Είμαστε τότε πιτσιρικάδες. Τα χρόνια της κατοχής μας είχαν τόσο επηρεάσει που το κάθε τι στη ζωή μας το αντιμετωπίζαμε με δισταγμό και επιφύλαξη.

Το Κόρθι ήταν γεμάτο κόσμο, αφού οι περισσότεροι ναυτικοί μας είχαν γίνει στεριανοί, ασχολούμενοι συστηματικά με τη γεωργία. Έκαναν στη κυριολεξία «την πέτρα χώμα» καλλιεργώντας ασταμάτητα τη γη. Η εργατικότητα των Κορθιανών και γενικά των κατοίκων του νησιού είναι παροιμιώδης και χαρακτηριστική. Ιδιαίτερα την εποχή εκείνη στη περιφέρεια Κορθίου υπήρχε επάρκεια γεωργικών και κτηνοτροφικών προϊόντων. Τα σπίτια και τα κατώγεια των χωριανών είχαν απ΄όλα τα καλά, χωρίς να στερηθούν αυτά που άλλα  Κυκλαδίτικα νησιά ζητούσαν.

Περίτρανη απόδειξη ήταν ότι από άλλα γειτονικά νησιά και ιδιαίτερα από τη Σύρο έρχονταν στο νησί μας κι΄ έδιναν τα υπάρχοντά τους (έπιπλα και άλλα πολύτιμα είδη τους) ανταλλάσσοντας τα με ό,τι εύρισκαν  για να εξασφαλίσουν την επιβίωσή τους.

Παρ΄ όλες όμως  τις δύσκολες και ζοφερές εκείνες ημέρες δεν έλειπαν και οι τόσο χαρούμενες και αξέχαστες στιγμές που ήταν ένα ευχάριστο διάλλειμα στην πλήξη της κατοχικής εποχής που μας έκαναν να ξεχνάμε τις αποφράδες εκείνες ημέρες που – κατά τον εθνικό μας ποιητή – «όλα τα σκίαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά».

Υπήρχαν λοιπόν ευχάριστοι και χαρακτηριστικοί τύποι που με το ιδιόρρυθμο και πηγαίο χιούμορ τους ή με τα  ασυνήθιστα καμώματά τους, χάριζαν αλησμόνητες και αξέχαστες στιγμές.

Ένας από αυτούς ήταν ο μπάρμπα Παναγιώτης, ο Γεωργέλης, ένας καλοσυνάτος γέρος που σπάνια ήταν ξεμέθυστος και πού με όλη τη γαλατική   ευγένεια που τον χαρακτήριζε ήταν πάντα διακριτικός στο να σου ζητήσει να τον κεράσεις ένα στριφτό τσιγάρο – ας ήτανε  και από γένια καλαμποκιού – ή ένα ντόπιο τσίπουρο, ή καμιά  «κούπα» κρασί – ακόμα και σώσμα – που ευχάριστα το τραβούσε, έστω και «ξεροσφύρι».

Πάντα ήταν γλυκομίλητος αλλά το αλκοόλ δεν τον βοηθούσε να σταθεροποιεί τα βήματά του ή να στέκεται για πολύ ώρα όρθιος, αφού η ισορροπία  του ήταν συνυφασμένη με τα … γράδα και τη .. δόση που έπαιρνε. Γι αυτό και η μαγκούρα του ήταν η πιστή και αχώριστη συνοδός του.

Άλλη  φιγούρα της εποχής ήταν ο μπάρμπα Νίκος ο Καλαθάς. Ήταν  ο φόβος και ο τρόμος των παιδιών, όχι γιατί κατά βάθος ήταν κακός, αλλά με την ασυνήθιστη και παράξενη αμφίεσή του ενέπνεε τον πανικό στους πιτσιρικάδες. Κυκλοφορούσε με τα κατάμαυρα γυαλιά και το χαρακτηριστικό μαύρο παλτό του που – χειμώνα, καλοκαίρι – δύσκολα τα αποχωριζόταν, μαζί με τη μαύρη ασυνήθιστη τραγιάσκα του. Αμίλητος, αινιγματικός αλλά και εκδικητικός σε όσους τον πείραζαν και τον χλεύαζαν. Του άρεσε η απομόνωση και όταν έκανε μεθύσι ήταν βίαιος και αποκρουστικός με τις βρισιές που ξεστόμιζε.

Μια άλλη περίεργη και ασυνήθιστη για την εποχή φυσιογνωμία ήταν ο Μίνης, που λόγω της ψυχασθένειας που είχε, του άρεσε να κυκλοφορεί «εν αδαμιαία περιβολή»  και επειδή συχνά είχε πνευματικές διαταραχές ο κόσμος στο άκουσμα και μόνο ότι βρίσκεται στο Γιαλό  κλειδωνόταν στα σπίτια του και από τα παράθυρα ή από τις μισοκλεισμένες μπαλκονόπορτες απολάμβανε το σπάνιο για την εποχή θέαμα του γυμνισμού. Ήταν άκακος και ακίνδυνος, αφού σ΄ όλο το διάστημα  δεν εκδήλωσε επικίνδυνες ή βίαιες τάσεις στη ήσυχη ζωή του τόπου.

Ένα άλλο χαριτωμένο και γραφικό για την εποχή εκείνη ζευγάρι –  ευγενέστατο και καλοκάγαθο – ήταν η «Σχατζο-Μαρία ή Τσιγαρο-Μαρία» με τον «Σχατζο-Λεωνίδα» που έμεναν στη Λαρδιά και κατέβαιναν σχεδόν καθημερινά στο Γιαλό για να προμηθευτούν ότι εύρισκαν για φαγητό, αλλά κυρίως για να εξασφαλίσουν το τσιγάρο τους που τόσο σπάνια κυκλοφορούσε και που στη μαύρη ακόμα αγορά ήταν δυσεύρετο. Στην  κυρά Μαρία όμως ήταν απαραίτητο, αφού αρειμάνια το κάπνιζε και το προτιμούσε καλύτερα και απ΄ το φαγητό της, ικανοποιώντας έτσι το σπάνιο – για την εποχή εκείνη – πάθος της.  Μας φαινόταν περίεργο, αλλά και πρωτόγνωρο για εκείνα τα χρόνια, πώς μια γυναίκα ήταν τόσο επαγγελματίας φουμαδόρος.

Θυμάμαι, πώς τόσο έντονο  ήταν το ακατανίκητο πάθος της που αν δεν εύρισκε τσιγάρο – τα «φούκα»  ήταν τότε τα τσιγάρα της εποχής – έπαιρνε με τρόπο και διακριτικά τις πεταμένες στο δρόμο σπάνιες «γόπες», έχοντας στο κάτω μέρος του μπαστουνιού της ένα αιχμηρό  καρφί που τις … καμάκωνε, ώστε με το περιεχόμενό τους να στρίψει στο τσιγαρόχαρτο τον καπνό και να το κάνει τσιγάρο «του κουτιού» για να το καπνίσει με όλη της την άνεση και το μεράκι, που τόσο προκλητικά διέθετε.

Ένας άλλος τόσο συμπαθής και αγαπητός τύπος ήταν ο κουρέας ο Παναγιώτης Πρελορέντζος (ή Πανανίτσας). Ένας  ευγενέστατος και διακριτικός άνθρωπος που την καταγωγή του αντλούσε από την Πόλη. Πάντα με το πλατύ και άδολο χαμόγελό του αλλά και με το αυθόρμητο γέλιο του σου έδινε ξεχωριστή χαρά και σου δημιουργούσε ευχάριστη διάθεση ν΄ ακούσεις τις ωραίες  και καλοδοσμένες «κορώνες» από κλασσικά ρεπερτόρια και όπερες που πραγματικά σε άφηναν κατάπληκτο από τη καλοδοσμένη απόδοσή τους. Κατατοπισμένος και γνώστης της κλασσικής μουσικής και της όπερας, αλλά και πάντα ενημερωμένος σε εγκυκλοπαιδικά θέματα πρόσφερε ευχάριστη και χωρίς πλήξη παρέα σε όσους τον συναναστρέφονταν. Ρέκτης και ακούραστος λάτρης των ωδικών πτηνών – εξ ου και «Καναρίνιας» – είχε μετατρέψει το μικρό κουρείο του σε μια απέραντη όαση με εξωτικά κελαιδήματα.

Ο Μπάρμπα Γιώργης ο Ψάλτης (ή Ψαλτογιώργης) ο οποίος είχε ζήσει χρόνια στο εξωτερικό και ήλθε στη γενέτειρά του την εποχή εκείνη για να περάσει τα τελευταία χρόνια της ζωής του «ανεπαίσχυντα και … κατοχικά». Μανιώδης  οδοιπόρος και φυσιολάτρης. Το περπάτημά του ήταν χαρακτηριστικό, γιατί σχεδόν πάντα συνοδευόταν από τον περίεργο και ιδιόρρυθμο  ήχο ενός καλαμένιου μπαστουνιού – «καλαμοβακτηρία» όπως την έλεγε – που πάντα μόνος του συνήθιζε να κατασκευάζει και να την επεξεργάζεται, φιλοτεχνώντας τη ρίζα του καλαμιού με επίμονη και καλλιτεχνική διάθεση, δίνοντας της ορισμένο σχήμα ή απεικονίζοντας αριστουργηματικά ορισμένες μορφές, ερπετού ή ζώου. Στους καλούς του φίλους πάντα ήταν πρόθυμος να προσφέρει μια τέτοια βακτηρία για να τον θυμούνται.

Άλλος  καλός και άκακος τύπος ο Μήτσος «Λιακασάδας» που ήταν το παρατσούκλι του, «ο … Φιλιππινέζος» της εποχής. Πάντα πρόθυμος να προσφέρει τις υπηρεσίες του, στην κυριολεξία «αντί πινακίου φακής» σε ελαφρές δουλειές  ή θελήματα. Ποτέ δεν έλεγε όχι σε ό,τι και αν του ανέθετες. Αδυναμία του ήταν ένα κατοχικό  τσιγαράκι που ευχαρίστως το έπαιρνε σαν προκαταβολή για το ξεκίνημα της δουλειάς του.

Ο ακούραστος, πρόθυμος και χαμογελαστός Μιχάλης Κοντός (ή Άφοβος) που τόσο πρόθυμα ήταν διαθέσιμος να εξυπηρετεί και διευκολύνει τους συνανθρώπους του. Ολιγαρκής, λιτός και απέριττος  αρκείτο στα λίγα και  πάντα ήθελε να εξασφαλίσει «τον επιούσιο» όπως χαρακτηριστικά έλεγε. Δεν τον ενδιέφερε η πλεονεξία και συχνά επαναλάμβανε  το «δός ημίν σήμερον». Είχε φιλοσοφήσει τη ζωή και δεν ενδιαφερόταν για πλούτη που ήταν – γι΄ αυτόν – «στολίδια της γης» αλλά για πλούτη «της επουράνειας βασιλείας». Σχολαστικά τίμιος και ηθικός αποσπούσε αμέσως την εμπιστοσύνη οποιουδήποτε του εμπιστευόταν την όποια εργασία ή αποστολή. Είχε μία αγγελική άδολη φυσιογνωμία που σε προδιέθετε πώς κάθε του ενέργεια ήταν τίμια και σωστή.

Ένας άλλος ιδιόρρυθμος και καλοκάγαθος τύπος ήταν και ο Αντώνης – μακαρίτης τώρα, από το χωριό Καππαριά.

Πρόσφερε τις χειρονακτικές εργασίες του σε όσους τον χρειάζονταν. Όμως ο πιο τακτικός εργοδότης του ήταν ο μακαρίτης Νίκος Μανάλης, μεγαλέμπορος της αγοράς Κορθίου, που εμπορευόταν το λάδι, τα σύκα, τα σιτηρά της περιοχής και ως εκ τούτου ο Αντώνης τακτικά του παρείχε τις βοηθητικές υπηρεσίες του.

Πολλές φορές του ανέθετε τον καθαρισμό του οικογενειακού του τάφου που ήταν στεγασμένος χώρος, διαμορφωμένος σε κενοτάφιο. Ένα ανοιξιάτικο απόγευμα πήγαν  και οι δύο στο κοιμητήριο και ενώ ο Αντώνης είχε καθαρίσει το εσωτερικό του στεγασμένου τάφου, μπήκε σ΄ αυτόν ο εργοδότης του για να ανάψει το καντήλι . Τότε ο Αντώνης που ήταν απ΄ έξω βρήκε  την ευκαιρία, επειδή ο εργοδότης του του όφειλε καθυστερούμενους μισθούς πώς ο μόνος τρόπος να τον εκβιάσει ήταν να τον κλειδώσει μέσα, αφού το κλειδί ήταν στην πόρτα. Έξαλλος και τρομοκρατημένος ο Μπάρμπα Νίκος του εφώναζε, ικετεύοντάς τον, να του ανοίξει και να τον απελευθερώσει. Τότε ο Αντώνης του είπε το εξής απρόσμενο «Αφεντικό θα μου εξοφλήσεις τα οφειλόμενα για να σου ανοίξω. Δώστα μου αν τάχεις τώρα. Προηγουμένως όμως θα σου διαβάσω όλη την επικήδειο ακολουθία για να συνετισθείς και να θυμηθείς τη ρήση του εκκλησιαστικού υμνωδού. Πάντα ματαιότης τα ανθρώπινα» Τότε ο εργοδότης του αναγκάσθηκε να τον εξοφλήσει. Παρεμπιπτόντως αναφέρω πώς ο Αντώνης ήταν και ψάλτης  σε διάφορα εξωκκλήσια κι έτσι του δόθηκε η ευκαιρία να επιδείξει τις ψαλτικές του ικανότητες. Ο επίλογος της νεκρώσιμου ακολουθίας που του έψαλε ήταν και μια φιλοσοφημένη φράση που του είπε «Αφεντικό μάθε πώς τα σάβανα δεν έχουν τσέπες!! Κατάλαβέ το».

Μετά την απελευθέρωση του εργοδότη του ο Αντώνης «έκανε φτερά» για να αποφύγει τα επακόλουθα…

Τέλος περιγράφω και κάποια άλλη συμπαθή φυσιογνωμία, με προχωρημένη  τότε τη μέση ηλικία, απ΄ το χωριό Λαρδιά, τον μακαρίτη Νίκο Αστρά. Του άρεσε πάντα να εμφανίζεται καλοντυμένος με τα καλογυαλισμένα παπούτσια και το φρεσκοσιδερωμένο πανταλόνι του που επάνω από αυτό φορούσε το μάλλινο μαύρο σακάκι του με τον βελούδινο γιακά του. Του άρεσε το γυναικείο φύλλο, γι΄ αυτό άλλωστε και φρόντιζε  ιδιαίτερα την όλη εμφάνισή του.

Όταν μια ημέρα τον ρώτησα για την αδυναμία του στο ωραίο φύλλο μου είπε χαρακτηριστικά αλλά  και με βαθύτερο νόημα που πολλά υπονοούσε «Είμαι γέρος και γέρνω αλλά μια χαρά τα καταφέρνω». Δεν θέλησα να συνεχίσω το διάλογο γιατί προέβλεπα πως πραγματικά θα  με αποστόμωνε.

Αυτοί οι χαρακτηριστικοί τύποι με τα περίεργα και ιδιόρρυθμα βιώματά τους μας πλαισίωναν και έδιναν μια χαρούμενη νότα στα δύσκολο εκείνα χρόνια. Δεν ενοχλούσαν ούτε προκαλούσαν, όπως σήμερα συχνά συμβαίνει. Τους είχαμε κι εμείς  συνηθίσει με τις παραξενιές  και τα τερτίπια τους και αποτελούσαν ιδιαίτερα για εμάς – τα παιδιά της εποχής – τους αχώριστους «Μεγάλους» φίλους μας.

Γιάννης Παπασταθόπουλος, Δικηγόρος ε.τ.

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ

Η andriakipress.gr δημοσιεύει κάθε σχόλιο το οποίο είναι σχετικό με το θέμα. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι υιοθετεί τις απόψεις αυτές. Διατηρεί το δικαίωμα να μην δημοσιεύει συκοφαντικά, υβριστικά, ρατσιστικά ή άλλα σχόλια που προτρέπουν σε άσκηση βίας. Επίσης, σχόλια σε greeklish και κεφαλαία δεν θα δημοσιεύονται, ενώ η andriakipress.gr, όταν και όπου κρίνει, θα συμμετέχει στον διάλογο.

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.