Χριστούγεννα στην πλατεία Αγάμων. Με το γλωσσικό ιδίωμα του χθες, μια σημερινή ιστορία της αθηναϊκής γειτονιάς της πλατείας Αμερικής, που παραπέμπει σε σενάριο ασπρόμαυρου κινηματογράφου, γραμμένο από έναν γιατρό.

 

Χριστούγεννα στην πλατεία Αγάμων

Χριστούγεννα στην πλατεία Αγάμων

Του  ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΓΙΑΛΟΥΡΗ, Παθολόγου-Διαβητολόγου,

 Συνεργάτη του νοσοκομείου Metropolitan General.

-Καλέ, καλέ να τα πούμε;

Ο κυρ-Ευθύμης ο Τέγκος, όστις κατ’ εκείνην την ώραν έκυπτε εις τον πάγκον του με την ψαλίδα ανά χείρας, έστρεψε την κεφαλήν προς την είσοδον μη εννοών αρχικώς περί τίνος επρόκειτο αλλ’ ότε είδε τους δύο νεαρούς καλαντιστάς συνωφρυώθη και ένευσεν αποτρεπτικώς:

-Μας τά ’παν άλλοι.

-Έλα καλέ θείο, άσε να τα πούμε, αντέτεινε παρακλητικώς ο πρεσβύτερος εκ των δύο παίδων.

-Βρε ούστ από δώ, ήτο η οξεία απάντησις του κυρ-Ευθύμη η οποία συνωδεύθη και από χειρονομίαν με προτεταμένην την ψαλίδα μη επιδεχομένην παρανόησιν ως προς τας προθέσεις του. Οι δύο παίδες εξηφανίσθησαν ταχέως και το μικρόν ραφείον επέστρεψε εις την ηρεμίαν του.

Το κατάστημα του κυρ-Ευθύμη έκειτο είς τινα δρομίσκον παρά την πλατείαν Αμερικής. Ό ίδιος, πάντως, ουδέποτε απεδέχθη το νεότερον αυτό όνομα της πλατείας εις ήν είχε γεννηθεί και ανδρωθεί και πάντοτε όταν ηρωτάτο σχετικώς απήντα ότι διαμένει παρά την πλατείαν Αγάμων, παραμένων πιστός εις το παλαιότερον αυτής όνομα. Το ραφείον του ευρίσκετο επί παλαιού οικήματος συστεγάζοντος το κουρείον του κυρ-Αντώνη και το ψητοπωλείον -ανάγνωθι σουβλατζίδικον- του Μανώλη. Η παλαιά επιγραφή ύπερθεν της εισόδου, καίτοι αρκούντως εφθαρμένη, διετήρει ωστόσο αναγνώσιμα τα καλλιτεχνικά γράμματα:

 “Εμπορορραφείον Ευθυμίου Κ.Τέγκου”

 

Χριστούγεννα στην πλατεία Αγάμων
Τότε που η πλατεία λεγόταν Αγάμων

Eντός αυτού του μικρού ραφείου είχεν αναλώσει όλην του την ζωήν ο κυρ-Ευθύμης, μεταμορφώνων τα άψυχα τόπια του κασμηρίου ή της φανέλλας εις κομψά ενδύματα τα οποία υπερηφάνως έφερον οι πολυάριθμοι κατά το παρελθόν πελάται του. Τώρα πλέον, προβεβηκώς την ηλικίαν, ολίγον μόνον ηργάζετο διά τινας -ομηλίκους του επί το πλείστον- παλαιούς πελάτας, οίτινες παρά τον κρατούντα συρμόν προετίμων τα κατά παραγγελίαν ενδύματα από τα έτοιμα. Αι μάλλον περιορισμέναι ανάγκαι του οικογενειακού προϋπολογισμού υπερεκαλύπτοντο από τα έσοδα εκ της εργασίας του ομού μετά των ενοικίων άτινα εισέπραττε εκ των δύο παρακειμένων καταστημάτων, διότι το παλαιόν οίκημα ήτο ιδιοκτησία του, προικώον της κυρίας Ευτέρπης, της συζύγου του.

Αφού ωλοκλήρωσε την κοπήν του υφάσματος και απέρριψε τα περισσεύματα εστράφη πρός το ωρολόγιον του τοίχου το οποίον επί πεντήκοντα συναπτά έτη εμέτρα τας ώρας του βίου του.

-Πωπώ πήγε μία η ώρα, ανέκραξε. Ετακτοποίησε προχείρως τον πάγκον του, εφόρεσε το βαρύ πανωφόριον του και εξήλθε του καταστήματος. Το κουρείον εξ αριστερών του ήτο κλειστόν από της προτεραίας, διότι ο κυρ-Αντώνης απεφάσισε να διέλθη τας εορτάς μετά των οικείων του εις τι χωρίον της Ηπείρου. Ο Μανώλης ήτο εις την θέσιν του, σχολάζων.

-Έχε λίγο το νού σου στο μαγαζί Μανώλη, πάω για κάτι ψώνια.

-Έγινε κυρ-Ευθύμη.

Χριστούγεννα στην πλατεία Αγάμων
Εν Αθήναις…

Ο κυρ-Ευθύμης διέσχισε τον ερημικόν δρομίσκον και ετράπη προς την επομένην πάροδον. Αρκετοί διαβάται διήρχοντο μεταφέροντες τας αγοράς της ημέρας ενώ εις την είσοδον τού έναντι λαϊκού ξενοδοχείου δύο μελαμψοί άνδρες διεπληκτίζοντο εις τινα αραβόφωνον διάλεκτον. Ουδείς τον εχαιρέτησε και ουδένα εχαιρέτησεν. Ολίγους πλέον ανθρώπους εγνώριζεν από την γειτονιάν του καθώς οι πλείστοι είχον μετοικήσει εις τα προάστεια της πόλεως. Οι άνθρωποι τους οποίους συνήντα καθ’ οδόν ήσαν, κατά το μάλλον ή ήττον, αλλοεθνείς. Ο κυρ-Ευθύμης δεν ηνοχλείτο εκ της παρουσίας των αλλά μάλλον εξενίζετο αναπολών τας εποχάς όπου η πλατεία Αγάμων ήτο εκ των αριστοκρατικοτέρων περιοχών της πρωτευούσης και ο ίδιος εγνώριζε παλαιόθεν τους γείτονας του και διελέγετο τακτικώς μετ’ αυτών.

-Εδώ τώρα και να πέσεις χάμω δε θα βρεθεί ένας άνθρωπος να σε καταλάβει τι του λες, εσκέφθη και συνέχισε την πορείαν του. Καθώς εβάδιζε προς την οδόν Πατησίων παρετήρησεν ότι ο ουρανός ήτο ήδη κατάφορτος εκ νεφών.

-Έχει γούστο να με πιάσει καμιά βροχή και δεν έχω πάρει ομπρέλα, εσκέφθη και ετάχυνε το βήμα διά να διασχίση την λεωφόρον.

Την επομένην στιγμήν ήχος έντονος ηκούσθη δεξιόθεν του, εκ φρένων οχήματος βιαίως ακινητοποιουμένου και το διερχόμενον ημιφορτηγόν εστάθη ολίγας μόνον σπιθαμάς προ αυτού:

-Στραβωμάρα μπάρμπα, ηκούσθη τραχεία η φωνή του μυστακοφόρου οδηγού.

-Βρε, ά να χαθείς αλήτη, τώ ανταπέδωκε την φιλοφρόνησιν ο κυρ-Ευθύμης και συνέχισε την πορείαν του μη αισθανθείς ευχαρίστησιν διά το γεγονός ότι επιτέλους κάποιος του απηύθυνε τον λόγον εις την οικείαν του γλώσσαν…

Όταν έφθασεν εις το αρτοπωλείον ήτο ακόμη εκνευρισμένος και παρετήρησε τον νέγρον πωλητήν διότι τα αρτοτεμάχια ήσαν καμμένα. Ωσαύτως το λάχανον του αλβανού οπωροπώλου ήτο τόσον μεγάλον όσον και η κεφαλή του, τα φύλλα του σελίνου ήσαν ολωσδιόλου ξηρά, το χώμα εις τας πατάτας εζύγιζε περισσότερον από όσον αυταί αι ίδιαι, η φέτα ήτο προπολεμική, το μόνον εναπομείναν εις τον πάγκον του θεσσαλού κρεοπώλου τεμάχιον μόσχου ήτο “για πέταμα” και ακόμη και η εφημερίς την οποίαν του προσέφερε μειδιών ο αιγύπτιος εφημεριδοπώλης ήτο τσαλακωμένη. Εν ολίγοις ο κυρ-Ευθύμης μέχρι να επιστρέψη εις το ραφείον του είχε κατορθώσει να διαπληκτισθή με μίαν τουλάχιστον δεκάδα συμπολιτών του.

Επιστρέφων αντίκρυσε μετ’ εκπλήξεως τον Μανώλην συλλέγοντα τα έξωθι του καταστήματος του καθίσματα.

-Για πού το ’βαλες Μανωλάκη;

-Ε, παραμονή Χριστουγέννων σήμερα, είπα να πάω πιο νωρίς στο σπίτι να βοηθήσω και την κερά. Έπειτα ποιος παίρνει σουβλάκια τέτοια μέρα;

-Αμ πες καλύτερα πως σ’ αρέσει το καθισιό, υπετονθόρισε ο κυρ-Ευθύμης και εισήλθε διά της παρακειμένης εξωθύρας εις την οικίαν του ήτις έκειτο ύπερθεν των τριών καταστημάτων. Ανήλθε την παλαιάν ξυλίνην περιστροφικήν κλίμακα και εισελθών εις τον προθάλαμον αφήκε κατά γης το φορτίον του. Είτα ήλθε εις το μαγειρείον, όπου γυνή ομήλικος του έχουσα εστραμμένα τα νώτα προς αυτόν παρεσκεύαζε το φαγητόν της ημέρας. Την έπληξεν ελαφρώς εις την ράχιν και η γυνή εστράφη μάλλον αιφνιδιασθείσα.

-Σου έφερα τα ψώνια, είπεν ομιλών αργώς και με εντόνους τας κινήσεις των χειλέων. Η γυνή ένευσεν ως να αντελήφθη.

-Καλά, καλά θα τα πάρω.

Η κυρία Ευτέρπη υπήρξε εξαίρετος οικοκυρά, καλή μαγείρισσα και στοργική μήτηρ. Ατυχώς προ τριετίας μετά τινα ωτίτιδα απώλεσεν ολοσχερώς σχεδόν την ακοήν της και έκτοτε όχι μόνον δεν συμμετείχε εις συναναστροφάς, αλλά σπανίως ωμίλει ακόμη και μετά του συζύγου της περιοριζομένη εις τα του οίκου της και έχουσα ως μόνην τέρψιν το κέντημα και την ανάγνωσιν ψυχωφελών βιβλίων.

Ο κυρ-Ευθύμης επέστρεψεν εις το ραφείον με την εφημερίδα του ανά χείρας. Ο Μανώλης φεύγων κατ’ εκείνην την στιγμήν τώ ηυχήθη:

-Άντε, γεια σου κυρ-Ευθύμη και καλά Χριστούγεννα.

-Τα Χριστούγεννα μας μαράνανε τώρα, αντέτεινεν ο ράπτης μη ηξεύρων εάν έπρεπε να θυμώση ή να οικτίρη τον εαυτόν του.

Χριστούγεννα στην πλατεία Αγάμων
Την εποχή του τραμ

Και αληθώς τι νόημα είχον τα Χριστούγεννα διά δύο γερόντια μόνα εις το ετοιμόρροπον πλέον οίκημα των. Φίλους δεν είχον και εκ των συγγενών όσοι δεν απέθανον απεμακρύνθησαν βαθμιαίως συντελούντος και του οξυθύμου χαρακτήρος του κυρ-Ευθύμη. Υπήρχε βεβαίως και ο υιός των τον οποίον εμεγάλωσαν με φροντίδα, εσπούδασαν με θυσίας και εκαυχώντο δι αυτόν. Αλλ’ ούτος ήτο ήδη από ετών μονίμως εγκατεστημένος εν Γαλλία καθηγητής εις τι Πανεπιστημίον και νυμφευμένος μετ’ ευκαταστάτου γαλλίδος. Βεβαίως διετήρουν τακτικήν αλληλογραφίαν, συχνάκις δε επεκοινώνουν και διά τηλεφώνου πλην όμως αι πολλαπλαί ασχολίαι του δεν του επέτρεψαν καθ’ όλον εκείνο το διάστημα να επισκεφθή την πατρίδα και τους γονείς του ει μή μόνον δύο φοράς και αυτάς δι’ ολίγας ημέρας. Τα δύο τέκνα τα οποία απέκτησεν εκ του γάμου του δεν εγνώριζον ουδέ λέξιν ελληνικήν και επί πλέον έφερον ονόματα καθαρώς γαλλοπρεπή: η θυγάτηρ εκαλείτο Μαρλέν και ο υιός Ανρύ.

Το τελευταίον αυτό έφερε βαρέως ο κυρ-Ευθύμης, όστις αν μη τι άλλο προσεδόκει να χορεύση εις τα γόνατα ένα ομώνυμον εγγονόν:

-Ακούς εκεί να πάει να βγάλει τα παιδιά το ένα Μουρλή και το άλλο Αρνί, ανέκραζεν οσάκις ο θυμός του εκορυφούτο. Ύστερον πάλιν το ελησμόνει και παρετήρει μετά συγκινήσεως την οικογενειακήν φωτογραφίαν του τέκνου του.

Ταύτα σκεπτόμενος ο κυρ-Ευθύμης εισήλθεν εις το κατάστημα. Επιθυμίαν δι εργασίαν δεν είχε και εκάθισεν εις την παλαιάν πολυθρόνα διά να αναγνώση την εφημερίδα του.

-Ολο τα ίδια και τα ίδια γράφουνε, συνεπέρανε παρατηρών τας επικεφαλίδας και προσαρμόσας τα εφθαρμένα ομματοϋάλια του ήρχισε την ανάγνωσιν. Μετ’ ολίγον είχεν αποκοιμηθεί.

Χριστούγεννα στην πλατεία Αγάμων

Είναι άγνωστον διά πόσην ώραν εκοιμάτο εκεί με τα ομματοϋάλια εις τους οφθαλμούς και την εφημερίδα κατά το ήμισυ επί των μηρών του και κατά το ήμισυ εις το πάτωμα. Ίσως εν τέλει να τον αφύπνισε ο θόρυβος της βροχής ήτις πίπτουσα καταρρακτωδώς προσέκρουε εις το τσίγγινον γείσον της εισόδου. Ηγέρθη ραθύμως διά να κατευθυνθή προς την είσοδον ότε αντίκρυσε το παράδοξον θέαμα.

Εν παιδίον, τριετές περίπου, με μέλανας βοστρύχους και μελαψήν όψιν,  μάλλον πτωχικώς ενδεδυμένον, ίστατο έσωθεν της εισόδου και παρετήρει έκθαμβον την νεροποντήν. Με τον θόρυβον όπου προεκάλεσεν η έγερσις του κυρ-Ευθύμη από την πολυθρόναν εστράφη προς το μέρος του και αφού τον παρετήρησε δι’ ολίγον μετ’ απορίας ετράπη εις γοερούς κλαυθμούς ανακράζον:

-Άμμα… Άμμα…

Προς στιγμήν ο κυρ-Ευθύμης εστάθη αμήχανος μη ών εισέτι βέβαιος ότι δεν εκοιμάτο ακόμη και το απροσδόκητον θέαμα δεν ήτο μέρος του ονείρου του. Εν τέλει, βεβαιωθείς ότι ήτο εν εγρηγόρσει, επλησίασε προς το παιδίον, έκυψε, το συνέλαβε εκ των βραχιόνων και με μάλλον απειλητικήν διάθεσιν το ηρώτησε:

-Τι είσ’ εσύ; Πώς βρέθηκες εδώ;

Το ατυχές νήπιον, αιφνιδιασθέν προς στιγμήν, διέκοψε τον κλαυθμόν και τον παρετήρει με διεσταλμένους οφθαλμούς. Είτα επανήλθε εις έτι γοερότερον κλαυθμόν.

Επί τέλους ο κυρ-Ευθύμης αντελήφθη ότι η συμπεριφορά του δεν ήτο η πρέπουσα. Ήλλαξε την όψιν του, έφερε το νήπιον επί του πάγκου του και το εκάθισεν εκεί, του ήναψε το φώς διά να μην φοβείται και του εθώπευσε την κώμην ομιλών γλυκυτέρα τη φωνή:

-Έλα μωρό μου μην κλαίς. Και τούτο λέγων του προσέφερε παλαιάν ξυλίνην κουβαρίστραν ως το μόνον παίγνιον όπου ηύρε πρόχειρον εις το εργαστήριον του.

Το μικρόν δώρον εφάνη περισσότερον αποτελεσματικόν από τας προηγουμένας ενεργείας του και το νήπιον έπαυσε τον κλαυθμόν και περιηργάζετο μετά χαριτωμένης αδεξιότητος το παράξενον αντικείμενον. Ο κυρ-Ευθύμης εθεώρησε την στιγμήν κατάλληλον διά περισσοτέρας ανακρίσεις:

-Πώς σε λένε; Πού μένεις; Πώς βρέθηκες εδώ;

Το νήπιον ύψωσε τους γαλανούς οφθαλμούς του προς αυτόν έτοιμον να κλαύση και πάλιν και εψέλισε λέξεις όλως ακατανοήτους δια τον κυρ-Ευθύμην, επαναλαμβάνον εν μέσω αυτών σταθερώς την λέξιν “Άμμα”.

Ο διάλογος εξηκολούθησε, άκαρπος εν τη ουσία, πλην όμως εξ αυτού ο κυρ-Ευθύμης συνεπέρανε ότι το παιδίον ήτο ξένον την καταγωγήν και οπωσδήποτε ανεζήτει την μητέρα του την οποίαν είχεν απωλέσει. Μη δυνάμενος λόγω και της συνεχιζομένης ραγδαίας βροχής να πράξη τι το σπουδαιότερον, περιωρίσθη κατ’ ανάγκην εις το να απασχολή τον νεαρόν επισκέπτην του ώστε να μην κλαίη. Προς αληθή δε έκπληξιν του τα παλαιά και όλως αδιάφορα δι’ αυτόν αντικείμενα του εργαστηρίου του απεδείχθησαν όλως συναρπαστικά διά το νήπιον και κατώρθωσαν να του αποσπάσουν επαρκώς την προσοχήν από την απώλειαν της μητρός του. Μάλιστα όταν αντίκρυσε τον τροχόν της ποδοκινήτου ραπτομηχανής του κυρ-Ευθύμη οι οφθαλμοί του, καίτοι ακόμη κάθυγροι εκ των δακρύων, ανέλαμψαν περιχαρείς:

-Μπούπα, ανεφώνησε δεικνύον τον τροχόν.

-Μπούπα, συνεφώνησεν αναγκαστικώς και ο κυρ-Ευθύμης ενώ ο μικρός ήρχισε να περιστρέφη τον τροχόν παράγων διά του στόματος του τον αρμόζοντα βόμβον.

Αίφνης εις την θύραν εφάνη έτερος επισκέπτης. Ήτο γυνή νέα, μελαμψή και αυτή και μάλλον ισχνή, είχε δε την κεφαλήν κεκαλυμένην δια φαιάς μανδήλας. Ως αντελήφθη την παρουσίαν της το νήπιον, κατέλιπεν αποτόμως τον τροχόν και τον κυρ-Ευθύμην και έδραμε προς την αγκάλην της. Ο μεταξύ των διάλογος ήτο ακατάληπτος διά τον κυρ-Ευθύμην, όστις όμως ηννόει ότι η μήτηρ ενηγκαλίζετο το τέκνον της κλαίουσα διά την εύρεσιν του αλλά συγχρόνως το επετίμα δριμύτατα διά την εξαφάνισιν του.

Ότε εν τέλει έληξεν ο μεταξύ των διάλογος η γυνή εστράφη προς τον κυρ-Ευθύμην και προσεπάθησε με ελαχίστας λέξεις ελληνικάς και πολλάς χειρονομίας να του εξηγήση περί τίνος επρόκειτο, ενώ το νήπιον ασφαλές πλέον επέστρεψε εις τον προσφιλή του τροχόν.

Εξ όσων ηδυνήθη να αντιληφθή ο κυρ-Ευθύμης, αλλά και εξ όσων εκ των υστέρων επληροφορήθη, η γυνή ήτο Σύρα, καταλιπούσα την πατρίδα της από αρκετού χρόνου λόγω των εκεί πολεμικών συρράξεων. Ομού μετά του συζύγου και του τέκνου της διέμενον εις το λαϊκόν ξενοδοχείον της παρακειμένης παρόδου. Σήμερον ο άνδρας της ειργάζετο εις οικοδομήν και εκείνη εξήλθε του μικρού δωματίου των προς αγοράν τροφίμων. Ως φαίνεται, εξερχομένη δεν ησφάλισε καλώς την θύραν του δωματίου και το νήπιον την ηκολούθησε μέχρι της οδού, αλλά την απώλεσε. Περιφερόμενον άνευ προορισμού -και ενδεχομένως λόγω και της αρξαμένης εν τω μεταξύ νεροποντής- εύρε καταφύγιον εις την μόνην ανοικτήν θύραν της περιοχής, αυτήν του κυρ-Ευθύμη. Ότε επέστρεψεν η μήτηρ του εις το ξενοδοχείον και διεπίστωσε την απουσίαν του τέκνου της εξεχύθη αλλόφρων εις αναζήτησιν του. Ευτυχώς ηκολούθησε ανάλογον πορείαν και το ανεύρε.

Το απλούν τούτο συμβάν είχεν απροσδοκήτως μεγάλην επίδρασιν εις τον κυρ-Ευθύμην. Οι δύο απρόσκλητοι επισκέπται του ήσαν τόσον συμπαθείς και η παρουσία των ανεκάλει εντός του αισθήματα βαθέως κεκρυμμένα και προσδοκίας αι οποίαι ουδέποτε εξεπληρώθησαν. Εν τέλει έλαβε την απόφασιν του:

-Αύριο που είναι Χριστούγεννα θα έρθετε με τον άντρα σου να φάμε όλοι μαζί πάνω στο σπίτι μου. Κατάλαβες;

Η νεαρά γυνή ένευσε καταφατικώς, τον ηυχαρίστησε και ανεχώρησε μετά του νηπίου το οποίον μετά δυσκολίας απεχωρίσθη τον τροχόν του. Η βροχή είχεν ήδη καταπαύσει. Ο κυρ-Ευθύμης ησφάλισεν εσπευσμένως το κατάστημα του και ανήλθε μετ’ ασυνήθους σπουδής εις την οικίαν του. Η σύζυγος του ηπόρησε βλέπουσα την χαρίεσσαν όψιν του, το λάμπον όμμα και τας ζωηράς κινήσεις.

-Αύριο θα έχουμε μουσαφιραίους στο τραπέζι. Πάω να κάνω μερικά ψώνια παραπάνω. Να νοιώσουμε κι εμείς Χριστούγεννα τέλος πάντων.

Η ημέρα αυτών των Χριστουγέννων ήτο αληθώς εξαιρετική διά το γηραιόν ζεύγος. Την πρωίαν εκκλησιάσθησαν -διά πρώτην φοράν από πολλών ετών- εις το παρακείμενον παρεκκλήσιον του Αγίου Ανδρέου ενδεδυμένοι με τα προ πολλού εν αχρηστία κυριακάτικα των. Αφού αντήλλαξαν ευχάς μετά των γνωρίμων των εκ του εκκλησιάσματος επέστρεψαν εις την οικίαν των όπου η κυρία Ευτέρπη επεστράτευσε όλην την μαγειρικήν της δεινότητα και ο κυρ-Ευθύμης -πράγμα πρωτοφανές- την εβοήθησε εις τας οικιακάς της εργασίας μονίμως καλότροπος και υποψάλλων τα χριστουγεννιάτικα κάλαντα.

Την μεσημβρίαν αφίχθησαν οι προσκεκλημένοι και ο νεαρός Σύρος –ο οποίος σημειωτέον ωμίλει αρκετά καλά την ελληνικήν- ενεποίησεν εξ αρχής αρίστην εντύπωσιν εις τον κυρ-Ευθύμην.

-Εμείς στο χωριό μου είχαμε πολλούς χριστιανούς και γιορτάζαμε μαζί τα Χριστούγεννα. Ύστερα μας ήρθε ο πόλεμος και ξεριζωθήκαμε, τω είπεν όταν εκάθισαν εις την παλαιάν και από μακρού αχρησιμοποίητον τραπεζαρίαν της οικίας καπνίζοντες το σιγαρέττον των προ του γεύματος. 

Η κυρία Ευτέρπη απεδείχθη και πάλιν αρίστη οικοδέσποινα και πριν δύσει ο ήλιος ησθάνετο ήδη φίλην της την νεαράν ξένην μετά της οποίας η συνεννόησις, ως στηριζομένη κυρίως εις χειρονομίας, ουδόλως προσέκρουε εις την ακουστικήν της μειονεξίαν. Εκ παραλλήλου παρετήρει μετ’ ενθουσιασμού τας πολυαρίθμους αταξίας άτινας προεκάλει εις την τακτικήν οικίαν της η ζωηρότης του νηπίου.

Μετά το γεύμα οι άνδρες εκάθισαν εις τας βαθείας πολυθρόνας της τραπεζαρίας και τους προσεφέρθη καφές.  Ο κυρ-Ευθύμης ηθέλησε να μάθει περισσότερα  δια τον ξένος και τον τόπον του. Ο νεαρός Σύρος ήτο δημοδιδάσκαλος εις έν χωρίον έξωθεν του Χαλεπίου. Του περιέγραψε -όσον του επέτρεπε η γνώσις του της ελληνικής- τας ευτυχείς στιγμάς της οικογενείας του προ του πολέμου και την δυστυχίαν την οποίαν τοις επεσώρευσεν η επέλευσις του. Ενώ έζων ειρηνικώς εις τον τόπον των, ήλθον άνθρωποι ξένοι και έσπειραν το μίσος μεταξύ των ομοχωρίων, οίτινες αιφνιδίως μετετράπησαν από φίλων εις εχθρούς. Αντί οι άνθρωποι να κρατούν εις χείρας τα εργαλεία της εργασίας των, έλαβον όπλα δια των οποίων επεζήτουν να φονεύσωσι τους πρώην φίλους, χωρίς και οι ίδιοι να αντιλαμβάνονται καλώς τον λόγον δια τον οποίον έπρεπε να προβώσι εις αυτήν την ενέργειαν. Δύο αδελφοί του εφονεύθησαν και ο ίδιος απεφάσισε να παραλάβει την σύζυγον και το τέκνον του και να αναζητήσωσιν αλλαχού καλυτέραν τύχην. Όταν ολοκλήρωσε την αφήγησίν του, ο κυρ-Ευθύμης τον ηρώτησε:

-Δε μου λες, πόσω χρονών είναι το παιδί;

-Τρία στα τέσσερα.

-Πάει σε κάναν παιδικό σταθμό;

-Όχι ακόμα.

-Να μου το φέρνεις εδώ. Θα του πάρουμε παιχνίδια, θα του φτιάξουμε κι ένα παιδικό δωμάτιο να τα βάζει μέσα και να παίζει και θα αναλάβω εγώ να του μάθουμε ελληνικά. Τώρα εδώ είν’ ο τόπος σας. Σαν έρθει η ώρα να πάει  το παιδί σχολείο, να ξέρει τα ελληνικά τέλεια, να μην το κοροϊδεύουνε τα άλλα παιδιά. Είμαστε σύμφωνοι;

Και η ημέρα εκείνη των Χριστουγέννων διήλθε εις την παλαιάν οικίαν παρά την πλατείαν Αγάμων λαμπρά και χαρμόσυνος όσον ποτέ άλλοτε…

1 ΣΧΟΛΙΟ

  1. Προφανώς έχει λογοτεχνική φλέβα ο κ.Γιαλούρης και φυσικά γνωρίζει άριστα πως να χρησιμοποιεί την ωραία Ελληνική γλώσσα και το Παπαδιαμαντικό ύφος.
    Εξαιρετικό λογοτεχνικό κείμενο που παραπέμπει σε μνήμες και ήθη άλλων εποχών μιας Ελλάδος που
    σβήνει στον απόηχο κάθε ξενόφερτου εθίμου και την πολυπολιτισμικότητα της παγκοσμιοποίησης.
    Διήγημα που φέρνει γλυκές αναμνήσεις του παρελθόντος αιώνος που δυστυχώς τείνουν να εκλείψουν από κάποιους νεωτέρους .
    Χρόνια Πολλά και αίσιο το Νέον Ετος στον λογοτέχνη ιατρό αλλά και στην ”Ανδριακή”

Leave a Reply to Γιώργος Κορκόδειλος Ακύρωση απάντησης

Η andriakipress.gr δημοσιεύει κάθε σχόλιο το οποίο είναι σχετικό με το θέμα. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι υιοθετεί τις απόψεις αυτές. Διατηρεί το δικαίωμα να μην δημοσιεύει συκοφαντικά, υβριστικά, ρατσιστικά ή άλλα σχόλια που προτρέπουν σε άσκηση βίας. Επίσης, σχόλια σε greeklish και κεφαλαία δεν θα δημοσιεύονται, ενώ η andriakipress.gr, όταν και όπου κρίνει, θα συμμετέχει στον διάλογο.

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.