Τα Αντριώτικα … και η αλλαξοκαιριά του  Κορθίου … του ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΑΝΑΚΗ

Αντριώτικα: Αλλαξοκαιριά

Το περιμένανε, το είχε πει και το ράδιο νωρίς το πρωί, στην εκπομπή: ο Καιρός των Ελληνικών Θαλασσών και είχαν προετοιμαστεί. Εξάλλου μέσα Αυγούστου ήτανε και όπως λένε «από Αύγουστο χειμώνας…».

Ο αέρας ερχόταν από κείθε, από του Οργίνου το κάβο και τα σάρωνε όλα στο πέρασμά του. Η θάλασσα μπρος από το μικρό κόλπο του Όρμου του Κορθίου, όπως ήτανε το επίσημο όνομά του, αντάριαζε και έβγαζε φίδια που λέει ο λόγος. Είχε πάρει ένα ακαθόριστο χρώμα που έφερνε στο ασπρουδερό μιας και τα κύματα ανακάτωναν το βυθό. Τις βάρκες και τα καΐκια τις είχανε πάρει έγκαιρα από βραδύς και τις είχαν ρεμετζάρει στο μικρό κόλπο της Αγίας Κατερίνας.

Ο αέρας λοιπόν αφού πέρασε πάνω από τη θάλασσα, βγήκε και σεργιάνισε πάνω από την προβλήτα, κυκλογύρισε σφυρίζοντας στο φανάρι στο κεφαλόμολο και μετά χίμηξε ασυγκράτητος προς τα σπίτια.

Χωρίς οίκτο ανεμοσούριασε κάποιες σπασμένες τραγάνες που είχαν ξεχαστεί από το νετάρισμα των διχτυών του Άγγελου και κάτι ξεραμένες καβαλίνες, κτύπησε  με φόρα πάνω στο Τελωνοσταθμαρχείο και έκανε τα  σφαλιστά σκούρα να κοπανίσουν, τόσο που ο Πολύφημος- ο μονόφθαλμος και κουλός γεροψαράς, που δεν πρόλαβε και του έσκασε στο χέρι ο δυναμίτης- που έμενε παραδίπλα, βγήκε έξω και σφήνωσε για καλό και κακό άλλο ένα βότσαλο στο πατζούρι.

Μετά ο αέρας σκαρφάλωσε και πήδηξε τη μάντρα του σπιτιού του Μυκονιάτη του Παπά, που τον καταριότανε που του χάλασε το ψάρεμα με το ψαροντούφεκο, και σάρωσε το μποστάνι με τις ανθισμένες ροδιές και αφού τις ταρακούνησε για τα καλά, μέχρι που τα ανθάκια με το ηλιόφωτο πορτοκαλοκόκκινο χρώμα δεν άντεξαν και πέσανε χάμω, πήρε την ανηφόρα προς το Ρωγό. 

Η κυρά Λένη η Γιαννίσαινα με τη σκούπα στο χέρι πολεμούσε να μαζέψει τα σκουπίδια πάνω από το γαρμπίλι πού χε σωρέψει, αλλά αυτά διασκορπίστηκαν σε χίλια δυο μέρη πάνω στα τραπέζια του μαγαζιού, χώρια που ο άνεμος με τη φούρια του έριξε με ορμή τρείς ψάθινες καρέκλες. Κρίμα φτου κ’ από την αρχή έπρεπε να τα καθαρίσει πάλε!

Η Αραπομαρία στον καθρέπτη έφτιαχνε τα ατίθασα κατσαρά μαλλιά της και ενώ τα  ’χε πιασμένα με το αριστερό χέρι και πολεμούσε με το δεξί να πιάσει ένα τσιμπιδάκι που το ΄ χε στο στόμα της, χτυπήσανε με δύναμη τα πράσινα σκούρα και από τη τρομάρα της  έφυγε το μαύρο το τσιμπιδάκι-ευτυχώς που δεν το κατάπιε-και βγαίνοντας στο μπαλκόνι με λυτά τα μαλλιά, προσπάθησε να σφαλίσει τα πατζούρια.

Από κάτω, ο Αραπογιώργης βλαστημούσε τον καιρό και το μελτέμι, αν και το καφενείο του θα είχε μεγάλες πιένες. Φώναξε τον Μήτσο, τον  δεκαετή ανεψιό της γυναίκας του από το Απροβάτου και τον διέταξε να πάρει τη σκούπα και να σαρώσει την είσοδο του μαγαζιού από τα πεσμένα κόκκινα  λουλούδια της μπουκαμβίλιας και μετά να φέρει μέσα τα μεταλλικά τραπέζια πού ’τανε προς τη μεριά του μουράγιου και τα βαρούσε το κύμα που έσκαγε.

Ο Γιώργης ο Μπόγος, καθισμένος πίσω από το τεζάκι του δίπλα από τη παλάντζα διάβαζε τη Καθημερινή απορροφημένος από το κύριο άρθρο της Βλάχου και δεν πήρε χαμπάρι το ρεύμα αέρα που όρμησε από τη πίσω πόρτα-αυτή που ήταν προς τη θάλασσα μεριά- και όταν σφάλισε με γδούπο η πόρτα σπάζοντας ένα τζάμι, σηκώθηκε βλαστημώντας και φώναξε το γιό του το Νίκο να φέρει τη σκούπα και το φαράσι να μαζέψουν τα σπασμένα γυαλιά μπας και κοπεί κανάς πελάτης. Ο Νίκος όμως ήταν παραδίπλα και έκανε στη ζούλα τσιγάρο σκουπίζοντας το ποδήλατο που το ΄χε καμάρι.

Μεσοτοιχία ήταν το φαναρτζίδικο του Κολλητηριού, που αποκαμωμένος από το κτύπημα του σφυριού στο αμόνι, είχε καθίσει πάνω σ’ένα τρύπιο ντενεκέ που του είχαν φέρει να κολλήσει, και σκουπίζοντας με την ανάστροφη του χεριού του τον ιδρώτα, πήρε το λαγούτο και άρχισε με ένα φτερό γλάρου να κτυπάει τις χορδές για να ταιριάξει ένα τραγούδι που θα παίζε στο αυριανό πανηγύρι. Είχε αρχίσει να τραγουδάει, όταν τα κάρβουνα  στο καμίνι που ήταν πουμωμένα άρχισαν να παίρνουν ένα πορφυρό κατακόκκινο χρώμα και να πετάνε σπίθες. Κατάλαβε και παρατώντας το λαγούτο, έτρεξε να κλείσει την πίσω πόρτα.

Απέναντι ακριβώς, ο Λούης ο μαραγκος ροκάνιζε μια σανίδα από πεύκο για να τη ταιριάξει σε μια πόρτα και ο άνεμος ανακάτεψε τα ροκανίδια σκορπίζοντας παντού την ευωδιά του πεύκου στο σοκάκι.

Παραδίπλα, στο απέναντι καφενείο ήρθε και καλόκατσε στο δεξιό τραπεζάκι ο καφετζής του αντικριστού καφενείου και βγάζοντας το πακέτο με τα τσιγάρα χτύπησε δυνατά παλαμάκια για να βγεί ο καφετζής να του παραγγείλει ένα γλυκύ βραστό τονίζοντας το «μερακλίδικό», έτσι για να του τη σπάσει. Ήτανε γνωστοί από πολλά χρόνια, αλλά αυτός συνήθιζε να πηγαίνει στον άλλο για καφέ για να το τσαντίζει! Όμως ο άνεμος τσίριζε και έτσι αναγκάστηκε να σηκωθεί και να δώσει την παραγγελία δια ζώσης.

Στο ζαχαροπλαστείο «Ο Κρίνος», ο Θοδωρής ο Τσοκμετζόγλου μόλις είχε φτιάσει ένα δίσκο με αμυγδαλωτά, τα είχε ραντίσει με ανθόνερο που είχε φτιάξει η μάνα του και βιαζόταν να τα πασπαλίσει με άχνη ζάχαρη ανακατεμένη με νισεστέ, για να πιάσει το σαντούρι να τελειώσει ένα τσιφτετέλι που θα το παίζανε στο αυριανό πανηγύρι με το Κολλητήρι. Με το που τέλειωσε και έβαλε  το δίσκο πάνω από το πάγκο και ετοιμαζόταν να τον σκεπάσει με ένα τούλι μη πάνε και χέσουν οι μύγες, μπήκε  ο Γιώργος της κυρά Ζαφείρας που τον είχαν στείλει να πάρει λίγο άρωμα περγαμόντο-και για να μη το ξεχάσει έλεγε από μέσα του «περγαμόντο, περγαμόντο…σαν το γαμώτο…ρε γαμώτο…»-με το που άνοιξε την πόρτα, μπουκάρησε ο αέρας και πήρε και τη σήκωσε την άχνη ζάχαρη και τη σκόρπισε πάνω στο μωσαϊκό.

Ο Σουβλόκωλος ο χασάπης δεν είχε δουλειά και βάραγε μύγες με μια μυγοσκοτώστρα γιατί  οι αφιλότιμες είχαν μπει στο χασαπιό για να μη τις πάρει ο αέρας.        

Πιο μακριά στη πλατεία του Δημοτικού, εκεί που ήταν και το Ηρώο, τα παιδιά που παίζανε μπάλα, σταμάτησαν γιατί ο άνεμος έπαιρνε τη μπάλα και την πήγαινε μακριά. Από το απέναντι σπίτι τα σκούρα χτυποβροντούσαν με αποτέλεσμα να ξυπνήσει ο Μιχάλης ο Απαλάκης, να πετάξει κεφάλι μαχμουρλής στη πλατεία σκεπτόμενος, ότι το απόγευμα δεν θα είχε αγώνα βόλεϊ, λόγω δυσμενών τοπικών καιρικών συνθηκών.

Ο Μπάρμπα Χρήστος ο Τζιώτης καθότανε στο μπαγκάλι έξω από τη κουζίνα και έπινε τον πρωινό καφέ που τον είχε ψήσει μόνος του. Φορούσε τη μάλλινη φανέλα που δεν την αποχωριζότανε ολοχρονίς και είχε ζώσει στη μέση του το άσπρο πλεχτό ζωνάρι που τον προστάτευε από τους ρευματισμούς. Ήταν σκεπτικός με τις κουταμάρες του Παναγιώτη ή Πιτ του μοναχογιού του, που ήταν κομμάτι ελαφρύς στο μυαλό, ήταν το σαράκι που τον έτρωγε. Κάθισε σταυροπόδι, άνοιξε το πακέτο με τον Άσσο και έβγαλε ένα άφιλτρο τσιγάρο. Με το που προσπάθησε να το ανάψει με τον Αυστριακό αναπτήρα, αυτόν που έκαιγε πράσινο οινόπνευμα, αγανάκτησε. Όσες φορές και αν προσπάθησε, ο διαολεμένος ο αγέρας του το έσβηνε. Βλαστήμησε το καταραμένο μελτέμι και παίρνοντας το καλάμι του έφυγε για να ψαρέψει κεφάλους.

Ο παπά Λεφτέρης ο Ζαγοραίος που δεν ήταν παπάς, αλλά Καϊκτσής, ήταν όλο νεύρα. Βλαστήμαγε τον διαολόκαιρο, που τον ανάγκασε να ματαιώσει το σημερινό δρομολόγιο για τη Χώρα. Είχαν κλείσει 10 νοματαίοι, χώρια που στα Άχλα είχε κανονίσει να παραλάβει καμιά δεκαριά κατσίκια να τα πάει στη Χώρα για σφάξιμο στο Δημοτικό Σφαγείο. Ήπιε λοιπόν τον καφέ του, κάπνισε το τσιγάρο του, φόρεσε το ναυτικό κασκέτο του και πήρε το δρόμο προς την Αγία Κατερίνα για να σιγουρευτεί, ότι το ρεμέτζο, του Αγίου Στέφανου του καϊκιού του, ήταν καλά δεμένο.

Στο δρόμο, συνάντησε τη Βούλα πάνω στο μεγαλόσωμο μουλάρι της που γύριζε από το βουστάσιο και είχε τελέψει το άρμεγμα των αγελάδων. Το μόνο καλό από αυτόν τον παλιόκαιρο ήταν ότι ο άνεμος ανέβαζε και έδιωχνε προς το βουνό αυτή την αποφορά από τις σβουνιές των αηλάδων!

Με το που έφυγε ο παπά Λεφτέρης, οι δυο μικρότερες κόρες του, η Όλγα και η Βαγγελίτσα τελείωσαν στο άψε σβήσε ο, τι τους είχε πει να κάνουν η μάνα τους η κυρά Αγλαΐα και χωρίς δεύτερη κουβέντα έφτιαξαν μαλάγρα από βρώμιο τυρί και ψωμί και παίρνοντας τα καλάμια τους έτρεξαν προς το μόλο. Εκεί ήταν ο Γιώργος της κυρά Ζαφείρας-που ’χε επιστρέψει από το ζαχαροπλαστείο-, και η Λασκαρίνα με τον αδελφό της τον Γιάννη και προσπαθούσαν να ψαρέψουν, προσπαθούσαν γιατί ο αέρας φύσαγε τόσο πολύ που τους έσπρωχνε.

Η θάλασσα αγριεμένη κτυπούσε στη βάση της προβλήτας σαν να θελε να τη γκρεμίσει, και το αφρισμένο κύμα ζωντανό καβαλούσε και ορμούσε στο δρόμο. Ο άνεμος στροβίλιζε το θαλασσινό νερό και μαστίγωνε τα παιδιά. Έπεφτε πάνω στα μπράτσα και στο κορμί τους και νότιζε τα τσίτινα φορέματα των κοριτσιών που κολλούσαν πάνω στα κορμιά τους διαγράφοντας το λεπτό σώμα τους. Το φτηνό ύφασμα βρεγμένο από τη θάλασσα αντιφέγγιζε στιγμιαία ένα ζευγάρι από άγουρες ρώγες που εξείχαν από κάτω του. Τα παιδιά δολώνανε γυρίζοντας τη πλάτη τους κόντρα στον άνεμο και μετά έριχναν το αγκίστρι και περίμεναν να δούνε το φελαδούρι, αυτό το σαν σβούρα βαμμένο κόκκινο στο πάνω μέρος, να βυθισθεί από τα τσιμπήματα των κεφάλων. Μόνο το Ολγάκι και η Βαγγελίτσα ήξεραν να πιάσουν τα  τσιμπήματα και με μαεστρία τραβούσαν και φέρνανε τους κεφάλους. Ο μανιασμένος αέρας φυσούσε και σήκωνε άγαρμπα τα νοτισμένα φουστάνια αποκαλύπτοντας δυο λιανά μαυρισμένα καλλίγραμμα ποδαράκια. Έτσι τα καημένα όσο ψάρευαν είχαν το λέφτερο χέρι να κρατούν την άκρια του φουστανιού αλλά το παρατούσαν όταν τσιμπούσαν τα ψάρια. Επειδή ήταν μαγκιόρες και είχαν τα πιο πολλά τσιμπήματα, ο αέρας τους σήκωνε το φουστάνι και τα αγόρια ξεχνούσαν το ψάρεμα και τους κεφάλους! Φάτε μάτια ψάρια …και κοιλιά περίδρομος που λέει και η παροιμία!

Η θάλασσα λοιπόν έλουζε τα κορμιά των παιδιών και οι ριπές του ανέμου μαζί με τις αχτίνες του ήλιου στέγνωναν για μια στιγμή ζωγραφίζοντας ένα μαγικό χάρτη από ξεραμένο αλάτι πάνω στα μπράτσα τους, αλλά ερχόταν το επόμενο κύμα που το έσβηνε και βίρα πάλι από την αρχή.            

Από τη κάμαρα που έμενε ο κυρ Παναγιώτης ο Γαρύφαλλος ή Πιτ- όπως ήθελε να το φωνάζουν μια και είχε κάνει μετανάστης στη Νέα Υόρκη και είχε δικό του dinner και επέστρεψε οίκαδε για να ζήσει όσο χρόνια του έμεναν- πέταξε κεφάλι και είδε τον καιρό. Με μιας πήρε το fishing pole, το καλάμι με τη μανιβέλα που τύλιγε την πετονιά και αριβάρισε στο μουράγιο μακρύτερα όμως από τα παιδιά, γιατί τις προάλλες την ώρα που έπινε καφέ στης Αραπομαρίας, αυτά τα αφιλότιμα πήγαν και του δόλωσαν ένα τσουβάλι και αυτός νόμισε ότι έπιασε μεγάλο ψάρι και όλο βίρα λάσκα τη μανέλα , μέχρι που απόκαμε ο δόλιος. Στεναχωρήθηκε ό κυρ Παναγιώτης, όχι γιατί έχασε ένα ψάρι που θα συμπλήρωνε το φτωχικό του δείπνο, αλλά γιατί τον κορόιδεψαν, γέρο άνθρωπο αυτά τα παλιόπαιδα τα ατίθασα.

Από το σοκάκι φάνηκε ο Νικολάκης ο Σταμούλης μικρός αδελφός του  Αντώνη του Οργίνου, που σαν μεγαλύτερο τον είχε υιοθετήσει ο μακαρίτης ο μπάρμπας του, αυτός με τον ομώνυμο κάβο. Τον είχε στείλει η μάνα του να φέρει ψωμί από το φούρνο του Θοδωρή. Αυτός είχε αργήσει γιατί χαζολόγαγε με τα άλλα παιδιά και μόλις είδε την παρέα να ψαρεύει, κατάπιε σχεδόν αμάσητη τη γωνία της φρατζόλας και ανεβαίνοντας δυο δυο τα σκαλιά, πήρε το καλάμι του και κατέβηκε του σκοτωμού. Δόλωμα και μαλάγρα θα του έδινε ο Γιώργος.

Ο Κώστας ο Βλαχάκης καθόταν στην αυλή του σπιτιού του που στη κυριολεξία την έλουζε το ζωντανό κύμα. Η μάνα του είχε βράσει στο καμινέτο γάλα που είχε πάρει από τη Βούλα και του την έφερε μαζί με παξιμάδι για πρωινό. Με το που είδε ο Κώστας στο φλιτζάνι να επιπλέει πάνω πάνω η τσίπα από το βούτυρο, αναγούλιασε και έφαγε μόνο το παξιμάδι. «Καμαν γιόκα μ …πιες το γάλα σου να δυναμώσεις» του είπε σχεδόν παρακλητικά η μάνα του, αλλά ο Κώστας την έκανε να πάει  στη μικρή γέφυρα που ένωνε μια σούδα για να κάνει τσιγάρο.

Ο Στεφανής ο μοναχογιός του παπά Λεφτέρη του Ζαγοραίου, ξύπνησε αργά γιατί το βράδυ ήταν στο Βίντσι στην Αγία Κατερίνα και έκανε βεγγέρα με κάτι κορίτσια. Ήταν γεννημένος ναυτικός και το κρυφό καμάρι του πατέρα του. Όσο αυστηρός ήταν με τις τρεις κόρες του ο παπά Λεφτέρης, τόσο λάσκα άφηνε τον Στεφανή. Ο Στεφανής ήταν ασίκης, παλικάρι μπορεί να περνούσε δυο δυο τις τάξεις του Γυμνασίου, αλλά ήταν ο περιζήτητος νέος του Κορθίου. Βγαίνοντας από την πόρτα, άναψε τσιγάρο και βλέποντας την Όλγα και τη Βαγγελίτσα να ψαρεύουν, έβγαλε μια φωνή για να γυρίσουν πίσω. Αυτές αμέσως χωρίς δεύτερη κουβέντα τα παράτησαν σύξυλα και κίνησαν για το σπίτι. Διαταγή του αδελφού και τα σκυλιά δεμένα!

Κάποια στιγμή φάνηκε ένα καΐκι να σκυλοπνίγεται καταμεσής της μπουκαδούρας. Με χίλια ζόρια κατάφεραν να ποδίσουν στο κολπάκι της Αγίας Κατερίνας και να απαγκιάσουν.  Αφού νετάρανε με το ρεμεντζο, ο καπετάνιος με το πλήρωμά του, πήγαν και άναψαν ένα κεράκι στην εκκλησία. Μετά συνάντησαν τον παπά Λεφτέρη που τους συμπονέθηκε  και τους πήρε μαζί του να τους κεράσει καφέ στου Αραπογιώργη.

Τα καφενείο ήταν σχεδόν γεμάτο, όταν έφτασαν οι Καλυμιώτες οι ψαράδες. Κάθισαν παράμερα και παρήγγειλαν καφέδες. Με το που τους έφερε ο Αραπογιώργης, τράβηξε μια καρέκλα και άρχισε τη κουβέντα μαζί τους. Με τη συζήτηση βγήκε, ότι οι Καλυμιώτες ψαρεύανε με ψαροντούφεκο μεγάλα ψάρια και τα πουλάγανε όπου κατέπλεαν σε ταβέρνες και σε όσους μερακλήδες ήθελαν μαγκιόρα καθαρά ψάρια. Είχαν την ατυχία να τους βρει ο καιρός και για να μη ξωριάσουν, ίσα που πρόλαβαν να καβατζάρουν τον κάβο και να απαγκιάσουν.

Οι θαμώνες ήταν οι πιο πολλοί ναυτικοί και ακούγοντας τους ψαράδες τους συμπόνεσαν γιατί και αυτοί είχαν κάποτε έρθει στη θέση τους να τους βαράει αλύπητα η θάλασσα και να κοντεύουν να πνιγούνε.

Ο Μήτσος, που ήταν ευκαιριακός ναύτης σε μοτορσιπ , τους ένοιωσε περισσότερο γιατί πριν ένα χρόνο το βαποράκι που είχε μπαρκάρει και ταξίδευε στο Αιγαίο, είχε πέσει σε μεγάλη φουρτούνα, έβαλε νερά και τελικά μπατάρησε. Ο Μήτσος πήρε το ναυτικό φυλλάδιο,  το εικόνισμα της Παναγίας που του είχε δώσει η μάνα του και  ότι μιστά είχε, τα έβαλε σε μια πλαστικιά σακούλα,  την έδεσε κόμπο για να είναι κάπως στεγανή, έδεσε το σωσίβιό του και εγκατέλειψε το πλοίο. Οι άλλοι: ο καπετάνιος, ο υποπλοίαρχος, ο πρώτος, ο δεύτερος και οι ναύτες της κουβέρτας και της μηχανής είχαν προλάβει να μπούνε στη βάρκα αφήνοντάς τον στη τύχη του. Ο Μήτσος πάλευε με τα κύματα και είχε αποκάμει και το σωσίβιο του όντας παλιό είχε ρουφήξει νερό και άρχιζε να βαραίνει, όταν είδε να πλέει δίπλα του ένα κυκλικό σωσίβιο που ήταν δεμένο με ένα βιλάι. Μετά από πολλές προσπάθειες έπιασε, το βιλάι και κρατήθηκε στη κουλούρα. Από τις προσπάθειες να πιάσει το σωσίβιο, είχε αποκάμει, όταν η θάλασσα άρχισε να πέφτει, μαζί της όμως έπεφτε και το φώς. Πιασμένος από τη κουλούρα που ήταν φτιαγμένη από φελλό, ηρέμησε κάπως σκεπτόμενος ότι κάπου θα τον ξώργιαζε. Η νύχτα έπεσε και ο Μήτσος έλεγε όσες προσευχές ήξερε από παιδί, όταν τον πήγαινε η μάνα του στα ξωκλήσια. «Και Συ Κύριε ο Θεός μου οικτίρμων, πολυέλεος, μεγαλόθυμος και αληθινός, ποίησον μετ εμου σημείον επ’ αγαθόν και ιδέτωσαν οι μισούντες μοι και αισχηθήτωσαν, ότι Συ εβοιήθησας μοι και παρακάλεσας με…». Για καλό και για κακό είχε βγαλμένη τη μυτερή καβίλια του ναυτικού σουγιά του για να τον έχει εύκαιρο.

Το πώς ξημερώθηκε αυτός μόνος του το ξέρει. Είχε φέξει και σκεφτόταν ότι όσες δυνάμεις του είχαν απομείνει τον άφηναν, όταν στο βάθος φάνηκε μια κουκίδα, που ήταν καΐκι, σφίγγοντας τα δόντια, άρχισε να κουνάει τα χέρια του να τον δουν. Ευτυχώς το καΐκι ερχόταν γιαλό και σε μια στιγμή τον είδαν και πλησιάζοντας από σταβέντο, του ρίξανε ένα σχοινί και τον πήραν πάνω. Ο Μήτσος είχε σωθεί από τους περαστικούς ψαράδες!

Δεν άργησαν λοιπόν να αρχίσουν τα κεράσματα με ούζα και μεζέδες. Οι ναυτικοί δεν θέλανε πολλά, από τη ματιά καταλαβαινόντουσαν.

Πέρασε η ώρα και βγαίνοντας από το καφενείο του Αραπογιώργη και αντικρίζοντας τον κόλπο, η θάλασσα, αυτή πριν λίγο λυσσομανούσε ήταν ήρεμη, σαν μια γυναίκα που σε καλούσε στην αγκαλιά της. Ένας Καλυμνιώτης ψαράς ανάβοντας τσιγάρο, είπε: «Γι’ αυτό μ’ αρέσεις πουτάνα θάλασσα, τη μια πας να μας πνίξεις και την άλλη μας γητεύεις με την ομορφιά σου».                                        

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ

Η andriakipress.gr δημοσιεύει κάθε σχόλιο το οποίο είναι σχετικό με το θέμα. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι υιοθετεί τις απόψεις αυτές. Διατηρεί το δικαίωμα να μην δημοσιεύει συκοφαντικά, υβριστικά, ρατσιστικά ή άλλα σχόλια που προτρέπουν σε άσκηση βίας. Επίσης, σχόλια σε greeklish και κεφαλαία δεν θα δημοσιεύονται, ενώ η andriakipress.gr, όταν και όπου κρίνει, θα συμμετέχει στον διάλογο.

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.