Επιμέλεια: ΑΝΝΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ

Ο συντάκτης του άρθρου της ΑΝΔΡΙΑΚΗΣ αναρωτιέται “που πήγε ο κόσμος και χάθηκε η ομορφιά των παλιών χρόνων, ο σεβασμός, η αρχοντιά, η γοητευτική μεγαλοπρέπεια” αν τότε ο κόσμος του φαινόταν λίγος σκεφτείτε πως θα τον έβρισκε αν ζούσε στο σήμερα! Θα έπρεπε να μάθει τόσα πράγματα π.χ. από το πως να τηλεφωνεί με smartphone, να κάνει check-in και τόσα άλλα πρακτικά που η νοσταλγία θα πήγαινε περίπατο από τη σύγχυση! Όταν η πραγματικότητα καλπάζει η νοσταλγία αποσύρεται σαν άχρηστη πολυτέλεια… ωστόσο το κείμενο έχει αφέλεια και γλύκα που λείπει από την εποχή μας. Απολαύστε το. Χαρούμενα Χριστούγεννα, χρόνια πολλά!   

Οι ταράτσες βούιζαν απ’ την ατέλειωτη νεροποντή. Τα λούκια των κεραμιδιών τρέχανε με θόρυβο και τα βότσαλα της αυλής πλαταγίζαν στ’ ορμητικό πέσιμο του νερού.
Από το φεγγίτη της καμαρούλας της γιαγιάς τίποτα δεν φαινόταν έξω. Νύχτα, σκοτάδι, πίσσα!
Αντίθετα προς την απαίσια Δεκεμβριάτικη νύχτα στην καμαρούλα της γιαγιάς έλαμπε η χαρά και μια γιορτινή κίνηση βασίλευε. Η γιαγιά μου, μπροστά στον καθρέφτη στερέωνε με χάρη το πολίτικο μεταξωτό Φακιόλι, που της είχε φέρει ο παππούς μου από την Πόλη.
Η θεία μου η Μόσχα πηγαινοερχότανε με τις διάφορες σπιτικές ασχολίες. Κι’ εγώ προσπαθούσα να φορέσω τις καινούργιες μου μπότες κι’ έτρεμα με την ιδέα του πρωινού νιψίματος. Πως να βουτήξω τα χέρια μου στο παγωμένο νερό.
Ξαφνικά άστραψε κι η αστραπή φώτισε σα μέρα. Ουρανός, σπίτια, δένδρα προβάλλανε για μια στιγμή, και ξαναχάθηκανε στ’ αδιαπέραστο σκοτάδι. Η γιαγιά μου σταυροκοπήθηκε, η θεία μου ψιθύρισε κάποια προσευχή κι εγώ ζυμωμένος με τις συνήθειες του σπιτιού μου, μιμίθηκα τη γιαγιά.
— Θ’ αλλάξει ο καιρός, είπε η πολύπειρη γερόντισσα. θα τον πάρει ο κόρφος και θα προβενταζάρει. Μεγάλη η χάρη σου Χριστέ μου!
Ητανε ξημερώματα Χριστουγέννων κι είχαμε σηκωθεί για να ετοιμαστούμε για την εκκλησία. Καμπάνα δεν είχε ακουστεί ακόμα. Άστραψε πάλι, ξανά άστραψε, το μπουμπουνητό έγινε πιο δυνατό και σε λίγο το νερό άρχισε να λιγοστεύει. Χαμηλά στον ορίζοντα άνοιξε μια γραμμή και το φως που φώτιζε στο παράθυρο της χήρας του καπτάν-Κωνσταντή άρχισε ν’ αδυνατίζει στο φως της ημέρας. Στην αρχή, μια μακρινή καμπάνα, κάποιου ερημοκκλησιού ακούστηκε, έπειτα άλλη και μετά όλες μαζί οι καμπάνες του χωριού καλούσαν τους Χριστιανούς να τιμήσουν τη Μεγάλη Μέρα.

Είχαμε πια ετοιμαστεί, Κλείσαμε την αυλόπορτα του σπιτιού και πήραμε το δρόμο για την εκκλησία.
Η βροχή είχε σταματήσει. Ο τόπος όμως ήτανε γεμάτος λάσπες και γούβες που μας κάνανε να προχωρούμε αργά και προσεκτικά.

Στο δρόμο συναντήσαμε άλλους συγχωριανούς κι’ όλοι μαζί φτάσαμε στην εκκλησία. Μπήκαμε κατά σειράν ηλικίας. Τι κόσμος! Μήλο να έριχνες δεν θα έπεφτε κάτω που λένε. Τα κατακάθαρα μανουάλια και οι πολυέλαιοι που αστράφτανε σαν ήλιοι στη λάμψη των κεριών τ’ ασημένια καντήλια, οι ζωγραφιστοί θόλοι και τα πολύχρωμα παράθυρα, όλα μαζί και το καθένα χωριστά είχανε μια γοητευτική μεγαλοπρέπεια. Ο παπά – Μανώλης, με τα χρυσά του άμφια και το θυμιατό, μόλις κατόρθωνε να κινηθεί από τον κόσμο, που είχε γεμίσει την εκκλησία είχε φτάσει ως την ωραία πύλη.
Οι καπεταναίοι και τα ναυτόπουλα, οι ξενιτεμένοι που είχαν έρθει να γιορτάσουν στη γενέτειρα τη Μεγάλη Εορτή, κι’ όλοι με την ευλάβεια και την ευχαρίστηση ζωγραφισμένες στα πρόσωπα τους παρακολουθούσαν τη λειτουργία. Κι’ ο ψάλτης επαναλάμβανε με δύναμη το τροπάρι της ημέρας
“Η γέννησις σου Χριστέ…”

Σε μια στιγμή, ο κόσμος, που στεκότανε κοντά στην πόρτα , κινήθηκε κι’ έκανε τόπο να περάσουν δύο γέροντες. Τα κάτασπρα κεφάλια του σκόρπισαν το σεβασμό.
— Ο Καπετάν – Γιαννούλης κι’ ο Καπετάν – Ζαννής, παραμέριζαν όλοι στο πέρασμα τους κ’ από τα στασίδια κατεβήκανε να τους παραχωρήσουν θέση.
— Από εδώ, Καπετάνιε… Κόπιασε, καπετάνιε… Κι’ οι δυο θαλασσόλυκοι, με τις πύρινες ματιές, την αυστηρή μορφή τους και το αρχοντικό βάδισμα τους χαιρέτησαν με την παλάμη στο στήθος κουνώντας το κάτασπρο κεφάλι τους.

Έπειτα από τριάντα χρόνια, ξαναβρέθηκα, άντρας πια, την ίδια μέρα στο νησί. Σηκώθηκα πρωί και πήγα στην ίδια εκκλησία:
Πόσο διαφορετική όμως τη βρήκα. Ο κόσμος ήτανε λίγος. Ο γυναικωνίτης της άδειος. Οι γυναίκες βρισκόντουσαν κάτω μαζί με τους άντρες. Τα μανουάλια δεν αστράφτανε τώρα. Οι θόλοι είχανε ξασπρίσει. Τα τζάμια είχανε ραγίσει και τίποτα δεν θύμιζε την παλιά εκκλησία.
Ο παπάς δεν είχε σχέση καμιά με το άλλον παπά. Κι’ ο ψάλτης μου φάνηκε αλλιώτικος.
Σε μιαν άκρη γεροντικό ερείπιο, χωρίς στασίδι όρθιο, με τη λάμψη των ματιών σβησμένη, παρακολουθούσε κι’ αυτό τη λειτουργία πιότερο από συνήθεια.

— Τι συμβαίνει ρωτήθηκα. Γιατί αυτή η διαφορά; Μήπως έχει φύγει ο κόσμος; Μήπως στο νησί δεν υπάρχουνε πια άνθρωποι; Μήπως κτίστηκαν άλλες εκκλησίες;
Τίποτα απ’ όλα αυτά. Τότε, λειτουργούσαν δέκα εκκλησίες και τώρα μόνο δυο. Λοιπόν; Μήπως άλλαξα εγώ και βλέπω τα γράμματα διαφορετικά;
Ούτε αυτό.
Απλούστατα… ο κόσμος του νησιού εκπολιτίστηκε, μοντερνίστηκε…
Γ.Α.

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ

Η andriakipress.gr δημοσιεύει κάθε σχόλιο το οποίο είναι σχετικό με το θέμα. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι υιοθετεί τις απόψεις αυτές. Διατηρεί το δικαίωμα να μην δημοσιεύει συκοφαντικά, υβριστικά, ρατσιστικά ή άλλα σχόλια που προτρέπουν σε άσκηση βίας. Επίσης, σχόλια σε greeklish και κεφαλαία δεν θα δημοσιεύονται, ενώ η andriakipress.gr, όταν και όπου κρίνει, θα συμμετέχει στον διάλογο.

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.