινάκια άξιζε το κόπο ο κάματος του βαδίσματος πάνω στη άμμο του Νημποριού!

Το 1972 με το εκπαιδευτικό πλου της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων βρέθηκα στο Recife της Βραζιλίας. Μαζί με άλλους συμμαθητές μου  πήγαμε για μπάνιο σε μια ακτή. Η άμμος λεπτή σαν ζάχαρη, η θάλασσα γλυκιά και η ακτή γεμάτη καταπράσινους κοκοφοίνικες που έσκυβαν και μας πρόσφεραν τη σκιά τους. Το τοπίο ήταν μαγευτικό, σαν σκηνικό ταινίας του μακαρίτη Elvis Presley, τα είχε όλα ή μάλλον σχεδόν όλα γιατί του έλλειπαν τα Κορθιανά μοσχομυριστά κρινάκια!

Το πανηγύρι του Αγίου Φανουρίου ήταν το πανηγύρι του Κορθίου. Συνήθως γινόταν στο εστιατόριο της Ελένης της Γιαννήσαινας ή στο καφέ εστιατόριο του Καλογρίδη , που ήταν στην άλλη άκρη του χωριού. Στο πάλκο ήταν τα όργανα με τους γνωστούς και μη εξαιρετέους οργανοπαίχτες που έπαιζαν τα κλασσικά νησιώτικα τραγούδια. Στο χορό νομίζω φαίνεται το επίπεδο πολιτισμού του κάθε τόπου. Οι Κυκλαδίτικοι χοροί είναι ήρεμοι, είναι «πολιτισμένοι» και αυτό φαίνεται από τον μπάλο που εκτός από την ομαδική παραλλαγή του, χορεύεται και σε ζεύγη, κάτι που δεν συναντάται στην άλλη Ελλάδα. Ζητώ ταπεινά συγγνώμη από τους αναγνώστες που κατάγονται από άλλα μέρη της πατρίδας μας, σκοπός μου δεν είναι να υποτιμήσω το πολιτιστικό επίπεδο των τοπικών λαϊκών χορών που είναι βασισμένοι στις πανάρχαιες ιστορικές παραδόσεις μας. Το αντίθετο, πρόθεσή μου είναι να τονίσω τη διαφορά που υπάρχει και κατά κάποιο τρόπο χαρακτηρίζει τους νησιώτες των Κυκλάδων μας. Γιατί ο  μπάλος είναι κατά την άποψή ένας ερωτικός χορός. Ο άντρας χορεύει αντίκρυ στη γυναίκα, λυγίζει το κορμί του, κινείται και με τη γλώσσα του σώματός του μιλάει και λέει: Σ’ αγαπώ με πάθος… σε θέλω εδώ και τώρα. Και η γυναίκα το αιώνιο θηλυκό απαντά μεσοβέζικα όχι ευθέως έτσι για να διατηρεί τον άλλο σε διαρκή αγωνία. Παρατηρώντας τους χορευτές του μπάλου νομίζει κανείς ότι βλέπει αρσενικά  παραδείσια πουλιά όταν προσελκύουν τον ερωτικό σύντροφό τους πριν σμίξουν για να συνευρεθούν με σκοπό τη διαιώνιση του είδους.

Ας γυρίσουμε το κουβάρι του χρόνου πίσω προπολεμικά.

 Στη Πίσω Μεριά έχουν πανηγύρι, μεγάλο γεγονός για διασκέδαση αλλά και μοναδική ευκαιρία  οι νέοι να βρεθούν κοντά με τα κορίτσια. Είναι ντυμένοι με τα κυριακάτικά τους και οι κοπελιές είναι στις ομορφιές τους. Τα όργανα αρχίζουν, τα ποτήρια γεμάτα κρασί τσουγκρίζονται, το κέφι ανεβαίνει όπως και ο πόθος να χορέψουν με τις αγαπημένες τους.

Η ερωτική προσμονή μαστιγώνει αλύπητα τους αδένες που με το ρυθμό του μπάλου εκκρίνουν ασταμάτητα γενετήσιες  ορμόνες, η τεστοστερόνη χτυπάει κόκκινο. Ο Β. Πμ. νεαρός δεκαεπτάρης έχοντας πιει μερικά ποτήρια κρασί για να ξεπεράσει τη ντροπή και το φόβο του για τυχόν απόρριψη από τους γονείς της κοπελιάς που είχε βάλει στο μάτι, τη ζητά να χορέψουν μπάλο. Η πρότασή γίνεται αποδεκτή με κρυφογελάκια αιδημοσύνης . Ο Β. Μπ. προπορεύεται και η  κοπελιά τον ακολουθεί προς το πλάτωμα που μαζεύονται τα ζευγάρια για ν’ αρχίσει ο χορός. Ο Β. Μπ. βγάζει ένα δεκάδραχμο το φτύνει και το κολλάει στο μέτωπο του οργανοπαίκτη, τα όργανα αρχίζουν και τα πρώτα μέτρα του μπάλου δονούν την ατμόσφαιρα. Το ζευγάρι συντονίζεται με το ρυθμό της μουσικής και ο Β. Μπ. στρέφει και λυγίζει το κορμί του με λιγωμένο βλέμμα προς τη ντάμα του κι αυτή του ανταποδίδει στα ίσα. Η μουσική τους μαγεύει, δεν είναι άνθρωποι πια είναι εξωτικά πουλιά…το αρσενικό τεντώνει τα φτερά του κουνιέται πάνω κάτω σε ένα πρωτόγονο πανάρχαιο ερωτικό χορό για να προσελκύσει το θηλυκό πριν το ερωτικό σμίξιμο τους….όταν ένα χέρι τον αρπάζει από πίσω τον σπρώχνει και τον ρίχνει βίαια κάτω. Προσπαθεί να σηκωθεί, αλλά ο άλλος είναι πιο δυνατός και τον καθηλώνει. Ο Β. Μπ. ανασηκώνεται στους αγγόνες του και έρποντας σέρνεται να απομακρυνθεί Ο άλλος σκυμμένος  πάνω του τον λοιδορεί, ξερνάει βρισιές ανακατεμένες με κρασίλα. Ο κόσμος σταματά να χορεύει και μερικοί μαζεύονται από περιέργεια, ακούγονται συζητήσεις, σχόλια, ειρωνείες. Η κοπέλα φεύγει και πάει ντροπιασμένη στο τραπέζι της.

Ο Β. Μπ, κάνει να σηκωθεί και ο άλλος τον χτυπάει στο πρόσωπο, αίμα αρχίζει να τρέχει από τα χείλια του, το καταπίνει  και νιώθει τη στυφή και αλμυρή γεύση του, συνεχίζει την προσπάθεια να σηκωθεί …να φύγει…να χαθεί και ο άλλος τον κτυπάει αλύπητα. Τα μάτια του σχεδόν έχουν κλείσει. Μύξες, αίματα και δάκρυα τον εμποδίζουν να δει. Κάπως του φάνηκε πως άκουσε μια φωνή: «Άστον …τι σου έκανε…είναι μικρός!».  Ο άλλος δεν καταδέχεται να απαντήσει καν, αλλά συνεχίζει να τον κλωτσάει. Είναι ο ισχυρός, είναι ο παντοδύναμος αυτός που θα κερδίσει το τρόπαιο…τη κοπέλα!

Βλέποντας τον Β. Μπ. να κείται κατάχαμα, εξουθενωμένος, σηκώνεται και αναζητά με τα μάτια του τη κοπέλα. Τη βλέπει και της χαμογελά όλο νόημα. Είναι τώρα χαλαρός.

Ο Β. Μπ. Πετάγεται, αρπάζει ένα μαχαίρι από το διπλανό τραπέζι και μανιασμένα το μπήγει  στη κοιλιά του αλλού. Ζεστό αίμα αναβλύζει και  ξαφνιασμένος κλονίζεται και πέφτει βογκώντας.

Ο Β. Μπ. φεύγει τρέχοντας με όσες δυνάμεις του απομένουν. Το λευκό κυριακάτικο πουκάμισο του  είναι μες το άλικο αίμα, του άλλου και το δικό του. Τρέχει σκοντάφτοντας  μες στο σκοτάδι και το μόνο που πρόλαβε να δει φευγαλέα ήταν τη κοπελιά να σπαράζει στο κλάμα!

Η συνέχεια αναμενόμενη: Ο Β. Μπ. πιάστηκε από τη Χωροφυλακή, δικάστηκε στη Σύρα και καταδικάστηκε δεκαπέντε χρόνια φυλακή για φόνο εν βρασμώ ψυχής, του αναγνωρίστηκε ο πρότερος έντιμος βίος και το νεαρόν της ηλικίας του. Εγκλείστηκε στις φυλακές Αβέρωφ. Μη έχοντας άλλους συγγενείς, η προγιαγιά μου η Φρανζτέσκα και η γιαγιά μου η Αζλέτα τον επισκεπτόταν στη φυλακή και του έδιναν υλική αλλά ψυχολογική βοήθεια. Ο Β. Μπ. έδειξε καλή διαγωγή και  αφού ολοκληρώθηκε ο σωφρονισμός του, αποφυλακίστηκε και αποδόθηκε στη κοινωνία. Δεν επέστρεψε ποτέ στην ‘Άνδρο. Εγκαταστάθηκε στην περιοχή της Ηλιούπολης, που τότε ήταν χωράφια και άρχισε μια νέα ζωή. Παντρεύτηκε, δημιούργησε οικογένεια και πρόκοψε. Τα παιδιά του πήγαν στην Αμερική και εγκαταστάθηκαν μόνιμα.  Στη κατοχή ο Β. Μπ. βόηθησε την οικογένειά μας προσφέροντας τρόφιμα. Ήταν το αντίδωρο για την αγάπη που του είχε δώσει στις δύσκολες στιγμές της ζωής του.                   

΄Ηταν χειμώνας του 1959 όταν  ο Β. Μπ. μας επισκέφτηκε μαζί με τη γυναίκα του. Ο μπάρμπα Β. ήταν ένας λεβεντόγερος ασπρομάλλης, κοντόχοντρος με άσπρα μουστάκια που ήταν κιτρινισμένα από το τσιγάρο, κρατούσε μαγκούρα και στο άλλο του χέρι έπαιζε ένα κομπολόι. Παρατηρώντας τον στη σάλα του σπιτιού αν και τον έβλεπα για πρώτη φορά, είχα την εντύπωση ότι έβλεπα μπροστά μου τον Άγιο Βασίλη χωρίς όμως την επίσημη στολή του!

Αυτό που λένε τα εγχειρίδια επικοινωνιακής τακτικής first impression, ο καλοκάγαθος γεράκος με το ύφος, τις κινήσεις και γενικά με τη γλώσσα του σώματός του, το είχε πετύχει απόλυτα! Με είχε κατακτήσει! Η επίσκεψη συνεχίστηκε με αναφορές στα σόγια της γιαγιάς, για θέματα που ήταν μάλλον βαρετά για την αφεντιά μου και αφού χαιρέτησα απεχώρησα για να μελετήσω τα μαθήματά μου.

Από ακριτομυθίες στο σπίτι, μέρες μετά την επίσκεψη του μπάρμπα Β. έμαθα την περιπέτειά του και δεν πίστευα στα αυτιά μου. Είχα σοκαριστεί αλλά ταυτόχρονα είχα πάρει ένα μεγάλο μάθημα: Η αληθινή καλοσύνη και η αγάπη κερδίζει της ψυχές των ανθρώπων και ο γηραλέος Β. Μπ. Το είχε καταφέρει!  

Στο πανηγύρι λοιπόν υπήρχε μεγάλο ρεπερτόριο τραγουδιών και χορών. Κάποια στιγμή το γύριζαν στα Ευρωπαϊκά, ταγκό, τσάτσα- όχι δεν είναι λάθος στο τονισμό-τσάτσα το έλεγε μες τη καλή χαρά το Κολλητήρι! Τώρα η «μεταγραφή» των χορών αυτών σε εκτέλεση με λαούτο, βιολί και σαντούρι όπως γινόταν,  ο Θεός και η ψυχή τους! Βέβαια όταν έχεις φάει τον αγλέουρα και έχεις κοπανήσει ένα καφάσι μπίρες Fix με το ποτιστήρι, και τον ακάθιστο ύμνο ν’ άκουγες θα σηκωνόσουν για να τον χορέψεις!   

Στις 29 του Αυγούστου την ημέρα των γενεθλίων μου υπήρχε άλλο ένα πανηγύρι στο Κόρθι. Γιόρταζαν την εορτή της αποκεφάλισης του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή. Το πρωί πηγαίναμε στην εκκλησία και κοινωνούσαμε, το  μεσημέρι νηστεύαμε και το βράδυ πηγαίναμε στο πανηγύρι, και εγώ μες τη καλή χαρά φανταζόμουν ότι το πανηγύρι και οι χοροί γινόντουσαν για να τιμήσουν τα γενέθλιά μου!    

3 ΣΧΟΛΙΑ

  1. Εύχομαι κ εγώ να μπορέσω κάποτε να βρεθώ στα πανηγύρια σας!
    Να είστε όλοι καλά κ να γιορτάζεται στο όμορφο νησί σας!.

  2. Εξαιρετικο το αρθρο του κ Κανακη, ειδικα οταν εισαι Κορθιανη. Προσπαθω να το περασω σε φιλους και συγγενεις αλλα δεν βρισκω τετοια επιλογη. Θα προσπαθησω να το κατεβασω στο κινητο μου για να το κανω διανομη. ΜΠΡΑΒΟ κ Κανακη

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ

Η andriakipress.gr δημοσιεύει κάθε σχόλιο το οποίο είναι σχετικό με το θέμα. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι υιοθετεί τις απόψεις αυτές. Διατηρεί το δικαίωμα να μην δημοσιεύει συκοφαντικά, υβριστικά, ρατσιστικά ή άλλα σχόλια που προτρέπουν σε άσκηση βίας. Επίσης, σχόλια σε greeklish και κεφαλαία δεν θα δημοσιεύονται, ενώ η andriakipress.gr, όταν και όπου κρίνει, θα συμμετέχει στον διάλογο.

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.