Τα Αντριώτικα ... στο χωριό

Τα Αντριώτικα… είναι το χωριό στην Άντρο των Αντριωτών …με τ και όχι με δ… των νεώτερων Ανδρίων. Είναι ταξίδια στο χωριό που μυρίζουν λεμόνι, γλύνα, χαμόγελα και αγκαλιές, στο Κόρθι του ’60, που δεν είναι δα και τόσο μακριά…

Tου ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΑΝΑΚΗ

Μόλις φτάναμε στο σπίτι πριν ακόμα ξεπεζέψουμε μας υποδέχτηκαν με αγκαλιές και φιλιά όλα τα μέλη της οικογένειας, ακόμα και ο Αράπης ο σκύλος! Τα δωμάτια τρία ήταν όλα κι’ όλα ήταν φωταγωγημένα από τις λάμπες του πετρελαίου και το τραπέζι έτοιμο για ένα πρόχειρο δείπνο από αλμεξιά, ντομάτα και φρέσκο χειροποίητο ψωμί. Αν και ήταν αργά προτιμήσαμε να κάτσουμε στα μπαγκάλια και να απολαύσουμε το φεγγάρι και τα αστέρια, που φαινόντουσαν ολοκάθαρα σαν να ήταν κεντημένα στον ουράνιο θόλο. Η μάνα μου είχε πιάσει τη κουβέντα με τη ξαδέλφη της και εγώ δεν άργησα να νυστάξω και να πάω να πέσω στο κρεβάτι που μας είχαν στρώσει.

Τα Αντριώτικα ... στο χωριό

 

Η αίσθηση των φρεσκοπλυμένων και σιδερωμένων σεντονιών με το «βαποράκι» το ασήκωτο σίδερο που έκαιγε με κάρβουνα στο στρωμένο κρεβάτι, έδιναν μια νότα αρχοντιάς σε αυτό το ταπεινό αλλά πεντακάθαρο χωριάτικο σπίτι. Ο ύπνος γλυκός λόγω της ταλαιπωρίας του ταξιδιού, διακόπηκε από το κακάρισμα του κόκορα που γυρόφερνε κάτω στην αυλή.

 

 

Τα Αντριώτικα ... στο χωριό

 

Ο καμπινές ήταν εκτός σπιτιού με πήλινη λεκάνη και μαστραπά για το φλασάρισμα και για χαρτί τουαλέτας κομμάτια εφημερίδας στο καρφί. Αναλογίζομαι τώρα που έχουν περάσει αρκετά χρόνια, πως αλήθεια θα ένοιωθαν οι δημοσιογράφοι της εποχής εκείνης, αν έβλεπαν τη τελική χρήση των πονημάτων τους; Και να σκεφτεί κανείς, ότι τότε τα άρθρα, οι πολιτικές αναλύσεις, και τα χρονογραφήματα γραφόντουσαν από έμπειρους και μορφωμένους δημοσιογράφους και διακεκριμένους λογοτέχνες! Ακόμα θυμάμαι τις παραινέσεις του πατέρα μου για να γράφω: «όπως γράφεται το κύριο άρθρο της Καθημερινής», που συνήθως το έγραφε αρχικά ο Άγγελος Βλάχος και αργότερα η κόρη του η Ελένη Βλάχου, φαίνεται ο πατέρας μου είχε μεγάλες προσδοκίες για τον γιο του!

Το πρωινό σερβιριζόταν στο τραπέζι της κουζίνας και ήταν μοναδικό. Η θεια Ζαφείρω στο παρακούζινο τηγάνιζε αυγά σε γλύνα χοιρινή  απ’ αυτά με τον κατακίτρινο κρόκο, φερμένα ζεστά ακόμη από τη κότα, στη συνέχεια έριχνε στο τηγάνι λουκάνικα που μοσχομύριζαν. Σε μια πιατέλα υπήρχαν ντομάτες που το χρώμα τους ήταν προς το κοκκινομελιτζανί, που όταν τις έκοβε ευωδίαζαν ντομάτα- κάτι που σήμερα δυστυχώς δεν υπάρχει πια! Το χειροποίητο τυρί αλμεξιά και κοπανιστή υπήρχε άφθονο στο τραπέζι και το χωριάτικο ψωμί  κοβόταν με ένα τελείως μοναδικό τρόπο από τη θεια μου, φέρνοντας το καρβέλι στο στήθος της και κόβοντάς το χοντρές φέτες. Στη γευστική μου μνήμη όσα χρόνια και αν έχουν περάσει, έχει αποτυπωθεί αυτή η ελάχιστα ξινή γεύση αυτού του υπέροχου χειροποίητου ψωμιού.

Τα Αντριώτικα ... στο χωριόΌλα αυτά ήταν όμορφα και ωραία αλλά όταν ερχόταν η ώρα να σερβιριστεί το γάλα, αυτό με την πέτσα από το βούτυρο που επέπλεε, τότε άρχιζαν τα ζόρια για μένα. Θες η θέα της πέτσας, η γαλατίλα, μου έφερναν αναγουλιά και έπρεπε να βρω μια καλή δικαιολογία για να αποφύγω το βάσανο του γάλακτος. Η μάνα μου έχοντας ζήσει την πείνα και τις κακουχίες της κατοχής, ήταν ανένδοτη. Τη λύση την έδινε κάποια από τις ξαδέλφες μου, που με τρόπο έπαιρνε από κάτω από το τραπέζι το φλιτζάνι και με λύτρωνε από τη ταλαιπωρία. Όταν μετά από χρόνια κατατάχθηκα στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων, δυστυχώς έμαθα the hard way, ότι παραξενιές και ιδιοτροπίες στο φαγητό δεν περνούσαν. Αν κάποιος είχε την ατυχή ιδέα να ζητήσει να μη φάει ένα φαγητό, τότε συνήθως έτρωγε μέχρι σκασμού κυριολεκτικώς!

Μετά το πρωινό μαζί με τον Λούη πηγαίναμε για αγροτικές  και κτηνοτροφικές εργασίες. Σαμαρώναμε τον γάιδαρο και καβαλάγαμε, αυτός στο σαμάρι και ’γω πισωκάπουλα μαζί, ακόλουθός μας ο σκύλος ο Αράπης. Πρώτα πηγαίναμε στη πηγή και ποτίζαμε το ζωντανό και ταυτόχρονα γεμίζαμε ένα λαγήνι με δροσερό νερό. Στη βρύση μαζευόντουσαν γυναίκες για να πάρουν νερό ή να πλύνουν τη μπουγάδα τους. Τότε ο ξαδελφός μου απαντούσε στις ερωτήσεις τους σχετικά με την άφιξή μας. «Ναι αυτός είναι ο Γιώργος της κυρά Ζαφείρας, που είναι κόρη της θειας Αζλέτας, από τη Πίσω Μεριά, του Αντώνη του Μανέτα». Μετά την πλήρη γενεαλογική ανάλυση για την αφεντιά μου και αφού οι παρευρισκόμενες συχωριανές είχαν πλήρως ενημερωθεί, παίρναμε το δρόμο προς το χωράφι. Μόλις φτάναμε ο Λούης με μια τσάπα οδηγούσε το νερό από το παρακείμενο αυλάκι στις βραγιές με τις καλλιέργειες. Μέχρι να ποτισθούν όλες καθόμασταν κάτω από μια απιδιά και κόβαμε γλυκύτατες κοντούλες που τις τρώγαμε πλυμένες στο νερό του αυλακιού. Πιο κάτω υπήρχαν μερικές συκιές που έβγαζαν βασιλικά σύκα κατάμαυρα. Σκαρφαλωμένοι πάνω στα γερά κλωνιά τους κόβαμε τα σύκα και τα τρώγαμε επιτόπου. Από  το γάλα των κοτσανιών τα χείλια μου είχαν ερεθιστεί, αλλά να πω την αλήθεια άξιζε τον πόνο!

Τα Αντριώτικα ... στο χωριόΟ ξάδελφός μου για να μου δείξει ότι ήταν χειραφετημένος, έβγαζε ένα τσιγάρο, που τo είχε κλεμμένο  από το πακέτο του πατέρα του, το άναβε με ένα τσακμάκι και το κάπνιζε για να δείξει, ότι ήταν άνδρας. Βέβαια στο γυρισμό μου ζήτησε να μασήσει μια τσίχλα Adams, απ’ αυτές που ήταν στο κίτρινο κουτί για να μη μυρίζει τσιγαρίλα η ανάσα του, γιατί η μάνα του τον κυνηγούσε!

Η επόμενη πορεία ήταν στο κουμάσι, που βρισκόταν  ανηφορικά πάνω στο βουνό. Το χωράφι ήταν περιφραγμένο με μαλτεζόπλακες, μαστορικά κτισμένες δεν ξέρω πόσα χρόνια πριν. Για πόρτα είχε  το μεταλλικό κεφαλάρι ενός παμπάλαιου κρεβατιού. Η ευρηματικότητα άγγιζε τα όρια του σουρεαλιστικού. Το χωράφι ήταν σπαρμένο με τριφύλλι που αναδευόταν με το φύσημα του αέρα. Με ένα δρεπάνι  ο Λούης άρχισε να κόβει αγκαλιές αγκαλιές το τριφύλλι. Στις παρακλήσεις μου να με αφήσει να κόψω και εγώ ήταν κάθετα αρνητικός. «Είναι επικίνδυνο για σένα…είσαι μικρός». Θέλοντας και μη παρέμεινα δίπλα του κοιτάζοντας με ζήλεια το θέρισμα, μυρίζοντας τη δροσερή μυρουδιά του  φρεσκοκομμένου τριφυλλιού.

«Αν θες να κάνεις κάτι και να βοηθήσεις …να πάρε μια αγκαλιά τριφύλλι και πήγαινε στο κουμάσι να ταΐσεις το βιδέλο» μου είπε ο Λούης δείχνοντας το μοσχαράκι που έβοσκε παραδίπλα. Ήταν πολύ όμορφο έτσι που μουγκάνιζε κοιτώντας μας με το σπινθηροβόλο βλέμμα του, κουνώντας τα αυτάκια του, που το ένα είχε μια σφραγίδα. Εύκολη δουλειά είπα από μέσα μου και παίρνοντας μια αγκαλιά τριφύλλι, πέρασα θαρρετά από τη στενή πόρτα. Θα είχα κάνει μερικά βήματα, όταν το βιδέλο βλέποντάς με να έρχομαι προς αυτό, βγήκε από τη νιρβάνα του και άρχισε τη τρεχάλα προς το μέρος μου! Τελείως ανήξερος για τις αντιδράσεις των βοοειδών, τα έχασα και για μερικά δευτερόλεπτα έμεινα μαρμαρωμένος. Το μοσχαράκι συνέχιζε να έρχεται δρομαίως καταπάνω μου, όταν ακούστηκε  η φωνή του Λούη: «Μη φοβάσαι…πέτα το τριφύλλι….πεινάει το καημένο!». Με μιας πέταξα την αγκαλιά κατάχαμα και ω του θαύματος το μοσχαράκι άλλαξε κατεύθυνση και πήγε ορεξάτο να φάει.

Είχα ιδρώσει από το τρόμο μου και ακόμα και τώρα φοβάμαι τα βοοειδή όταν κυκλοφορούν ελεύθερα στους δρόμους των χωριών. Αργότερα όταν έφαγε, πήγα και του χάιδευα το κεφάλι του, αλλά για καλό και για κακό ήμουν πίσω από τον φράκτη!

Οι κτηνοτροφικές εργασίες όμως δεν είχαν τελειώσει και έπρεπε να αρμεχτούν τρεις κατσίκες, που το ανάλαβε πλήρως ο ξάδελφος μου, μια και αντιλήφθηκε, ότι μάλλον σιχαινόμουν την όλη εργασία.

Εντύπωση μου έκανε η εξοικείωση των παιδιών με τα ζώα. Ο μικρός ξάδελφός μου, ο Γιώργος έτσι χάριν αστεϊσμού για πλάκα που λένε, μικρόσωμος όπως ήταν περνούσε από κάτω από  τη κοιλιά του γαιδάρου και του γαργαλούσε τα αχαμνά. Τον παρακολουθούσα όλο αγωνία, βλέποντας τον θεόρατο ζώο να ανεβάζει το πίσω αριστερό του ποδάρι και  να το χτυπάει με δύναμη στο χώμα. Ο πιτσιρικάς ήταν ατάραχος και σε ερώτησή μου αν φοβάται μου απάντησε χαμογελώντας, «…διώχνει τις αλογόμυγες που πάνε στον κώλο του!». Ο καθημερινός συγχρωτισμός με τα οικόσιτα ζώα, έδινε ένα ακόμη πλεονέκτημα στα παιδιά του χωριού, που γνώριζαν από πρώτο χέρι όλη τη διαδικασία «του αυξάνεσθαι  και πληθύνεσθε» και η σεξουαλική πράξη ήταν κάτι το φυσιολογικό και όχι ταμπού. Μερικά χρόνια αργότερα παρακολουθώντας τη θεατρική παράσταση Oh Calcutta, στο Princess Theater στο Λονδίνο, σε μια σκηνή η μαμά ενός γόνου της υψηλής κοινωνίας  συμβουλεύει μητρικά τον υιό της σχετικά με βασικές απορίες του  για τη σεξουαλική πράξη, λέγοντάς του: «Δες τι κάνουν τα άλογα μας στο στάβλο!».

Εγώ μη έχοντας τις παραπάνω προσλαμβάνουσες παραστάσεις, όταν στην πρώτη δημοτικού η δασκάλα μας έβαλε να ζωγραφίσουμε τον γαϊδαράκο του μανάβη,  επέμενα να τον φτιάξω με πέντε πόδια. Τα άλλα παιδάκια διαμαρτυρήθηκαν, ότι τα ζώα δεν έχουν πέντε πόδια, εγώ επέμενα και κλήθηκε η δασκάλα να μας λύσει την απορία. Με  ρώτησε γιατί έβαλα ανάμεσα στα πίσω πόδια ένα τρίτο πόδι, και εγώ με όλη την αθωότητα ενός παιδιού 6 χρονών της είπα ευθαρσώς, «…μα κυρία και το αυτοκίνητο του μπαμπά μου έχει μια ακόμη ρόδα, τη ρεζέρβα». Η δασκάλα με ύφος σοβαρό πήρε τη γομολάστιχα έσβησε το τρίτο πόδι και αποχώρησε χωρίς να πει κουβέντα!

Μια φορά έπρεπε να κουβαλήσουμε μερικά τούβλα από το δημόσιο δρόμο μέχρι τα Αηπάτια. Πήγαινα από πίσω από το μουλάρι που είχαμε δανειστεί. Το ζώο ζοριζόταν από το φορτίο και από τον ανηφορικό δρόμο και μου άλλαξε τον αδόξαστο στην κλανιά! Το σοκάκι όντας στενό δεν μου έδινε χώρο να γλυτώσω από το ωστικό κύμα της πορδής και εξ ανάγκης ανέβαινα την οδό του μαρτυρίου φλομωμένος. Την ανάγκη φιλοτιμία ποιούμενος υπέμενα το βάσανο ευελπιστώντας ότι το μουλάρι που έπασχε από το σύνδρομο του ευερέθιστου εντέρου, θα εκτόνωνε τα αέρια του στομάχου του, αλλά εις μάτην, και όσο η ανηφόρα ανέβαινε, συνέχιζε να πέρδεται με ρυθμό pianissimo! Δεν άντεξα πια και γυρίζοντας στον μπάρμπα Νικόλα τον ρώτησα εκνευρισμένος: « Μα τι στην ευχή έφαγε και κλάνει τόσο πολύ, μ’ έχει φλομώσει το αναθεματισμένο!, και ο θειος μου χαμογελώντας μου απάντησε: «Βρε  Γιώργο δεν ξέρεις ότι όταν τα μουλάρια ζορίζονται κλάνουν;» και αμέσως με θυμοσοφικό ύφος συμπλήρωσε:  «Υπάρχει μια παροιμία που λέει “όποιος πάει πίσω από το γαιδούρι πίνει και τις πορδές του!”». Έπρεπε να περάσουν αρκετά χρόνια για να διαβάσω σε επιστημονικό περιοδικό, ότι τα αέρια των οικόσιτων ζώων συνεισφέρουν σε μεγάλο ποσοστό στην αύξηση του διοξειδίου του άνθρακα και ότι γίνονται μελέτες για να περιορισθούν οι κλανιές βομβαρδίζοντας τις τροφές με ειδικές ακτίνες, κάτι βέβαια που αγνοούσε πλήρως ο μπάρμπας μου στα Αηπάτια! Όταν διηγήθηκα την περιπέτειά μου, η μητέρα μου μου έμαθε  μια άλλη παρεμφερή παροιμία: « Σιγά μη στάξει η ουρά του γαιδάρου!».

Βέβαια υπήρχαν και οι δεισιδαιμονίες που δημιουργούσαν περίεργες ή μάλλον απαράδεκτες ενέργειες. Ένα σούρουπο είχαμε συγκεντρωθεί στη βρύση και προσπαθούσαμε να παίξουμε ποδόσφαιρο και λέω προσπαθούσαμε γιατί ο χώρος ήταν στενός και ολίγον κατηφορικός. Κάποιο παιδί ήρθε στη παρέα μας κρατώντας μια κουκουβάγια που πρέπει να ήταν χτυπημένη. Για να πω την αλήθεια τα πτηνά εν γένει μου φέρνουν μια ανατριχίλα, έτσι λοιπόν παρακολουθούσα εξ αποστάσεως τα γενόμενα. Κάποιο κορίτσι βλέποντας το τραυματισμένο πουλί ξεφώνισε όλο τρόμο: «Πάρτε το…είναι γρουσούζικο…πάει και κάθεται στα μνήματα, εκεί που είναι οι πεθαμένοι!» και έφυγε δρομαίως προς το σπίτι της. Ένα μεγαλύτερο αγόρι έριξε την ιδέα να σκοτώσουν το πουλί που έφερνε θανατικό. Άρχισε μια έντονη  συζήτηση με ποιο τρόπο θα το θανατώσουν. Από εκεί που καθόμουνα ήμουν αυτόπτης μάρτυρας μιας θανατικής καταδίκης, αλλά παράλληλα συνειδητοποιούσα, ότι σχεδόν όλα τα παιδιά είχαν κάποια οικειότητα με την έννοια του θανάτου. Τελικά η απόφαση λήφθηκε ομόφωνα: θάνατος δια πυράς!

Έστειλαν, τον πιο μικρό να φέρει από το σπίτι του φωτιστικό πετρέλαιο και μούσκεψαν μ’ αυτό το πτέρωμα της κουκουβάγιας, μετά με ένα σπίρτο της έβαλαν φωτιά και την άφησαν ελεύθερη. Το δύστυχο πουλί πέταξε φλεγόμενο  σαν τον μυθικό φοίνικα μόνο που δεν ξαναγεννήθηκε, αλλά κάηκε στο παραδίπλα αλώνι! Η έντονη χαρακτηριστική  μυρουδιά των καμένων πτερών ήταν η ανάμνηση αυτής  της αχαρακτήριστης πράξης.      

Κάποτε περιμένοντας την μικρή μου κόρη Ζαφείρω-Κασσάνδρα έξω από το σχολείο της, για να πάμε σπίτι, παρκάρισα  ολίγον παράνομα καβαλώντας το πεζοδρόμιο. Κάτι παιδιά που είχαν σχολάσει περνώντας δίπλα από το αυτοκίνητο, επειδή για να πω την αλήθεια τα δυσκόλεψα λίγο και αναγκάστηκαν να κατέβουν από το πεζοδρόμιο κάτω στον δρόμο, μάλλον ενοχλήθηκαν και ένα από αυτά έβγαλε από τη τσάντα του ένα αυτοκόλλητο, που ανάμεσα στα άλλα με χαρακτήριζε σαν γάιδαρο! Σωστά, αλλά γιατί γάιδαρο; Βγήκα από το αυτοκίνητο και τους πρόλαβα πριν να απομακρυνθούν. Μάλλον θα φοβήθηκαν, ότι θα γινόταν τσαμπουκάς, αλλά το ύφος μου δεν έδειχνε τέτοια πρόθεση. Τους ζήτησα συγνώμη που την δέχθηκαν, απευθυνόμενος προς τον ακτιβιστή της ομήγυρης τον ρώτησα γιατί έχουν επιλέξει σαν επιθετικό προσδιορισμό τον γάιδαρο για να χαρακτηρίζουν τέτοιες πράξεις. Με ευγλωττία και με καλά ελληνικά –σπάνιο φαινόμενο με την λεξιπενία που υπάρχει στους νέους με τά greeklish- μου εξήγησε ότι ο γάιδαρος είναι συνώνυμος με τις γαϊδουριές! «Καλά  δεν υπάρχει κάποιο άλλο είδος από το ζωικό βασίλειο να το χρησιμοποιήσετε για να χαρακτηρίζετε αντικοινωνικές πράξεις», τον ρώτησα. Τον είδα να κομπιάζει, για να τον βγάλω από τη δύσκολη θέση, του είπα: «Ο ταπεινός γάιδαρος είναι ένα φιλότιμο ζωντανό, που υπάκουα δουλεύει χωρίς να διαμαρτύρεται, ζητώντας λίγη ζωοτροφή και μερικά χάιδια. Είναι λίγο τζαναμπέτης και αγύριστο κεφάλι, μας δίνει γαϊδουρίσιο γάλα, καμιά φορά και το κρέας του, και όταν αποδημήσει εις τας αιωνίους μονάς, το τομάρι του γίνεται πρώτη ύλη για τα καλύτερα ντέφια του κόσμου, δηλαδή ντουμπί εν ζωή  ντουμπί  και μετά θάνατον!». Τα παιδιά με άκουγαν με προσοχή και απευθυνόμενος σ’ αυτόν που μου κόλλησε το αυτοκόλλητο, του λέω εμπιστευτικά: «Φίλε σου άφησα το καλύτερο για το τέλος: Ο γαϊδαράκος έχει και ένα σπάνιο χαρακτηριστικό: είναι προικισμένος από τη φύση». Ο νεαρός χαμογέλασε ειρωνικά ανυποψίαστος. «Ανάμεσα στα θηλαστικά και ανάλογα με το μέγεθός του, έχει την μεγαλύτερη μαλαπέρδα ever, τέτοια που θα  τη ζήλευε και ο μακαρίτης John Holmes, άρα το ηθικό δίδαγμα είναι: Γαϊδουριές δεν κάνει ο όνος αλλά ο άνθρωπος, καλύτερα να έγραφε το αυτοκόλλητο: Άνθρωπος και όχι γάιδαρος, ή μάλλον ελληνάρας άνθρωπος!». Αποχωρήσαμε φιλικά μετά από ένα ταχύρυθμο μάθημα ζωολογίας,                                                      

Επιστρέφοντας στο σπίτι ήμουν κατάκοπος αλλά γεμάτος από όμορφες τελείως διαφορετικές, θα έλεγα ξεχωριστές εμπειρίες. Τότε τη δεκαετία του 60 τα οικόσιτα ζώα υπήρχαν ακόμα στην Άνδρο, τα γαϊδουράκια, τα μουλάρια, και τα άλογα αποτελούσαν τα  βασικά μεταφορικά μέσα και εργαλεία των ανθρώπων. Με αυτά λίχνιζαν, με αυτά μετακινούνταν, με αυτά έναν ζευγάρι και αντλούσαν νερά από το μαγγανοπήγαδο . Τα αγαπούσαν, τα πρόσεχαν πολλές φορές περισσότερο και από τα μέλη της οικογένειάς τους. Μερικοί συγγενείς μας είχαν πάει στην Αμερική, στο  Boston και σιγά σιγά με κόπους και πολλές προσπάθειες κατάφεραν να προοδεύσουν ανοίγοντας ένα εστιατόριο. Θυμάμαι στα γράμματά τους που έστελναν, το ιδιαίτερο ενδιαφέρον που έδειχνε ο Βασιλάκης για την αηλάδα και τα άλλα ζα!

Τότε η επιβίωσή τους στα χωριά της Άνδρου, εξαρτιόταν από τα ζώα που εξέτρεφαν, τότε τα νοικοκυριά ήταν σχεδόν αυτάρκη, με εξαίρεση τα βασικά είδη διατροφής, όπως ζάχαρη, μακαρόνια, καφέ, φωτιστικό πετρέλαιο που τα προμηθευόταν από τα μπακάλικα του Κορθίου.

Θυμάμαι το κατώι που είχε όλων των ειδών τα καλά. Κιούπια με λάδι, σακιά με ξερά σύκα, αμύγδαλα, κιούπια με χοιρινό σε γλύνα, βάζα με μέλι, λουκάνικα, νταμιτζάνες με ρακί και κρασί, μυριστικά  δεμένα σε μάτσα και κρεμασμένα σε καρφιά, πλεξούδες με σκόρδα,  βάζα με κάπαρη και σακιά με πατάτες.

Οι άνθρωποι τότε φρόντιζαν οι ίδιοι για τις ανάγκες τους, που ήταν περιορισμένες, ήταν όμως νοικοκυραίοι με τη κυριολεκτική έννοια του όρου. Σαν σε όνειρο θυμάμαι τον μπαξέ του χωριού. Φυτεύανε τα πάντα: ντομάτες, αγγούρια, πιπεριές, μελιτζάνες, μπάμιες, κολοκύθια, βλίτα, κρεμμύδια, όλα πεντανόστιμα μεγαλωμένα με κοπριά. Για φρούτα υπήρχαν καρπούζια, πεπόνια, σταφύλια και σύκα.

Μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση που ο θείος Νικόλας είχε φυτέψει από χρόνια πολλά κυπαρίσσια. Σε διάφορα σημεία  του κορμού τους είχε δεμένα  σχοινιά ώστε να πάρουν κάποιο συγκεκριμένο σχήμα. Είχα απορία και τον ρώτησα και μου απάντησε ότι τους έδινε το σχήμα του αρότρου! Και όντως είχε άροτρο ξύλινο που προσάρμοζε υνί και έκανε ζευγάρι. Ο μπάρμπας έφτιαχνε όμορφα καλάθια από λυγαριά που τα χρησιμοποιούσαν σαν κούνιες για να κοιμίζουν τα μωρά. Αυτά τα απλά καλάθια μοσχομύριζαν από το απαλό άρωμα της λυγαριάς.

Η ζωή τους είχε αργούς ρυθμούς που καθορίζονταν από τις εποχές, δηλαδή από το διάβα του ήλιου. Ξυπνούσαν νωρίς ασχολούνταν με τις γεωργικές εργασίες, και κατάκοποι έπεφταν με τις κότες για ύπνο. Αυτή τη ζωή λίγο πολύ τη ζούσαμε όταν πηγαίναμε στα Αηπάτια.  Στις αρχές, αφηρημένος έψαχνα στους τοίχους να βρω τον ηλεκτρικό διακόπτη για να ανάψω το φως και με κορόιδευαν! Αλλά τα βράδια καθισμένοι  στα μπαγκάλια στο ασπρισμένο δώμα, απολαμβάναμε την απόλυτη γαλήνη και σιγαλιά της αυγουστιάτικης νύκτας, που διακόπτονταν από τα τζιτζίκια, το κρώξιμο του γκιώνη, το γουργουρητό της κουκουβάγιας, το κακάρισμα του κόκορα και το θρόισμα του αέρα μέσα από τα κυπαρίσσια. Ο θειος Νικόλας μας έδειχνε τους αστερισμούς που φεγγοβολούσαν στον ουράνιο θόλο, την Μεγάλη και τη Μικρή Άρκτο, τον Ωρίωνα, μετά τον Περσέα και παραδίπλα τις Πλειάδες. Και το φεγγάρι του Αυγούστου τεράστιο ολόγιομο να μας φωτίζει και να μας μαγεύει!

Το σπίτι που μας φιλοξενούσαν ήταν τυπικό αντριώτικο. Ήταν διώροφο με μια πέτρινη σκάλα που οδηγούσε σε ένα δώμα με μπαγκάλια γύρω γύρω που πάνω τους ακουμπούσαν γλάστρες και γκαζοντενεκέδες με μυριστικά λουλούδια και κατακόκκινα γεράνια που φλόγιζαν με το χρώμα τους και η αψιά μυρουδιά τους μας τρυπούσε τα ρουθούνια. Δίπλα ήταν το παρακούζινο που γινόταν όλη η λάτρα της κουζίνας και αμέσως μετά ήταν η πόρτα χωρισμένη στα δυο βαμμένη  με μπλε λαδομπογιά. Οι τοίχοι είχαν μεγάλο πάχος για μόνωση, το δάπεδο καλυμμένο με πλάκες και η οροφή με καλάμια και για δοκάρια μαγκιόρους  κορμούς από κυπαρίσσια, σαν άλμπουρα καϊκιών. Το δώμα εξωτερικά στρωνόταν με χώμα ανακατεμένο με σβουνιά  αηλάδων για στεγανοποίηση. Την άνοιξη μου έλεγαν, ότι τα δώματα πρασίνιζαν από το χορτάρι που υπήρχε στις σβουνιές.

Κοντά στη κουζίνα υπήρχαν θουρίδες που παλιά πήγαιναν οι κότες και άφηναν τα αβγά τους και έτσι η νοικοκυρά απλά έβγαζε το χέρι της και έπαιρνε τα αβγά. Απέξω το σπίτι ήταν σοφαντισμένο με ασβέστη και περασμένο με το κουταλάκι γραμμές γραμμές που στο κατακαλόκαιρο με ντάλα τον ήλιο οι σκιές τους έπαιζαν με τις παρασκιές δίνοντας ένα πανέμορφο αισθητικό αποτέλεσμα. Ταυτόχρονα όμως οι γραμμές με το κουταλάκι είχαν και πρακτική σημασία: έδιναν αντοχή στο σοβά να κρατιέται και να πιάνει καλά στο τοίχο. Τα σπίτια αυτά φτιαγμένα από λαϊκούς μαστόρους ενσωμάτωναν αιώνων εμπειρίες και προπαντός μεράκι και αγάπη. Κάλυπταν πλήρως τις ανάγκες τις οικογένειας δηλαδή την προστασία από το κρύο, τη ζέστη, τη βροχή, αλλά και τις κοινωνικές ανάγκες, δηλαδή την οικογενειακή θαλπωρή και τη ζεστασιά. Αυτά τα ταπεινά απλοϊκά χωριάτικα σπίτια ήταν «αχειροποίητα», δηλαδή φτιαγμένα από το θεϊκό χέρι, ήταν κτισμένα με τέτοιο τρόπο που δεν τους έλλειπε τίποτα!

Στο εσωτερικό υπήρχαν λιτά έπιπλα με προεξάρχοντα το νησιώτικο καναπέ που πάνω του υπήρχε μια κούκλα ντυμένη με πλαστικό φουστάνι με φουρό, που όταν δεν με έβλεπαν το σήκωνα για να δω το κιλοτάκι της !

Τα κρεβάτια ήταν ράντζα τα περισσότερα, εκτός από τη νυφική παστάδα που ήταν σιδερένια βαμμένη άσπρη. Στο τοίχο απέναντι δίπλα στο εικονοστάσι υπήρχαν κρεμασμένα τα νυφιάτικα στέφανα. Στη σάλα που ήταν και τραπεζαρία υπήρχε μια πιατοθήκη που τα πιάτα έμπαιναν πλαγιαστά και εβδομαδιαίες φωτογραφίες από το γάμο του ζευγαριού  και τον θείο Νικόλα εύζωνα! Το νερό το διατηρούσαν σε πήλινο κανάτι που το σφράγιζαν με ένα κουκουνάρι, το νερό όμως ήταν αρκετά δροσερό λόγω της εξάτμισης από τους πόρους του κανατιού. Ψυγείο δεν υπήρχε και η διατήρηση των τροφίμων και των υπολοίπων του φαγητού διατηρούνταν στο φανάρι που κρεμόταν στο δοκάρι της κουζίνας. Για να πω την αλήθεια, αυτό δεν με παραξένευε γιατί στο σπίτι μας στο Κολωνάκι την δεκαετία του’50 είχαμε και μεις ολόιδιο φανάρι και φυσικά ψυγείο πάγου. Το ’60 αγοράσαμε όλες τις λευκές συσκευές και ήλθε ο πολιτισμός στο σπίτι μας!

Ο ερχομός μας στο χωριό ήταν ένα γεγονός που έσπαζε την μονοτονία των συγγενών μας και ως εκ τούτου ήθελαν να μας ευχαριστήσουν με τον τρόπο τους. Αυτό γινόταν κυρίως με το φαγητό. Η θεια Ζαφείρω κάθε μέρα μαγείρευε νόστιμα φαγητά που για την εποχή εκείνη ήταν ξεχωριστά. Το κοτόπουλο τότε ήταν έδεσμα που φτιαχνόταν σε ειδικές περιπτώσεις ασθενείας και θεωρείτο ιδιαίτερη πολυτέλεια. Το δύστυχο κοτόπουλο συλλαμβανόταν, σφαζόταν-εν κρυφώ και απαραβύστω, για να μη το δω- μαδιόταν και αφού του βγάζανε τα μπιμπίκια, σκληρό και κιτρινωπό έμπαινε στη κατσαρόλα να γίνει κοκκινιστό με μακαρόνια! Είχε ξεχωριστή γεύση, που το έκανε να ξεχωρίζει από τα κοτόπουλα που τρώγαμε στην Αθήνα, αλλά είχε σκληρή υφή το κρέας του, γιατί ήταν αλανιάρικο και δεν ήταν σιτεμένο!

Τρελαινόμουν για τις φρουτάλιες που έφτιαχνε η Ζαφείρω. Έριχνε στο μεγάλο μαύρο τηγάνι μπόλικη χοιρινή γλύνα και έκοβε ροδέλες τις πατάτες και τις τηγάνιζε μέχρι να αρχίσουν να ροδοκοκκινίσουν- posse θα το λέγαμε σήμερα από γκουρμεδίστικη ξιπασιά- και μετά κτύπαγε ουκ εστίν αριθμό ολόφρεσκων αβγών ώρας και όχι μέρας και τα ’ριχνε και αυτά το τηγάνι. Μετά από λιγάκι έπαιρνε μια μεγάλη άσπρη πιατέλα και με μαεστρία που θα ζήλευε ο Τσελεμεντές, αναποδογύριζε το περιεχόμενο του τηγανιού και το ξανάβαζε στο τηγάνι για να τηγανιστεί και από την άλλη μπάντα. Μόλις ήταν έτοιμη η φρουτάλια την έβγαζε και τη σέρβιρε στην πιατέλα και πάνω τοποθετούσε λουκάνικα όσα και τα παρευρισκόμενα άτομα. Το food styling της κυράς Ζαφείρας ήταν υπέροχο, όσο υπέροχη ήταν και η φρουτάλια! Τότε η ιατρική έρευνα δεν είχε προχωρήσει τόσο πολύ και ήταν άγνωστες έννοιες όπως: τριγλυκερίδια, κακή χοληστερόλη, αθηρωματική  πλάκα, εξάλλου ποιος νοιαζόταν γι’ αυτά τα πράγματα λίγα χρόνια μετά από τη κατοχή και τον εμφύλιο, φαγητό να υπήρχε και δόξα τω Θεώ!  Φρουτάλιες έκανε η θεια Ζαφείρω και με άλλα υλικά όπως με κουκιά, λυράκια, και  κολοκυθάκια .

Η ευωχία δεν σταματούσε στα παραπάνω εδέσματα. Ο θείος Νικόλας πήγαινε στον Γιαλό και έφερνε σκορπίνες και τις μαγείρευαν  σούπα με φρέσκα λαχανικά, υπέροχο απλό φαγητό!

Οι μέρες περνούσαν και άρχιζα να βαριέμαι, τότε ζαλώναμε τα τζάντζαλά μας στο γάιδαρο και κατεβαίναμε στο Κόρθι για να χαρούμε τη θάλασσα. Ο πηγαιμός γινόταν νωρίς το πρωί και όλοι πηγαίναμε ποδαράδα. Κάπου στη μέση του δημόσιου δρόμου στο αριστερό μας χέρι ο Λούης με πήγε να μου δείξει ένα βαρβάτο άλογο που ήταν μέσα σ’ ένα μεγάλο κουμάσι. Με προσοχή και φόβο κατηφορίσαμε προς το περιβόλι, πηδήξαμε την πετρόκτιστη  μάντρα και πλησιάσαμε. Το άλογο ήταν ένας άσπρος  μεγαλόσωμος επιβήτορας, που το αφεντικό του τον χρησιμοποιούσε για να διαιωνίζει το είδος του με τις φοράδες της περιοχής. Μόλις μας αντιλήφθηκε αγρίεψε και στήθηκε απειλητικά στα δυο του πισινά πόδια χλιμιντρίζοντας. Αμέσως απομακρυνθήκαμε και σταθήκαμε να το θαυμάζουμε από απόσταση ασφαλείας, γιατί η πόρτα του κουμασιού μια να της έδινε θα γινόταν σμπαράλια. Το άλογο από το κακό του έβγαζε άσπρους αφρούς από το στόμα του και στριφογύριζε μέσα στο κουμάσι,  όταν από το πίσω μέρος του περιβολιού από ένα κελί, ακούστηκε μια απειλητική φωνή: «Άμετε φύγετε μη σας αρχηνέψω  με το δίκαννο!». Λες και είμαστε συνεννοημένοι την κάναμε όσο πιο γρήγορα γινόταν. Φτάνοντας λαχανιασμένοι στο σημείο που είχαν εν τω μεταξύ προχωρήσει οι άλλοι, ο μπάρμπας Νικόλας περιέλαβε τον γιο του, γιατί μπήκε σε ξένα περιβόλια και πείραξε το ζω του ανθρώπου!

Αγαπώ τα ζώα και ιδιαίτερα τα άλογα και τα σκυλιά. Η ενασχόλησή μου με την ιππασία μου χάρισε  όμορφες αναμνήσεις αλλά και μερικές αποσπασματικές γνώσεις για να ξεχωρίζω το καλό άλογο. Αυτός ο έγκλειστος στο κουμάσι λευκός επιβήτορας είχε φαρδύ μέτωπο, στέρνο και πόδια. Ο αυχένας, το στήθος και τα καπούλια του ήταν μακριά και  είχε απ’ ότι θυμάμαι κοντά αυτιά και ουρά. Είχε λοιπόν πολύ καλά χαρακτηριστικά για να τον κάνουν να ξεχωρίζει από τα άλλα άλογα του νησιού.    

Μετά από λίγο φράσαμε στις προσβάσεις του Κορθίου και καθίσαμε στο καφενείο του Καλογρίδη, αφού κεράσαμε τον θειο Νικόλα και τον Λούη πήγαμε να βρούμε κατάλυμα για να μείνουμε.           

 

 

 

2 ΣΧΟΛΙΑ

  1. Your article ( ta Antriotika… sto xorio), was written by my cousin who I haven’t seen for fifty years. I am in the pictures with my parents and siblings. Is it possible to get in touch with my cousin? I would appreciated if you can get me in touch with him.

    • I will do my best and let you know as soon as possible. Thank you for contacting us. I will get back to you through your email address. M.Fotopoulou Margetis

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ

Η andriakipress.gr δημοσιεύει κάθε σχόλιο το οποίο είναι σχετικό με το θέμα. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι υιοθετεί τις απόψεις αυτές. Διατηρεί το δικαίωμα να μην δημοσιεύει συκοφαντικά, υβριστικά, ρατσιστικά ή άλλα σχόλια που προτρέπουν σε άσκηση βίας. Επίσης, σχόλια σε greeklish και κεφαλαία δεν θα δημοσιεύονται, ενώ η andriakipress.gr, όταν και όπου κρίνει, θα συμμετέχει στον διάλογο.

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.